Στο άρθρο μας της Παρασκευής αναφερθήκαμε στην απόπειρα σπίλωσης και συκοφάντησης του γράφοντος από ένα στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ και από μια δημοσιογράφο προσκείμενη στη ΝΔ, με τους παρισταμένους πολιτικούς και δημοσιογράφους, πλην Παπαδάκη και Σιωμόπουλου να παίζουν το ρόλο τού… Πόντιου Πιλάτου.
Ο λόγος της σπίλωσης ήταν η δήλωση-παραίνεση, που έγινε και με ελαφρώς σκωπτική διάθεση, «η Σχολή Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών να κάνει μαθήματα στους πολιτικούς μας, για να μάθουν να κάνουν δηλώσεις».
Κι αυτό γιατί μπορεί τα λόγια και οι δηλώσεις των πολιτών και των δημοσιογράφων-δημοσιολογούντων να έχουν τη σημασία τους, όμως οι δηλώσεις των πολιτικών, και κυρίως των υπουργών, δεσμεύουν την Ελλάδα και έχουν σοβαρότατες συνέπειες στα συμφέροντα, τις εθνικές υποθέσεις και την εθνική άμυνα της χώρας.
Συγκεκριμένα, όσον αφορά τα εξοπλιστικά προγράμματα, ακριβώς επειδή έχουν να κάνουν με τον αμυντικό σχεδιασμό της χώρας –πράγμα που σημαίνει ότι είναι απόρρητα οι επαφές, κρούσεις, συνομιλίες και διαπραγματεύσεις που σχετίζονται με προμήθεια στρατηγικού χαρακτήρα οπλικών συστημάτων–, η αρχή της τήρησης του απορρήτου πρέπει να τηρείται απαρέγκλιτα.
Η μόνη περίπτωση που αποκαλύπτονται στοιχεία προμήθειας και διαπραγμάτευσης ενός τέτοιου όπλου, είναι η εξής:
Το αφήνεις να διαρρεύσει ή το κοινοποιείς με δήλωση κάποιου κυβερνητικού αξιωματούχου, για να προκαλέσεις το ενδιαφέρον κάποιας άλλης δύναμης και να πετύχεις άλλα οφέλη (στρατιωτικού, πολιτικού ή γεωπολιτικού χαρακτήρα).
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Τουρκία, που εδώ και 30 χρόνια διαπραγματεύεται την αγορά συστήματος αεροπορικής άμυνας υψηλών υψών με περισσότερες από μία χώρες, προσδοκώντας πολιτικά οφέλη κατά τη διάρκεια του διεθνούς διαγωνισμού και των διαπραγματεύσεων από όλες τις εμπλεκόμενες χώρες, σε μια σειρά από ζητήματα όπως είναι το Κουρδικό, το πάγωμα της αναγνώρισης της γενοκτονίας των Αρμενίων, το Κυπριακό, το Αιγαίο κ.ά.
Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, η πρώιμη εξαγγελία αγοράς των S-400 από τη Ρωσία, που έγινε με στόχο τον εκβιασμό του ΝΑΤΟ και κυρίως των ΗΠΑ, για να υποχωρήσουν από την πολιτική συνεργασίας με τους Κούρδους της Συρίας, που θεωρείται ότι αποτελεί στρατηγικού χαρακτήρα απειλή για την εθνική ασφάλεια και την ακεραιότητα της Τουρκίας.
Ας έλθουμε τώρα στην περίπτωση της Ελλάδας. Η κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή, με υπουργό τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη, έκανε συνομιλίες και διαπραγματεύσεις πάνω σε σοβαρότατα θέματα αμυντικής συνεργασίας με τη Γαλλία, ένα από τα οποία ήταν η προμήθεια ή ενοικίαση των γαλλικών φρεγατών τύπου FREMM, που θεωρούνται στρατηγικό όπλο και μπορούν να εξισορροπήσουν την ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο, που τείνει να ανατραπεί.
Εξ όσων ενθυμούμαι ούτε δηλώσεις είχαν γίνει, ούτε προσπάθειες εντυπωσιασμού της κοινής γνώμης από τους τότε κυβερνητικούς αξιωματούχους.
