Οι επιλογές ενός λιγότερο ισχυρού κράτους στις σχέσεις του με τα ισχυρότερα δεν περιορίζονται μόνον μεταξύ υποταγής/υποτέλειας και ρήξης/απομόνωσης. Το ζήτημα που τίθεται για μια λιγότερο ισχυρή χώρα στις σχέσεις της με τις ισχυρές είναι το πως αγωνίζεται επιτυχώς για ισότιμες και ισόρροπες σχέσεις.
Στην Κύπρο του 2018, επειδή κάποιοι θεωρούν ότι είμαστε ένοχοι για το ό,τι συνέβη το 1974, μας συμβουλεύουν να αυτοκτονήσουμε.
Με άλλα λόγια το να υποστηρίζεις λύση «δίκαιη» και «βιώσιμη» στη βάση ενός «έντιμου» συμβιβασμού σημαίνει κατ’ ανάγκη υποτέλεια και συρρικνώσεις κυριαρχίας. Όπως, για παράδειγμα, να υποστηρίζεις μια λύση στη βάση του διοικητικού και γεωγραφικού διαχωρισμού της Κύπρου, με παραχωρήσεις μάλιστα αριθμητικής ισότητας ή ακόμη συγκυριαρχίας στην κεντρική κυβέρνηση, και να παζαρεύεις την εκ περιτροπής προεδρία αλλά αυτή τη λύση να την ονομάζεις «επανένωση» και να έχεις την ψευδαίσθηση ότι αυτό αποτελεί υλοποίηση του στρατηγικού σου στόχου, δηλαδή της απελευθέρωσης της πατρίδας σου από την Τουρκία.
Κατά την πρόσφατη παράνομη επίσκεψή του στα Κατεχόμενα ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου έθεσε προς συζήτηση τη λύση των δύο κρατών. Βεβαίως όταν οι Τούρκοι μιλούν για δύο κράτη εννοούν είτε την αναγνώριση του ψευδοκράτους με τον ταυτόχρονο γεωστρατηγικό έλεγχο ολόκληρου του νησιού, είτε μια λύση χαλαρής ομοσπονδίας εντός της οποίας η Τουρκία θα έχει ρόλο μετά τη λύση και ταυτοχρόνως θα συμμετέχει αποκλειστικώς στο σύστημα της ασφάλειας του νέου κράτους που θα προκύψει (κυρίως στη θάλασσα και τον αέρα). Με άλλα λόγια, όταν η Τουρκία μιλά για λύση δύο κρατών εννοεί την ύπαρξη ενός τουρκικού κράτους στον Βορρά και ενός ελληνοτουρκικού στον Νότο, με την προοπτική τουρκοποίησης και του νοτίου.
Μπορεί κάποιοι, επικαλούμενοι ανεπιβεβαίωτες διαρροές από τα Κατεχόμενα, να θέλουν να παρουσιάσουν τον Μουσταφά Ακιντζί ως διαφωνούντα ή ακόμη και ως συγκρουόμενο με την προσέγγιση της Άγκυρας, αλλά κάτι τέτοιο μάλλον κινείται στη σφαίρα της φαντασίας και του ευσεβοποθισμού. Απλώς υπενθυμίζεται επί τούτου ότι όταν ανέλαβε καθήκοντα, ο κατοχικός ηγέτης επιχείρησε να ψελλίσει τη σκέψη του για μια άλλη προσέγγιση σε σχέση με την Τουρκία, για να λάβει την αυστηρή απάντηση –και αρκούντος ενδεικτική του πατρικού ρόλου της Τουρκίας– από τον Ερντογάν: «Τ’ αυτιά του ακούνε αυτά που λέει;» (27 Απριλίου 2015). Έκτοτε βεβαίως ο κατοχικός ηγέτης σήμανε σιωπητήριο ως προς τη νέα προσέγγιση και επαναλαμβάνει τα διαβιβαζόμενα από την Τουρκία.
