Χρειαζόμαστε τα οικονομικά στοιχεία για να καταλάβουμε ότι ζούμε σε μια δυσλειτουργική χώρα; Στον στενό και στον ευρύτερο περίγυρό του ο καθένας διαπιστώνει ότι έχει περισσέψει το άδικο, το κακό, το παράλογο και το βλαβερό.
Πώς θα γινόταν να μην πέσουμε σε κρίση; Ήταν αναπόδραστο.
Είχα έναν καθηγητή χημικό που όταν η τάξη δεν καταλάβαινε κάτι, το παράδειγμα που έφερνε πάντα για να εξηγήσει καλύτερα τα πράγματα, ήταν με χρήματα. Κι όταν όλοι πια καταλάβαιναν, επιτηδευμένα έκπληκτος και χαμογελώντας πονηρά, μοιραζόταν φωναχτά μαζί μας την επιβεβαίωση της θεωρίας του: «κοίτα να δεις που με τα λεφτά το καταλαβαίνουν όλοι!».
Εξαιτίας της οικονομικής ανέχειας υπάρχει, λοιπόν, μια μάλλον ευρεία συνειδητοποίηση ότι όντως αρμενίζουμε στραβά. Αυτό ασκεί στον ψυχισμό αρκετών μια πίεση για δράση που συνοδεύεται πάντα από κάποιους λεπτούς ηθικούς προβληματισμούς και διλήμματα περί του πρακτέου. «Τι παραπάνω μπορώ να κάνω για την πατρίδα;».
Φυσικά, αυτά δεν ισχύουν για τους πορωμένους. Αυτοί συνεχίζουν το βιολί τους ακάθεκτοι. Με περισσότερη λύσσα κι ανηθικότητα είναι δοσμένοι τώρα σε αυτό που ξέρουν να κάνουν καλύτερα: να κατατρώγουν τις σάρκες της καημένης πατρίδας. Πιο πολύ κακό – για πιο λίγο κέρδος απ’ ό,τι παλιότερα…
Οι φιλότιμοι είναι αυτοί που έχουν τις ανησυχίες.
Ο προβληματισμός τους σχετίζεται κυρίως με το εύρος, την ένταση και το είδος (δηλαδή τα ποιοτικά χαρακτηριστικά) της αντίδρασής τους απέναντι στα φαινόμενα του ξεπεσμού και τις αδικίας που βλέπουν γύρω τους. Το συνειδησιακό αυτό ζήτημα που είναι πολύπλοκο και πολυδιάστατο, το ακούω να σιγοβράζει με αντιπαραθέσεις και διαφωνίες μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο κατάθεσης απόψεων, προβληματισμού και διαλόγου των φιλότιμων Ελλήνων. Τα εσωτερικά διλήμματα, χρωματισμένα από την ιδιοσυγκρασία και τις παραστάσεις του καθενός, εξάγονται ως αντιθέσεις στην αναπόφευκτη ζύμωση που πραγματοποιείται στην κοινωνία, ως απότοκη των δυσάρεστων καταστάσεων που βιώνουμε.
Οι αντιθέσεις αυτές, στην αθώα εκδοχή τους, εκφράζουν την αγωνία και την εσωτερική ανάγκη έναρξης μιας συζήτησης για περίπλοκα και λεπτά ζητήματα, σχετικά με προσωπικές αποφάσεις δράσης. Σε μια άλλη, υποβολιμαία εκδοχή, οι διαφωνίες αποτελούν υποθέματα διεκδίκησης πρωτοκαθεδριών στον ευρύτερο χώρο των κινημάτων που προσπαθούν ν’ αντιπαλέψουν το υφιστάμενο πλέγμα εξουσιών και προνομίων σε μια –άνιση μέχρι στιγμής– μάχη.
Την εποχή αυτή χρειάζεται, όσο ποτέ άλλοτε, ένας αξιόπιστος, ισχυρός και βιώσιμος πολιτικός χώρος έκφρασης του φιλότιμου και ανιδιοτελούς (αλλά πολύ καχύποπτου και απαιτητικού πλέον) Έλληνα. Ένας χώρος που θα υπερβαίνει την υπάρχουσα γραμμική αντίληψη «Αριστερά-Κέντρο-Δεξιά»· ένας σχηματισμός που θα τοποθετεί την αυθεντική μας πολιτιστική ταυτότητα και τις γνήσιες πνευματικές μας παρακαταθήκες στον πυρήνα της πολιτικής σκέψης και πράξης.
