Του πολιτικού επιστήμονα Αλόν Μπεν-Μέιρ (Alon Ben-Meir)*.
O πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αρέσκεται να παίζει το ρόλο του «σουλτάνου» μιας υποθετικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτός είναι ο λόγος που τα τελευταία χρόνια θέτει στο στόχαστρο τις βαλκανικές χώρες, τις οποίες θεωρεί εύκολη λεία. Με το πρόσχημα της πολιτιστικής συνεργασίας είναι αποφασισμένος να τις εντάξει στη σφαίρα επιρροής του, επεκτείνοντας την ισλαμική ατζέντα. Με το στόχο αυτό στο μυαλό του, ο Ερντογάν επενδύει στις υποδομές και τους θρησκευτικούς θεσμούς αυτών των χωρών.
Πριν από ένα χρόνο, ο Ερντογάν είπε σε μια συνέντευξή του στο αλβανικό κανάλι Top Channel ότι η Τουρκία έχει επενδύσει τρία δισεκατομμύρια ευρώ στην Αλβανία. «Δεν ξέρω πόσες επενδύσεις έχουν γίνει από την ΕΕ, αλλά οι δικές μας δεν θα σταματήσουν», τόνισε. Όσο ελκυστικές κι αν είναι αυτές οι επενδύσεις, οι βαλκανικές χώρες θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ποια είναι τα ανταλλάγματα. Οι προοπτικές τους για οικονομική ανάπτυξη, ευημερία, ελευθερία και δημοκρατία εξαρτώνται από τη στενή τους συνεργασία με την ΕΕ, όχι με έναν αδίστακτο δικτάτορα που εμφανίζεται ως σωτήρας των Βαλκανίων.
Οι χώρες των δυτικών Βαλκανίων επιδιώκουν την ένταξή τους στην ΕΕ και η Αλβανία είναι η πρώτη που θα αρχίσει ενταξιακές συνομιλίες. Η κίνηση αυτή επιτείνει τις προσπάθειες της Άγκυρας να προσελκύσει την Αλβανία και άλλες βαλκανικές χώρες στη γεωστρατηγική της τροχιά.
Οι επενδύσεις της Τουρκίας στην Αλβανία είναι επιλεκτικές και στρατηγικά υπολογισμένες. Περιλαμβάνουν την ιδιοκτησία της δεύτερης τράπεζας της χώρας, υδροηλεκτρικών εργοστασίων, καθώς και της πρώην κρατικής εταιρείας τηλεπικοινωνιών Albtelecom και της εταιρείας κινητής τηλεφωνίας Eagle Mobile.
Η πρόθεση του Ερντογάν είναι να προσφέρει στην Αλβανία μικρές δόσεις οικονομικής ανάπτυξης έως ότου η χώρα υποκύψει στη γοητεία του.
Αν, όμως, η Αλβανία επιδιώκει να ενταχθεί στην ΕΕ, όπως επισήμως δηλώνει, πρέπει να προσέξει τις κινήσεις της. Δεν πρέπει να επιτρέψει στον Ερντογάν να κυριαρχήσει στη χώρα. Η ΕΕ δεν πρόκειται να δεχθεί οποιοδήποτε νέο μέλος έχει στενές σχέσεις με τον Ερντογάν, πολύ περισσότερο τώρα που είναι εμφανής η επιθυμία του να κυριαρχήσει στα Βαλκάνια.
Αυτό δεν δείχνει, όμως, να ανησυχεί τον πρωθυπουργό της Αλβανίας Έντι Ράμα. Γνωστός για τις στενές του σχέσεις με τον Ερντογάν, ήταν ο μόνος ηγέτης από την Ευρώπη που παρέστη στον γάμο της κόρης του. Και τώρα διαπραγματεύεται την κατασκευή ενός τουριστικού αεροδρομίου στον Αυλώνα.
Παρά τις αλλαγές στο πολιτικό της σύστημα η Αλβανία είναι ένα κοσμικό κράτος από τότε που ιδρύθηκε, το 1912. Μετά την ανεξαρτησία το δημοκρατικό, το μοναρχικό και στη συνέχεια το ολοκληρωτικό κομμουνιστικό καθεστώς δεν έπαψε να εφαρμόζει τη συστηματική εκκοσμίκευση του εθνικού πολιτισμού.
Για να ανακόψει αυτή την τάση ο Ερντογάν εγκαινίασε το 2015 το Μεγάλο Τέμενος Namazgja, που είναι το μεγαλύτερο τζαμί της Αλβανίας και χρηματοδοτήθηκε από την Προεδρία Θρησκευτικών Υποθέσεων της Αλβανίας. Αυτό αποτελεί καθαρή απόδειξη της ανεπιφύλακτης ισλαμικής ατζέντας του Ερντογάν στην Αλβανία.
Είναι, λοιπόν, πολύ περίεργο που ο υπουργός Εξωτερικών της Αλβανίας Ντιτμίρ Μπουσάτι δήλωσε σε πρόσφατη επίσκεψή του στη Νέα Υόρκη ότι «δεν είναι αλήθεια πως η Τουρκία κατασκεύασε το μεγαλύτερο τζαμί της Αλβανίας» και ότι «το τζαμί αυτό κατασκευάστηκε για να καλύψει τις ανάγκες των μουσουλμάνων». Ο Μπουσάτι διέψευσε ακόμη ότι λειτουργούν στη χώρα του δεκάδες νέα τζαμιά που χρηματοδοτήθηκαν από την Τουρκία.
Σύμφωνα με τον Τζεμάλ Αχμέτι, ιστορικό, φιλόσοφο και συγγραφέα μιας μελέτης για λογαριασμό της αλβανικής κυβέρνησης με τίτλο «Να σώσουμε τον αλβανικό πολιτισμό από τις τουρκικές βλέψεις», ο Ερντογάν παίζει τον ισχυρότερο ρόλο στην Αλβανία μετά την αλβανική κυβέρνηση.
Ο Αχμέτι ανησυχεί επίσης για την απουσία οποιασδήποτε ανοιχτής κριτικής προς την Τουρκία στα αλβανικά μέσα ενημέρωσης. «Με την πολιτική αυτή η Αλβανία κλείνει κάθε πόρτα προς τη Δύση», τονίζει.
Ο Αλβανός ιστορικός θεωρεί πως η Αλβανία πρέπει να λάβει συγκεκριμένα μέτρα για να προστατευθεί από τον σαλαφισμό και τον ερντογανισμό. Οι δάσκαλοι, απεσταλμένοι και ιδεολόγοι του Ερντογάν διεισδύουν όλο και περισσότερο στα πολιτικά κόμματα, τα πανεπιστημιακά ιδρύματα και τα τζαμιά στην Αλβανία, το Κόσοβο, την πΓΔΜ και άλλες βαλκανικές χώρες.
Μπροστά σε αυτή την επίθεση, η ΕΕ θα πρέπει να καταστήσει σαφές ότι ο πλήρης σεβασμός των αρχών της, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ελευθερία και τη δημοκρατική διακυβέρνηση, αποτελεί προϋπόθεση της ένταξης. Αν η Αλβανία συνεχίσει να φλερτάρει με τον Ερντογάν, η πόρτα προς την Ευρώπη πρέπει να κλείσει.
* Ο πολιτικός επιστήμονας Αλόν Μπεν-Μέιρ (Alon Ben-Meir) είναι senior fellow στο Center for Global Affairs του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και στο World Policy Institute. Πηγή άρθρου: The Globalist. Μετάφραση στα ελληνικά: ΑΠΕ-ΜΠΕ.