«Ο ύψιστος Θεός έπλασε τον Τούρκο ανώτερο». Μέσα σε έναν μόνο στίχο του Ζιγιά Γκιοκάλπ, του πατέρα του ιδεολογικού ρεύματος του παντουρκισμού, συμπυκνώνεται η φιλοσοφία των Νεότουρκων η οποία έγινε «όχημα» για να κατασκευαστεί μια ιστορία για το ανύπαρκτο στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τουρκικό έθνος.
Το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα η κατάρρευση της Αυτοκρατορίας και η δημιουργία πάνω στα συντρίμμια της ενός έθνους-κράτους οδήγησαν σε έναν οδυνηρό μετασχηματισμό, κατά τον δρ Βλάση Αγτζίδη, μιας και τότε γράφτηκε η μελανότερη σελίδα στην ιστορία της σημερινής Τουρκίας.
Η γενοκτονία των χριστιανικών πληθυσμών ήταν ένα οργανωμένο σχέδιο που εκτελέστηκε από το μιλιταριστικό κίνημα των Νεότουρκων το οποίο θέλησε να δημιουργήσει τη νέα αυτοκρατορία στην οποία δεν υπάρχει θέση για κανένα άλλο έθνος εκτός από αυτό των Τούρκων.
Με κύριο υποστηρικτή τη Γερμανία που ήθελε να έχει τον πρώτο λόγο στη μοιρασιά του παλαιού κόσμου και ταυτόχρονα την οικονομική κυριαρχία στην Εγγύς Ανατολή, ο ακραίος τουρκικός εθνικισμός εκφράστηκε με τους Νεότουρκους, οι οποίοι ελλείψει σημαντικών μουσουλμανικών αστικών στρωμάτων επιφορτίστηκαν το ρόλο της αστικής τάξης.
Πριν από το 1914 οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν κοντά στα 2,2 εκατομμύρια, περίπου οι μισοί από τους Έλληνες που ζούσαν στο νεαρό βασίλειο της Ελλάδας – το 1928 στην Ελλάδα καταμετρήθηκαν 1,25 εκατ. πρόσφυγες. Η οικονομική τους ισχύς ήταν μεγαλύτερη της πληθυσμιακής τους αναλογίας (ενδεικτικά, το 1912 το 64% των εμπορικών επιχειρήσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ανήκε σε Έλληνες και το 1914 το 49% των βιομηχανιών και των βιοτεχνιών).
Έλληνες ήταν το 46% των τραπεζιτών, το 52% των γιατρών, το 49% των φαρμακοποιών, το 52% των αρχιτεκτόνων, το 37% των μηχανικών και το 29% των δικηγόρων.
Σε ιδεολογικό επίπεδο οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας χαρακτηρίζονται από μια ώριμη εθνική συνείδηση. Αν και δεν έλειψαν οι μαζικοί εξισλαμισμοί, ο ελληνισμός δεν εξαφανίστηκε όπως έγινε με δεκάδες εθνότητες της Μικράς Ασίας, και παρά την οθωμανική καταπίεση διατηρήθηκαν δύο δομικά στοιχεία, η γλώσσα και η θρησκεία.
Ωστόσο, μόνο με την εμφάνιση του τουρκικού εθνικισμού και τη ματαίωση των πραγματικών μεταρρυθμίσεων στην Αυτοκρατορία που θα έδιναν ίσα δικαιώματα σε όλους τους πολίτες ανεξαρτήτως θρησκεύματος και εθνικής καταγωγής, οι Έλληνες αποφάσισαν να υποστηρίξουν την πολιτική τους αυτοδιάθεση. Μετά το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου το αίτημα είναι η δημιουργία ενός δεύτερου ελληνικού κράτους στον Πόντο και η ένωση με την Ελλάδα (ή η αυτονόμηση) της Ιωνίας και της Ανατολικής Θράκης.
Οι εξελίξεις, όμως, που οδήγησαν στη Γενοκτονία των Ελλήνων, των Αρμενίων και των Ασσυρίων είχαν δρομολογηθεί ήδη από το 1911. Τον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς το περιοδικό The Times of London φιλοξένησε την ανταπόκριση από τη Θεσσαλονίκη με τίτλο «Οι Νεότουρκοι και το πρόγραμμά τους», ένα ρεπορτάζ για το τρίτο ετήσιο συνέδριο του Σωματείου «Ένωση και Πρόοδος». Η χρονιά θεωρείται κομβική μιας και στο συνέδριο αποφασίστηκε και επισήμως η εξόντωση των μη τουρκικών εθνοτήτων.
«Συντάχθηκαν λεπτομερή σχέδια για τον εκτουρκισμό της Ανατολίας μέσω της εκκαθάρισης των χριστιανικών πληθυσμών», αναφέρει ο Τούρκος ιστορικός Τανέρ Ακτσάμ στο βιβλίο του A Shameful Act.