Η πιθανότητα να δημιουργηθεί ένας νέος τέτοιου είδους πολιτικός σχηματισμός, μέσα από την κοινωνική ζύμωση της κρίσης και του τέλους της εποχής της «Μεταπολίτευσης», ίσως να είναι μικρή.
Αν τώρα οι δυνητικοί υποστηρικτές του υπερεκτιμήσουν ως σημαντική τη διαφορά που εμφανίζουν στο χαρακτήρα και στη διαλεκτική των αντιδράσεών τους απέναντι σε αυτούς που επιβουλεύονται στοιχεία της εθνικής μας ταυτότητας, τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα. Ποια είναι όμως αυτή η εν δυνάμει αποσυσπειρωτική διαφορετικότητα;
Από τη μια είναι η έντονη δράση, η δριμεία κριτική, ο οξύς και φορτισμένος λόγος και η κατά μέτωπο αντιπαράθεση. Η μετωπική σύγκρουση με τα φαινόμενα της αδικίας, τις προσβολές απέναντι στο ελληνικό, ορθόδοξο και δημοκρατικό μας ήθος και τις αποκλίσεις από τις επιταγές του συντάγματος. Η αυστηρή στηλίτευση των πρακτικών αλλοτρίωσης της ιστορίας μας. Ο έλεγχος αυτών που ύπουλα αλλοιώνουν την ορθόδοξη πίστη μας και των αιρετικών αναθεωρητών της. Εκείνων που αυτοαναγορεύονται αυθεντίες και τολμούν να παρερμηνεύουν με τρόπο δόλιο ακόμα και το λόγο των αγίων μας. Κοντολογίς, η μάχη της διατήρησης της εθνικής μας ταυτότητας.
Από την άλλη, υπάρχει ο δρόμος της σιωπής και της προσευχής. Απόφευγε τις αντιπαραθέσεις. Κάνε το καθήκον, δώσε τον αγώνα σου χωρίς πολλά λόγια. Λάμψε με τα έργα σου στη δουλειά, στην οικογένεια και στον κοινωνικό περίγυρο. Έτσι, χωρίς να λες πολλά, θα επηρεάσεις κι ίσως και ν’ αλλάξεις προς το καλύτερο και τους γύρω σου.
Αν χρειαστεί να μιλήσεις, ας είναι ο λόγος σου ήπιος, όχι οξύς∙ ας αποπνέει μια ήσυχη, αγαπητική και συγχωρητική διάθεση.
Αυτές είναι οι δύο φαινομενικά διαφορετικές προσεγγίσεις. Τι πρέπει λοιπόν; Οι πρώτοι να κατηγορούν τους δεύτερους ως άτολμους, ενώ οι δεύτεροι τους πρώτους ως ακραίους που δεν κάνουν καθόλου ελκυστική για τον ουδέτερο ακροατή την έννοια του πατριωτισμού και τη θρησκεία; Μη γένοιτο! Μακριά από αυτό το δηλητηριώδες ψευτοδίλημμα! Όλοι μας πρέπει να λειτουργούμε με διάκριση και όπως οι συνθήκες το απαιτούν, πότε με τον έναν και πότε με τον άλλο τρόπο.
Του Χριστού μιμητές δεν πρέπει να γίνουμε; Δεν φαίνεται λοιπόν ξεκάθαρα, μέσα στο Ευαγγέλιο, πόσο διακριτικά έδρασε ο Κύριος κατά περίπτωση – άλλοτε μειλίχια και άλλοτε απαθώς οργισμένος; Ο ίδιος Χριστός δεν ήταν που αγκάλιασε τον τελώνη με Αυτόν που άρπαξε το φραγγέλιο; «Μεμέρισται ο Χριστός;».
Μέσα στην ενότητα του σώματος του Χριστού δεν μπορεί να υπάρχουν τέτοιες ανυπόστατες έριδες. «Διαιρέσεις διακονιών εισι, και ο αυτός Κύριος». Καλός ο Νέστορας, καλός κι ο Αχιλλέας.