Είναι πολλοί που, επειδή έτσι τους βολεύει, λένε πως –δε βαριέσαι– όλοι τον ίδιο Θεό πιστεύουμε, απλώς τον ονομάζουμε με διαφορετικά ονόματα στις διάφορες θρησκείες. Κι έτσι νομίζουν ότι κάνουν ένα είδος κηρύγματος αγάπης κι αδελφοσύνης. Προφανώς βρίσκονται σε σύγχυση που πηγάζει από ένα θεμελιώδες νοητικό σφάλμα. Τι είδους νοοτροπία είναι αυτή; Να τα παραδεχόμαστε όλα για σωστά, για να κάνουμε τον καλό, τον ανοιχτόμυαλο και τον προοδευτικό; Άμα, δηλαδή, βγάλεις το ανιψάκι σου για βόλτα στο πάρκο κι εκεί πιάσει να ζουλάει κάτι ακαθαρσίες που βρήκε μπροστά του στην άμμο, τι είναι το σωστό να κάνεις; Ούτε, βέβαια, να το ξυλοφορτώσεις, αλλά ούτε να του πεις και μπράβο! Με αγάπη θα το πάρεις κοντά, θα του πλύνεις τα χέρια και θα του πεις: «όοοοχι, φτου κακά!». Έτσι, δεν είναι;
Το να συγχωρήσεις το λάθος είναι αγάπη. Το να δείξεις κατανόηση στο λάθος, γιατί όλοι είμαστε άνθρωποι και ουδείς αλάνθαστος κι αναμάρτητος, είναι αγάπη. Το να βαφτίζεις, όμως, το λάθος για σωστό δεν είναι αγάπη, ούτε αδελφοσύνη∙ είναι ανοησία.
Αλλά στο τέλος-τέλος, τι είναι σωστό και τι λάθος; Η ιστορία του ανθρώπου είναι γεμάτη από όρια ηθικής που τανύστηκαν σαν λάστιχα κατά το δοκούν.
Η ερμηνεία του τι είναι καλό ή κακό, ορθό ή λάθος, φυσικό ή αφύσικο από τον άνθρωπο που δε βρίσκεται σε κοινωνία με τον Τριαδικό μας Θεό, είναι ασταθής, περιπτωσιολογική, ευμετάβλητη και πολλές φορές κρύβει ιδιοτέλεια. Ως τέτοια, λοιπόν, ήταν και είναι επικίνδυνη πηγή δεινών για την ανθρωπότητα. Ο ναζιστής, ο τζιχαντιστής, ο σταλινικός κι ο ιεροεξεταστής είχαν κι αυτοί τη δική τους αντίληψη για το τι είναι σωστό και τι δεν είναι… Ψέματα;
Η ενανθρώπιση του Θεού, η διδασκαλία Του και η σταυρική Του θυσία, όμως, ακύρωσαν οποιαδήποτε έννοια σχετικότητας στην αντίληψη του καλού και του κακού. Η ανασφάλεια των διαφορετικών απόψεων κι ερμηνειών και αναθεωρήσεων πάνω στο ζήτημα αυτό παύει, γιατί ο Χριστός διαθέτει δύο στοιχεία που προαπαιτούνται γι’ αυτό: είναι αταλάντευτα αξιόπιστος («πιστός ο Λόγος») και άχρονος, ήγουν παντοτινός («Ιησούς Χριστὸς χθές και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας»).
Ο Πόντιος Πιλάτος συμβολίζει κάθε σύγχρονο άνθρωπο που στέκεται μπροστά στο Χριστό αλλά δεν Τον αναγνωρίζει εκφέροντας εκείνην τη μνημειωδώς ειρωνική φράση: «τι εστίν αλήθεια;». Με τη φράση αυτή από τη μια αποδομεί πλήρως κάθε ανθρώπινη σοφία και φιλοσοφία δηλώνοντας το σχετικό, αμφίσημο και ατελή χαρακτήρα της. Από την άλλη, βέβαια, αγνοεί τραγικά ότι ο Χριστός απαντά σε αυτό το ερώτημα ευθαρσώς και ξεκάθαρα: «Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή».