Το γενοκτονικό σχέδιο των Νεότουρκων υλοποιήθηκε σε δύο φάσεις.
Η πρώτη απέβλεπε στον αφανισμό όλων των χριστιανικών εθνοτήτων, ενώ η δεύτερη στην τουρκοποίηση των μουσουλμανικών εθνοτήτων. Το σχέδιο, αν και δεν ολοκληρώθηκε άμεσα καθώς μεσολάβησε το ξέσπασμα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, δεν εγκαταλείφθηκε από τους κεμαλικούς.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Πολυχρόνη Ενεπεκίδη η μέθοδος Γενοκτονίας των Ελλήνων είχε πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τη Γενοκτονία των εβραίων, με τη διαφορά ότι ήταν αλά Τούρκα, δηλαδή «βουβή, πονηρή, ανατολίτικη, χωρίς θεωρητικό υπόβαθρο, αλλά μάλλον πρακτικά, πλιατσικολογικά».
Η έναρξη της γενικευμένης εθνικής εκκαθάρισης θα γίνει στις 6 Απριλίου 1914 στην Ανατολική Θράκη οπότε και οι Έλληνες πολλών χωριών της επαρχίας Αρκαδιουπόλεως και της Βιζύης, αλλά και άλλων όπως η Ραιδεστός και οι Σαράντα Εκκλησιές θα υποστούν τη νεοτουρκική βία. Κύρια χαρακτηριστικά των εφαρμοζόμενων πολιτικών ήταν οι επιθέσεις σε ελληνικά χωριά από τις μονάδες της Ειδικής Οργάνωσης, οι δολοφονίες αμάχων και το κλίμα τρομοκρατίας, η στρατολόγηση του ανδρικού πληθυσμού και η κατάσχεση ελληνικών ιδιοκτησιών.
Το 1914 ξεκίνησαν οι μεγάλες διώξεις κατά των Ελλήνων της Ιωνίας και της Ανατολικής Θράκης, το 1915 έγινε η Γενοκτονία των Αρμενίων με 1,5 εκατ. νεκρούς.
Από το 1916 η πολιτική αυτή θα εφαρμοστεί με ιδιαίτερη ένταση στον δυτικό Πόντο. «O προδιαγεγραμμένος αφανισμός του μικρασιατικού ελληνισμού, ωσότου ξεκαθαρίσουν οι Νεότουρκοι τα μικρασιατικά εδάφη από τους Αρμένιους, επιχειρήθηκε με ποικιλότροπα μέσα. Σε βάρος των Ελλήνων εφαρμόστηκε μια άλλη στρατηγική, που απέβλεπε όμως στο ίδιο αποτέλεσμα», γράφει ο ομότιμος καθηγητής Κωνσταντίνος Φωτιάδης, αναφερόμενος στη γενική επιστράτευση όλων ανδρών από 15 έως 45 ετών και στη δημιουργία των ταγμάτων εργασίας (αμελέ ταμπουρού).
Μετά τις αποτυχίες στους Βαλκανικούς Πολέμους, οι Τούρκοι άρχισαν να στέλνουν την πλειονότητα των στρατεύσιμων νέων στις περιοχές μεταξύ Σεβάστειας και Βαν για την κατασκευή δρόμων. Έτσι, από το 1914 πολλοί φυγόστρατοι και λιποτάκτες κατέφυγαν στα βουνά σχηματίζοντας τις πρώτες ένοπλες ομάδες. Ουσιαστικά, όμως, η συγκρότηση πολυμελών αντάρτικων ομάδων στον Πόντο ξεκίνησε το 1916 ως έσχατη λύση απελπισίας διότι τότε γενικεύτηκε η συστηματική εξόντωση των Ελλήνων.
Άλλη μία πρωτοφανής μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε από τους Τούρκους ήταν οι πορείες θανάτου. Πρόκειται για τους αναγκαστικούς εκτοπισμούς του πληθυσμού ιδίως κατά τη διάρκεια του χειμώνα χωρίς να τους επιτραπεί να πάρουν μαζί ούτε τρόφιμα ούτε στρώματα. Οι εκτοπισμένοι περνούσαν τις νύχτες μακριά από κατοικημένες περιοχές, ενώ δεν επιτρεπόταν να δώσουν βοήθεια σε ηλικιωμένους, παιδιά ή αρρώστους οι οποίοι εγκαταλείπονταν για να πεθάνουν από την πείνα, ή εκτελούνταν από στρατιώτες.