Συνεπώς είναι προφανές ότι στα Κατεχόμενα ο Τσαβούσογλου πήγε για να δώσει εντολές, και τα τουρκοκυπριακά κόμματα δεν έχουν άλλη επιλογή από το να προσαρμόσουν πλέον τόσο τη ρητορική όσο και την πρακτική τους στις επιλογές της Τουρκίας.
Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η Άγκυρα μετά το αδιέξοδο των συνομιλιών στο Κραν Μοντανά εφαρμόζει το Σχέδιο Β. Διαρρέει τις ιδέες της και αρχίζουν οι υπόλοιποι να τις συζητούν, όπως ακριβώς συμβαίνει τώρα με την ιδέα των δύο κρατών. Με άλλα λόγια, κάνει την επόμενή της κίνηση όταν η ελληνική πλευρά προσπαθεί να αντιδράσει, πλειστάκις ανεπιτυχώς, στην προηγούμενή της. Στην ίδια λογική εγγράφεται και η επ’ εσχάτων κίνηση του Ακιντζί να δηλώσει ότι αποδέχεται το πλαίσιο Γκουτέρες. Αφού δηλαδή η Τουρκία, μέσω της καταναγκαστικής διπλωματίας, αμφισβήτησε τα δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΑΟΖ, επιβάλλοντας τη λογική των γκρίζων ζωνών, έρχεται τώρα μέσω της παραχώρησης ενός δίλεπτου πρωταγωνιστικού ρόλου στον κομπάρσο Ακιντζί προκειμένου να μας σύρει σε συνομιλίες και να μετατρέψει τις επεκτατικές της αξιώσεις στην Κύπρο σε δικοινοτικά ζητήματα.
Η ιδέα των δύο κρατών επανήλθε επ’ εσχάτων αλλά δεν συζητείται μόνο στην τουρκική πλευρά. Ήδη άρχισε να συζητείται και σε κάποιους κύκλους στις ελεύθερες περιοχές. Όχι μόνο από κάποιους ξέμπαρκους της πολιτικής αλλά και σε σαλόνια υψηλών πολιτικών δωμάτων, οι οποίοι υπογείως διαρρέουν διάφορα σενάρια, σερβίροντάς τα μάλιστα με το πιάτο του ρεαλισμού και της σωφροσύνης. Αυτό το οποίο επιδιώκει σήμερα η Τουρκία είναι να μας σύρει σε συνομιλίες, να οδηγήσει τις συνομιλίες σε αδιέξοδο και εν συνεχεία να μας εκβιάσει με την απειλή των δύο κρατών προκειμένου να συμβιβαστούμε στο τέλος με αυτά που θέλει η ίδια.
Ό,τι όμως και να συζητεί η Τουρκία, αυτό που έχει ως στρατηγικό στόχο είναι στο τέλος ο στρατηγικός έλεγχος της Κύπρου να βρίσκεται στα δικά της χέρια.
Βεβαίως μας ανησυχεί το ενδεχόμενο τουρκοποίησης των Κατεχομένων, αλλά περισσότερο μας ανησυχεί μια κακή λύση να μην τουρκοποιήσει και τις ελεύθερες περιοχές. Αν Τουρκία δεν βιάζεται για καλή λύση, δεν σημαίνει ότι εμείς θα βιαζόμαστε για κακή λύση, για λύση εθνικής αυτοκτονίας. Θέλουμε λύση δίκαιη και βιώσιμη, και όχι την όποια λύση, την οποία να επιβάλλει ο ρεαλισμός των τουρκικών όπλων. Θέλουμε λύση δίκαιη και βιώσιμη αλλά όχι λύση που να δίδει ρόλο στην Τουρκία μετά τη λύση. Θέλουμε δίκαιη και βιώσιμη λύση και όχι λύση που αντί για επιστροφή στην κατεχόμενη γη μας θα δίδει την ευκαιρία σε λίγους να αποκτήσουν εξοχικά στο τουρκικό συνιστών κρατίδιο. Τέλος, αν οι θιασώτες της όποιας λύσης δικαιούνται να έχουν τις όποιες απόψεις, τότε γιατί οποιοσδήποτε άλλος δεν δικαιούται να έχει διαφορετική άποψη;
Χρήστος Ιακώβου