Θα μπορούσε να πει ο Κύριος ότι ο κώδικας των αξιών που σας δίδαξα οδηγεί στην αλήθεια. Δεν το διατυπώνει, όμως, έτσι. Την προσωποποιεί την αλήθεια και λέει «Εγώ είμαι η Αλήθεια». Θεμελιώνει έτσι τον αποκαλυπτικό χαρακτήρα της θεολογίας της Ορθόδοξης Πίστης μας. Αυτήν που με λόγο κι έργα μάς δίδαξαν οι Άγιοι Πατέρες μας. Αυτοί που με συντριβή καρδιάς στέκονται γονατιστοί, ταπεινά παρακαλώντας και λέγοντας «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με». Κι όχι κάποιοι άλλοι που στέκονται περήφανοι, κορδωμένοι, αλάθητοι κι αυτοδικαιωμένοι σαν το φαρισαίο της παραβολής.
Διερεύνησέ το ενδελεχώς κι εξαντλητικά και θα δεις πως μόνον οι Άγιοι της Ορθόδοξης Πίστης μας διαθέτουν τους απολύτως γνήσιους υπερφυσικούς καρπούς του Αγίου Πνεύματος και παραμένουν εσαεί άτρωτοι φθοράς, απώλειας και θανάτου.
Πώς, λοιπόν, τότε απερίσκεπτα λες ότι «όλοι τον ίδιο Θεό πιστεύουμε κι ας του δίνουμε τα διαφορετικά ονόματα»; Αν ήταν έτσι, τότε τι χρειαζόταν να ενανθρωπιστεί για να μας συστηθεί αυτοπροσώπως ο Θεός και να μαρτυρήσει πάνω στο Σταυρό; Δεν το καταλαβαίνεις πόσο αναιδώς προσβάλεις και υβρίζεις τη θυσία του Κυρίου και το πνεύμα της Αληθείας, δηλαδή το Πνεύμα το Άγιο;
Οι άλλες θρησκείες, αλλά και οι διάφορες αποσχίσεις από το σώμα του Χριστού (την «μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν») αναλύουν, ερμηνεύουν, θεωρούν κι αναθεωρούν το επιστητό της «γνώσεως του καλού και του κακού» τη ιδία δυνάμει και αντιλήψει. Χτίζουν, δηλαδή, πάνω στην άμμο του προπατορικού αμαρτήματος διατηρώντας σχέσεις κρυφές, αφανείς, καλυμμένες ή ακόμα και φανερές με αυτόν που συνέστησε την κατανάλωση του καρπού του δέντρου της «γνώσεως του καλού και του κακού».
Η Ορθόδοξη Πίστη μας, όμως, είναι κατάργηση κι απόπλυση του προπατορικού αμαρτήματος. Η υπέρβαση της «γνώσεως του καλού και του κακού» δεν ερμηνεύεται ως κάποιου είδους υπεράνθρωπος αμοραλισμός. Αντίθετα, είναι η αποκατάσταση της πρότερης φύσης και κατάστασης του ανθρώπου που είναι το απόλυτο καλό, πηγή του οποίου είναι ο Τριαδικός μας Θεός. Αυτό επιτυγχάνεται μόνο μέσα από τα μυστήρια της Ορθόδοξης πίστης μας, με την υπερφυσική δράση της Χάριτος του Χριστού και την προσέλκυση του Αγίου Πνεύματος.
Τους πονηρούς αυτούς καιρούς των οικονομικών δυσχερειών και των κινδύνων που περικυκλώνουν την πατρίδα, οι πειρασμοί των εκπτώσεων πάνω στις αιώνιες αρχές της Ορθόδοξής μας παράδοσης (που πάντα έρχονται με υποσχέσεις ανταλλαγμάτων) είναι μεγάλοι. Η ιστορία μας διδάσκει ότι τέτοιου είδους συναλλαγές προοιωνίζουν καταστροφές. Στώμεν Καλώς!