Το θέμα είχε έλθει και πάλι στο προσκήνιο του 2013, με την επίσκεψη Ολάντ στην Ελλάδα, και τότε ο Αλέξης Τσίπρας είχε δηλώσει επί λέξει τα εξής: «Είναι οξύμωρο και αναρωτιέται κανείς πώς είναι δυνατόν σε μια περίοδο κρίσης, σε μια περίοδο που ζητάμε βοήθεια από τους εταίρους αυτοί να απαιτούν, να τους δίνουμε χρήματα για να νοικιάζουμε οπλικά συστήματα. Οι γνώστες μάλιστα, οι βαθύτεροι γνώστες των τεχνικών ζητημάτων με ενημερώνουν ότι αυτά τα πλοία είναι πλοία ακατάλληλα για τη χώρα μας, διότι είναι πλοία ανθυποβρυχιακού αγώνα και μάλιστα σε ανοικτές θάλασσες, όχι σε κλειστές θάλασσες όπως το Αιγαίο. Και προβλέπεται μάλιστα να τα νοικιάσουμε 200.000.000 το χρόνο για μια πενταετία, δηλαδή 1 δισ. στην πενταετία. Με δυο λόγια, από τη μια τσέπη βγαίνει η βοήθεια, από την άλλη μπαίνει. Το είχε πει αυτό και ο Κον Μπεντίτ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, είχε απόλυτο δίκιο».
Τώρα, εν έτει 2018, η κατάσταση έχει αλλάξει, όπως έχουν μεταβληθεί τα γεωπολιτικά δεδομένα. Ο Τσίπρας είναι πρωθυπουργός, η ισορροπία στο Αιγαίο τείνει να ανατραπεί εις βάρος της Ελλάδας, ακριβώς επειδή τότε δεν λειτούργησε με εθνική υπευθυνότητα και δεν «έβαλε πλάτη», ούτως ώστε να κρατηθεί η ισορροπία στο Αιγαίο.
Γιατί τώρα, σ’ αυτήν ακριβώς την ανατροπή των συσχετισμών στηρίζεται ο Ερντογάν και θέτει με πολύ πιο επιθετικό τρόπο τις απαράδεκτες διεκδικήσεις του στο Αιγαίο καθώς και το ζήτημα της αναθεώρησης της Συνθήκης της Λοζάνης.
Σ’ αυτήν τη συγκυρία η Γαλλία επανακάμπτει και αυξάνει τη γεωπολιτική της επιρροή στη Συρία με την υποστήριξη των ΗΠΑ, στην Κύπρο μέσω TOTAL, και είναι ευκαιρία να ενισχύσει την παρουσία της στο Αιγαίο, μεταξύ άλλων και με ένα στρατηγικό οπλικό σύστημα.
Στη λογική αυτή, εκτιμούμε, έγινε η συζήτηση του Τσίπρα με τον Μακρόν για την ενοικίαση των δυο φρεγατών από το ένδοξο ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό, αλλά και η διαβεβαίωση του Γάλλου προέδρου, ο οποίος απαντώντας σε ερώτηση ευρωβουλευτών είπε ότι η αμυντική συνεργασία και η αλληλεγγύη στην ΕΕ είναι προτεραιότητα για τη χώρα του και τόνισε ότι όπως η Γαλλία έχει εκφράσει την υποστήριξή της στη Μεγάλη Βρετανία, σε περίπτωση που η χώρα δεχθεί εξωτερική απειλή, το ίδιο έχει κάνει και με την Ελλάδα, και έχει διαβεβαιώσει σχετικά και τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα.
Ενώ λοιπόν δημιουργείται ένα πλαίσιο που μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά στην ενίσχυση της γεωπολιτικής θέσης και της άμυνας της Ελλάδας και της Κύπρου, βγαίνει στο «ξεκούδουνο» ο Φώτης Κουβέλης και κάνει τις αχαρακτήριστες εκείνες δηλώσεις, που δημιούργησαν εσωτερικό πρόβλημα στη Γαλλία και προκάλεσαν αντιδράσεις στη Γερμανία και όχι μόνο.
Και ερωτώ τώρα: Πέρα από την παραίτηση, που έπρεπε να γίνει χθες, υπάρχει ή όχι ανάγκη μαθημάτων, για να μάθουν οι πολιτικοί μας να κάνουν δηλώσεις;
Πόσο άλλο να αντέξει αυτή η χώρα την πολιτική ιδιωτεία; Πόσο;