Τη Μεγάλη και Αγία εβδομάδα των παθών του Κυρίου μας κατεξοχήν πρέπει να φέρνουμε στο μυαλό μας, όσο το μπορούμε, εκείνο το περίφημο «Χριστώ συνεσταύρωμαι» του Αποστόλου Παύλου. Κι αν το κάνουμε αυτό για λίγο, αμέσως θα συμπονέσει η καρδιά μας τους συνανθρώπους γύρω μας που σταυρώνονται και περνάνε κι αυτοί μαρτύρια, σωματικά και ψυχικά.
Έτσι έγινε και πήγε και μένα το μυαλό μου χρόνια πίσω και χιλιόμετρα μακριά…
Στην πόλη της Αμερικής που τη λένε Βοστόνη, συνήθιζα να εκκλησιάζομαι στην εκκλησιά του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή που βρίσκεται σε μια περιοχή που ονομάζεται South End. Ιερέας εκεί ήταν τότε ο παπα-Αναστάσης, ιερομόναχος από την Ελλάδα που έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο Harvard. Στο ψαλτήρι και σε άλλα καθήκοντα βοηθού ήταν ο Ανδρέας, Έλληνας εκ Βορείου Ηπείρου που σπούδαζε κι αυτός. Ο Θεός να τους έχει καλά, γιατί πολύ αναπαύαν την ψυχή μου όχι μόνο με τις κατανυκτικές ακολουθίες, αλλά και με τις συζητήσεις και την ευλογημένη παρέα τους.
Αν πάει κανένας σας σε αυτήν την Εκκλησιά, θα προσκυνήσει μπαίνοντας μια μεγάλη φορητή εικόνα του Αϊ-Γιάννη του Πρόδρομου. Ο πάτερ Αναστάσιος παράγγειλε να την ιστορήσουν στην Αθήνα. Η μητέρα του μου την έστειλε στη Θεσσαλονίκη, όπου βρισκόμουν για τις διακοπές του Πάσχα. Ύστερα από μερικές μέρες, όταν επέστρεψα στη Βοστόνη, την κουβάλησα μέσα σε μια μεγάλη αποσκευή και την πήγα στο Ναό.
Αυτό που έκανα ίσως να μην είναι και τόσο σημαντικό, αλλά εγώ το έχω μεγάλο καμάρι και το θεωρώ σαν ένα από τα μεγαλύτερα κατορθώματα της ζωής μου. Έχω να το λέω πως πέταξα μέχρι την άλλη πλευρά του Ατλαντικού κουβαλώντας την εικόνα του πιο σπουδαίου άντρα σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου μας («ουκ εγήγερται εν γεννητοίς γυναικών μείζων Ιωάννου του βαπτιστού»). Κάνω όνειρα πως όταν έρθει η ώρα μου να τα κακαρώσω, μπορεί ο Αϊ-Γιάννης να μου ανταποδώσει τη μικρή χάρη με μια μεγάλη:
Να κουβαλήσει, λέει, πετώντας με τα φτερά του, την «κατ’ εικόνα» ψυχή μου μέχρι τα πόδια του Χριστού, περνώντας με ανενόχλητο από όλους τους ελέγχους και τα τελωνεία (ή μάλλον τα τελώνια).
Νά όμως γιατί θυμήθηκα Μεγαλοβδομαδιάτικα τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο στη Βοστόνη. Ήταν μια Κυριακή μετά τη Θεία Λειτουργεία που κατέβηκε όλο το εκκλησίασμα κάτω στην μεγάλη αίθουσα στο υπόγειο του ναού για καφέ και γεύμα. Γιατί έτσι ήταν το συνήθειο εκεί. Με αφορμή τα μνημόσυνα, οι καλές κυρίες της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας ετοίμαζαν χίλια δυο εδέσματα και κεράσματα. Με πόσο μεγάλη αγάπη αγκάλιαζαν εμάς που είχαμε καταφθάσει πρόσφατα από τη μητέρα πατρίδα! «Φάε καλό παιδί, φάε γιατί είσαι μακριά απ’ το σπίτι κι είσαι και μαθητής».
