Με τον αστυφύλακα ή τον χωροφύλακα; Με τη Δύση ή την Ανατολή; Προαιώνια ερωτήματα για τους ιθύνοντες στην Άγκυρα, τα οποία τίθενται επιτακτικά κατά τα τελευταία έτη. Η επιλογή του «πατήματος σε δύο βάρκες» δείχνει να μη βγάζει κάπου πλέον, και η Τουρκία θα βρεθεί ενώπιον κρίσιμων διλημμάτων ως προς την προοπτική της επιβίωσής της όπως τη γνωρίζουμε.
Οι σημαντικές προκλήσεις για την Τουρκία και ο επιτακτικός χαρακτήρας υιοθέτησης ενός πλαισίου ορισμού των σκοπών της υψηλής στρατηγικής εντός του μεταψυχροπολεμικού συσχετισμού ισχύος σκιαγραφήθηκαν εύληπτα από τον πρίγκιπα Μοχάμεντ Αλ-Φεϊζάλ της Σαουδικής Αραβίας εν έτει 1989, δηλαδή λίγο πριν από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, με τα εξής λόγια: «η Τουρκία δεν μπορεί να συνεχίζει επί μακρόν να παίζει διπλό ρόλο, πρέπει να αποφασίσει ή να εξελιχθεί σε ηγέτιδα δύναμη του μουσουλμανικού κόσμου ή να συνδεθεί με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα».
Ο αραβικός κόσμος ήδη από τότε έδειχνε δυσαρεστημένος με το διπλό παιχνίδι της Τουρκίας κυρίως εντός του τότε Οργανισμού Ισλαμικής Διάσκεψης (νυν Οργανισμός Ισλαμικής Συνεργασίας) ή ήθελε απλά να θέσει την Άγκυρα ενώπιον διλημμάτων τα οποία θα την πίεζαν υπαρξιακά ενώπιον της βούλησής της να καταστεί ηγεμονική δύναμη. Τα ρητορικά τεχνάσματα του Τουργκούτ Οζάλ ή του Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ είχαν μικρή απήχηση όταν η συζήτηση πήγαινε στην πραγματική πολιτική. Ποιος θα ξεχάσει την ανάλυση του Ντεμιρέλ, σύμφωνα με την οποία:
«Διαθέτουμε [οι Τούρκοι] μια πολλαπλή πολιτισμική κληρονομιά, και υπό μία έννοια, μια πολλαπλή ταυτότητα. Σε ατομικό επίπεδο, η [δική μας] ταυτότητα δεν δύναται να καταδειχθεί με μία λέξη. Το ίδιο συμβαίνει με την εθνική μας ταυτότητα. Είναι βέβαιο ότι δεν έχουμε, όπως κάποιοι εξωτερικοί παράγοντες αναφέρουν, κρίση ταυτότητας. Η Τουρκία και οι Τούρκοι έχουν πλήρη συνείδηση της ταυτότητάς τους και της κληρονομιάς τους. Οι απλοί άνθρωποι στην Τουρκία δεν αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως διαβιούντες σε μια χώρα διασπασμένη μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
»Απολαμβάνουν την πολλαπλότητα [της ταυτότητάς τους] και αντιλαμβάνονται τη χώρα τους ως έναν τόπο πλούσιο ελέω μιας πολύπλευρης κληρονομιάς».
Όταν η συζήτηση είναι ελαφριά και ο κόσμος μονοπολικός, όλα τα παραπάνω είναι εύκολο να εκστομίζονται. Όταν όμως υπάρχει η σημερινή κατάσταση στη Μέση Ανατολή και οι σχέσεις Δύσης και Ρωσίας έχουν φθάσει στο ναδίρ, τότε το ερώτημα «F35 ή S-300» έχει πολλαπλές προεκτάσεις. Θυμόμαστε ότι οι εξοπλισμοί και η στρατιωτική εκπαίδευση αποτελούν τον προπομπό της πολιτικής-στρατηγικής επιρροής μια μεγάλης δύναμης σε μεσαία ή μικρή. Το είδαμε στις συγκρούσεις Βενιζέλου-Κωνσταντίνου πριν την έναρξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου για το αν Γερμανοί ή Αγγλογάλλοι έπρεπε να αναλάβουν την εκπαίδευση των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Το γεγονός ότι η Τουρκία βρίσκεται στρατηγικά σε μετάβαση αντικατοπτρίζεται πλήρως στο εν λόγω εξοπλιστικό δίλημμα, ενώ η επιλογή απόκτησης αμφότερων των οπλικών συστημάτων δεν τίθεται προς συζήτηση από τους Αμερικανούς. Οι ΗΠΑ δείχνουν να υιοθετούν τη σκληρή γραμμή όσον αφορά τη διατήρηση του χώρου, ο οποίος σήμερα είναι τουρκικός, στη δική τους σφαίρα επιρροής. Ακριβώς επειδή είναι υψηλής γεωπολιτικής σημασίας, ο χώρος της μικρασιατικής χερσονήσου και των Στενών είναι εξαιρετικά απίθανο να εγκαταλειφθεί, ανεξαρτήτως της βούλησης της Ουάσινγκτον να μετακινήσει το κέντρο βάρους της στον Ειρηνικό ελέω Κίνας.
Η προσήλωση των μεγάλων δυνάμεων σε κεκτημένες σφαίρες επιρροής θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ στη στρατηγική θεωρία και στην εμπράγματη ιστορική πραγματικότητα. Η περίπτωση της Γεωργίας τον Αύγουστο του 2008 είναι ενδεικτική. Αυτή την παράμετρο θα έπρεπε να είχε κατά νου ο Ερντογάν, αλλά προς το παρόν αναγιγνώσκει την αμερικανική πολιτική ως συντεταγμένη περιστολή στρατηγικών δεσμεύσεων, και τη συνεργασία με τη Ρωσία και το Ιράν ως ευκαιρία ηγεμονικής ανάδειξης. Τα γεγονότα θα δείξουν αν έχει δίκιο.