Μετά το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, στη Μαύρη Βίβλο Διωγμών και Μαρτυρίων που εκδόθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο σημειώνεται: «Το κακόν εκορυφώθη κατά τον παγκόσμιον πόλεμον. […] Είνε ανεκδιήγητα τα δεινοπαθήματα τα οποία υπέστησαν οι εκδιωχθέντες εκ των εστιών αυτών Έλληνες. […]
»Πληθυσμός ομογενής εκ 490.063 ψυχών, διασπαρείς ανά τα όρη, τας χαράδρας και τα τουρκικά χωρία, υπέστη εν τοις πλείστοις τον εξ ασιτίας, του ψύχους και των στερήσεων θάνατον».
Παράλληλα, σε όσους Έλληνες έμειναν πίσω αμφισβητήθηκε το δικαίωμα να ασκούν ελεύθερα το επάγγελμά τους και απαγορεύτηκε στους μουσουλμάνους να συνεργάζονται μαζί τους. Στα δε χωριά άτακτες ορδές έκαναν επιθέσεις κλέβοντας, σκοτώνοντας, βιάζοντας και στο τέλος βάζοντας φωτιά στα σπίτια, στις εκκλησίες, στις αποθήκες.
Ημερομηνία-σταθμός θεωρείται η 19η Μαΐου 1919, οπότε και ο Μουσταφά Κεμάλ, ο «σταχτής λύκος», συνοδευόμενος από 21 έμπιστα άτομα έφτασε στο λιμάνι της Σαμψούντας. «Αφήνω αποκλειστικά στα έμπειρα χέρια σου το “καθάρισμα” του προβλήματος που λέγεται Πόντος. Θα βρισκόμαστε σε συνεχή επαφή», είπε στον Τοπάλ Οσμάν, τον σφαγέα των Ποντίων.
Η άφιξη του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα θεωρείται ότι ολοκληρώνει την τρίτη και τελευταία φάση της Γενοκτονίας. Το 1921 ιδρύονται από την Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας και τα Δικαστήρια Ανεξαρτησίας, τα οποία εγκαταστάθηκαν στην Αμάσεια για να δικάσουν τους εσωτερικούς εχθρούς του καθεστώτος και της ανεξαρτησίας.
Την 1η Δεκεμβρίου 1922 ο αριθμός των θυμάτων του Πόντου, σύμφωνα με τις εκκλησιαστικές επαρχίες και τις ελληνικές κοινότητες, ήταν 303.237.
Όπως σημειώνει ο Θεοφάνης Μαλκίδης, οι διωγμοί αποτέλεσαν την τραγικότερη σελίδα της ζωής του ελληνικού πληθυσμού που ζούσε στο οθωμανικό κράτος (και μετέπειτα κεμαλικό καθεστώς) και στοίχισαν τη ζωή σε 1.000.000 Έλληνες, Ελληνίδες και παιδιά, ενώ οι διασωθέντες εκριζώθηκαν από τις πατρογονικές εστίες τους και κατέφυγαν πρόσφυγες διωκόμενοι στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, ενώ άγνωστος αριθμός παρέμειναν ως εξισλαμισμένοι ελληνόφωνοι στον Πόντο.
Η εγκληματική αυτή πολιτική ενισχύεται και με εκθέσεις οθωμανικών εγγράφων, όπως είναι η πολυσέλιδη έκθεση του Τούρκου Δζεμάλ Νουσχέτ: «Αι σφαγαί αύται και εκτοπισμοί εξετελέσθησαν ημιεπισήμως τη συμμετοχή και στρατιωτικών και πολιτικών υπαλλήλων», σημειώνεται.
Μετά την ήττα του ελληνικού στρατού στο μικρασιατικό μέτωπο, το καλοκαίρι του 1922, οι Μεγάλες Δυνάμεις, που ευθύνονταν για την σε βάρος της Ελλάδας εξέλιξη των γεγονότων, επιδίωξαν τη διεξαγωγή μιας διάσκεψης και τη σύναψη συνθήκης για τη διπλωματική διευθέτηση της ελληνοτουρκικής διαμάχης.
Η Συνθήκη της Λοζάνης επισφράγισε τη νίκη του τουρκικού εθνικισμού και κατέστησε τον μικρασιατικό χώρο εθνική επικράτεια των Τούρκων. Νομιμοποιούσε την ανταλλαγή πληθυσμών ως μέσο επίλυσης των διαφορών και οδήγησε σε αναγκαστική έξωση 1.150.000 πρόσφυγες που ξεριζωμένοι έφτασαν στην Ελλάδα. Οι ελληνικές περιουσίες που εγκαταλείφθηκαν στη Μικρά Ασία ήταν δεκαπλάσιες από τις αντίστοιχες μουσουλμανικές.
Σήμερα, η Διεθνής Σύμβαση για την Πρόληψη και Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας, που εγκρίθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη το 1948, είναι ένα νομικό εργαλείο για την αναγνώριση της Γενοκτονίας των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής, η ελληνική συνιστώσα της οποίας αναδύθηκε σε δύο φάσεις, μια ποντιακή και μια μικρασιατική.