Ολόκληρος γάιδαρος ήμουνα, και με βλέπανε για παιδί και μαθητή∙ κι αν μπορούσανε να με ταΐζουνε στο στόμα σαν μωρό κι αυτό θα το κάνανε – τέτοιο φιλότιμο και φιλανθρωπία και φιλοπατρία είχανε!
Εκείνη τη μέρα, λοιπόν, κάθισα σ’ ένα τραπέζι με τον κυρ Βασίλη – γλυκύτατος και πονόψυχος άνθρωπος του Θεού, καλή του ώρα. «Θέλεις να πάμε μετά από εδώ στο νοσοκομείο;», με ρώτησε. Έχει φέρει την άρρωστη κόρη του απ’ την Ελλάδα ένας παππούλης… Πάμε να τους δούμε; Πώς να έλεγα όχι. Πήγαμε. Κι αυτή η εμπειρία με σημάδεψε…
Όγδοος όροφος του Chldren’s hospital. Ένας ξερακιανός, μικροκαμωμένος, βιβλικός παππούλης στεκόταν όρθιος στο διάδρομο.
Η πόρτα του θαλάμου ανοιχτή∙ κι εκεί η όμορφη κόρη κατακομμένη με καλώδια παντού. Τόσο χλομό, τόσο όμορφο, τόσο γαλήνιο πρόσωπο. Λέμφωμα, κατακομμένη παντού∙ τόσο νέα. Είπαμε λόγια παρηγοριάς… (Χαμογέλα. Συγκρατήσου!).
Πέρασε η ώρα, να πάμε τώρα κι εμείς… Του φιλήσαμε το χέρι. Την ευχή σας.
Μόλις έκλεισε η πόρτα του ασανσέρ στον όγδοο, γίνανε μέσα μου τόσο πολλά μέχρι να πιάσουμε το μηδέν… Λύθηκαν τα γόνατα, λύθηκαν και τα μάτια μου. Σπάραξα. Μίσησα τον καρκίνο, κι έδωσα υπόσχεση πως θα τον ερευνήσω για να τον πολεμήσω με ό,τι δυνάμεις έχω και δεν έχω. Κι ένα λιθαράκι να βάλω, ώστε κάποια στιγμή να νικήσει η ανθρωπότητα αυτόν τον καταραμένο φονιά, ευχαριστημένος θα ’μαι. Αλλά το πιο σημαντικό που έγινε ήταν πως για λίγη ώρα (από τον όγδοο στο ισόγειο) ένιωσα τι θα πει «Χριστώ συνεσταύρωμαι».
Συμπάσχοντας γνήσια με τον πονεμένο συνάνθρωπο, συνάντησα για λίγο τον Εσταυρωμένο μέσα σ’ ένα ασανσέρ νοσοκομείου.
Αυτήν τη Μεγάλη και Αγία εβδομάδα των παθών του Κυρίου μας ας απλώσουμε όλη μας την αγάπη, προσευχόμενοι με θέρμη και δάκρυα για τους ξενιτεμένους, τους αιχμαλώτους, τους κυνηγημένους «ένεκεν δικαιοσύνης», τους κατατρεγμένους, τους πεινασμένους, τους φτωχούς, τους ανέργους, τους φυλακισμένους και τα θύματα του πολέμου. Ας παρακαλέσουμε να στηρίξει ο Θεός όσους είναι σε ανάγκη και κίνδυνο∙ αλλά και τον καλό αγώνα των ιερέων, μοναχών, ασκητών, ερημιτών και –προπαντός– των ιεραποστόλων της πίστης μας. Αλλά το πιο πολύ να Τον ικετέψουμε να γιατρέψει όλους τους αρρώστους και ειδικά τους καρκινοπαθείς.
Ίσως έτσι να γευτούμε λίγο τι θα πει «Χριστώ συνεσταύρωμαι∙ ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός».