Δεν είναι μόνο η οικονομία την οποία οι κυβερνώντες για πολλά χρόνια την Ελλάδα –αλλά και οι σημερινοί– οδήγησαν από αδιέξοδο σε αδιέξοδο. Είναι και τα εθνικά θέματα, αλλά και πολιτικές που ευνούχισαν τις Ένοπλες Δυνάμεις.
Ως συνήθως, όλα εκλαμβάνονται στραβά στη χώρα από την πολιτική ηγεσία. Η στροφή της Ευρώπης προς την ήπια πολιτική εξελήφθη από τις ελληνικές κυβερνήσεις ως εγκατάλειψη του στρατεύματος.
Μια αντίληψη ευδαιμονίας με κάθε τίμημα κυριάρχησε κυρίως από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, και έννοιες όπως πατρίδα, εθνική κυριαρχία, εθνικό συμφέρον, προάσπισή τους, Ένοπλες Δυνάμεις κτλ. ενοχοποιήθηκαν από μια κλίκα «διανοουμένων» την οποία προσεταιρίστηκε ο τότε πρωθυπουργός, αποδέχθηκε την ιδεολογία τους και την κατέστησε κυρίαρχη, αν και αριθμητικά είναι αναντίστοιχη με το κακό που έχει κάνει.
Το κακό το βλέπουμε σήμερα. Ενώ η Τουρκία εξοπλίστηκε σαν αστακός και απειλεί την εθνική κυριαρχία της χώρας, η ελλαδική πλευρά δείχνει αδυναμία να υπερασπίσει τα συμφέροντά της.
Και δεν είναι μόνο οι σχέσεις με την Τουρκία όπου εκδηλώνεται αυτή η αδυναμία. Ακόμη και στις σχέσεις με τα γειτονικά Σκόπια, με τα οποία η κάθε είδους σύγκριση ευνοεί την Ελλάδα, εκδηλώνεται μια τρομερή αδυναμία να προωθηθούν τα ελληνικά συμφέροντα. Και αυτό, παρά τα γεγονός πως η κύρια αιτία της διαμάχης, το όνομα της γειτονικής χώρας, ευνοεί συντριπτικά τις ελληνικές θέσεις.
Το ίδιο και με την Αλβανία. Εκατοντάδες χιλιάδες Αλβανοί βρέθηκαν, επιβίωσαν και πλούτισαν στην Ελλάδα, και το ελληνικό κράτος όχι μόνο δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει τον κόσμο αυτό για τη διαμόρφωση ενός θετικού κλίματος στο λαό της γειτονικής χώρας, αλλά πέτυχε το ακριβώς αντίθετο. Υποτίθεται, ακόμη, πως εδώ που έφτασαν τα πράγματα, κύριο όργανο άσκησης της εξωτερικής πολιτικής της χώρας είναι η συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα Τίρανα επιθυμούν σφόδρα να γίνουν μέλος της Ένωσης και, παρά την επιθυμία τους αυτή, αρνούνται να διευθετήσουν εκκρεμότητες με την Αθήνα – απαραίτητη προϋπόθεση για την ένταξή τους στην Ευρώπη. Αντιθέτως, επηρεάζονται από την Τουρκία η οποία δεν είναι μέλος της Ένωσης.
Όλα αυτά δείχνουν πλήρη εγκατάλειψη των δομών του κράτους και των λειτουργιών του. Μια ιδεολογία παραίτησης κυριάρχησε από το ΄90 και εδώ, και το αποτέλεσμα είναι εμφανές.
Εκεί που τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα είναι οι σχέσεις με την Τουρκία. Τα όργανα του ελληνικού κράτους δεν έχουν συνειδητοποιήσει πως η ανατολική χώρα δεν ιδρώνει ιδιαιτέρως σήμερα με την επίκληση του Διεθνούς Δικαίου, και η μόνη γλώσσα που μιλά είναι η ισχύς.
Η υπόθεση των οκτώ τούρκων στρατιωτικών και των δύο Ελλήνων ομήρων είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις αδυναμίας αποτελεσματικής υποστήριξης των αρχών της ελληνικής πολιτικής.
Αν και ο πλήρης εκφυλισμός της πολιτικής ισχύος άρχισε ιδεολογικά από τα μέσα του ’90 όπως προαναφέρθηκε, η αδυναμία στην ισορροπία μεταξύ των δύο χωρών υπήρχε από την επομένη της Λοζάνης, παρά τα αντιθέτως θρυλούμενα. Και αυτό έπρεπε να ανησυχήσει τις πολιτικές εξουσίες από τότε.
Ενώ η Τουρκία ακολούθησε μια προγραμματισμένη εξωτερική πολιτική με στόχο την ισχυροποίησή της, η Ελλάδα, όπως δείχνουν τα πράγματα, δεν έδωσε την απαιτούμενη προσοχή ή δεν μπόρεσε να κυβερνηθεί από ικανές προσωπικότητες. Αυτό δείχνει το αποτέλεσμα.
Οι αγιογραφικές προσπάθειες των κυβερνητών της με την απόσταση της σημερινής ματιάς καταρρέουν.
Η Αθήνα δεν βρίσκεται σε δύσκολη θέση διαχείρισης των σχέσεών της με την Άγκυρα μόνο σήμερα, με την υπόθεση των «οκτώ». Βρέθηκε και στη δεκαετία του ’20, όταν κατηγορήθηκε ότι ευνοούσε τους «συντηρητικούς» κύκλους της μειονότητας στην αντιπαράθεσή τους με τους «νεωτεριστές» κεμαλικούς.
Αναφέρομαι στη γνωστή υπόθεση του Μουσταφά Σαμπρί, του τελευταίου θρησκευτικού ηγέτη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που κατέφυγε με μια δυναμική μουσουλμανική ομάδα («παλαιομουσουλμάνοι») στη Θράκη, αντικεμαλικού φρονήματος και προσηλωμένη στο Κοράνι. Αυτού του κλίματος ήταν και η πλειοψηφία της μειονότητας. Αυτή η ομάδα θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ισχυρός ανασταλτικός παράγοντας στη διείσδυση του τουρκισμού στη Θράκη, αλλά το ελληνικό κράτος όχι μόνο δεν κατάφερε να την αξιοποιήσει αλλά αναγκάστηκε και να την απελάσει κατά τη δεκαετία του ’30. Βεβαίως και το πλήρωσε.
Ας έχουν υπόψη τους στην Αθήνα τα γνωστά, ιστορικά, παραδείγματα.
Η Ελλάδα έχει ατυχήσει στην ανάδειξη υψηλού διαμετρήματος πολιτικών ηγετών. Αντιθέτως, σε μια από τις πιο κρίσιμες στιγμές της ιστορίας της, στην Τουρκία υπάρχει μια οραματική και ικανή πολιτική ηγεσία. Η σύγκριση είναι καταλυτική σε βάρος μας.
Για λόγους που έχουν και πάλι να κάνουν με την αποδόμηση κάθε αξιακού συστήματος προς όφελος της προώθησης μιας παγκοσμιοποιημένης λογικής, επικράτησε η αντίληψη πως η χώρα, αφού είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί να κυβερνηθεί από τοπικούς νομάρχες, με χαρακτηριστικά και ικανότητες νομαρχών και όχι ηγετών.
Το αποτέλεσμα είναι αυτό που βιώνουμε σήμερα, όχι μόνο σε ό,τι αφορά τα κυβερνητικά στελέχη αλλά το σύνολο των αρχηγών του πολιτικού φάσματος. Δεν γνωρίζω αν θα μπορούσε να είναι χειρότερο.
Δεν είναι μόνο η Ελλάδα που στην ιστορία της χρειάστηκε να λάβει κρίσιμες αποφάσεις για το μέλλον της και αναζήτησε τους κατάλληλους ηγέτες.
Το τελευταίο διάστημα μια από τις εμβληματικές κινηματογραφικές ταινίες είναι Η πιο σκοτεινή ώρα. Μια προσπάθεια καταγραφής της ανάδειξης του Τσόρτσιλ στην ηγεσία του Συντηρητικού Κόμματος της Βρετανίας μετά την αποτυχημένη προσπάθεια του Νέβιλ Τσάμπερλεν και του Λόρδου Χάλιφαξ να αναχαιτίσουν την επιθετικότητα του Χίτλερ.
Όταν το Συντηρητικό Κόμμα αμφισβήτησε τον Τσάμπερλεν και την πολιτική του, οι βαρόνοι του πρότειναν την ηγεσία στον Χάλιφαξ. Την αρνήθηκε. «Δεν ήρθε ακόμη η ώρα μου», φαίνεται να είπε. Αλλά μάλλον δεν μπορούσε να σηκώσει το βάρος της στιγμής. Δεν ήταν ηγέτης. Οι ώρες ήταν κρίσιμες. Και μετά την άρνηση αυτή προτάθηκε ο Τσόρτσιλ, τον οποίο δεν ήθελαν λόγω κυρίως του χαρακτήρα του, αλλά του χρέωναν τις ευθύνες για την αποτυχημένη εκστρατεία της Καλλίπολης.
Στην ταινία φαίνεται καθαρά τι σημαίνει ηγεσία σε κρίσιμες ώρες. Σε αντίθεση με το δίδυμο Τσάμπερλεν-Χάλιφαξ, το οποίο περιέλαβε στο Πολεμικό Συμβούλιο, ο Τσόρτσιλ είχε σαφή αντίληψη και των προθέσεων και του τρόπου αντιμετώπισης της χιτλερικής επιθετικότητας. Δεν πίστευε στην κατευναστική πολιτική και επέβαλε την άποψή του πως η Γερμανία μόνο με πόλεμο μπορεί να αντιμετωπιστεί. Την άποψη αυτή είχε μόνο αυτός. Και διαπίστωσε πως την είχε και ο βρετανικός λαός.
Φαίνεται ακόμη η μοναξιά του ηγέτη και η τραγωδία που βιώνει όταν έρχεται στο δίλημμα να σώσει 300.000 Βρετανούς στρατιώτες που υποχωρούσαν στο λιμάνι της Δουνκέρκης ή 4.000 άνδρες στο φυλάκιο του Καλέ. Παρά τις δυσκολίες, πήρε απόφαση. Και την χρεώθηκε. Δεν κρύφτηκε. Είχε άποψη, είχε αντίληψη των πραγμάτων, είχε το θάρρος να αναμετρηθεί με τη στιγμή.
Ήταν ηγέτης και τον έγραψε η Ιστορία.
Δυστυχώς, στη δική μας εθνική εμπειρία δεν έχουμε πλέον ηγέτες. Σε πολύ κρίσιμες ώρες. Έχουμε αποσαθρωμένους θεσμούς, την ιδεολογική κυριαρχία μιας αποδομητικής αντίληψης και πολιτικούς ηγέτες μεγέθους προέδρου πολυκατοικίας.
Τι θα μας σώσει; Η εκτίμηση όλων των δυνάμεων ότι χρειάζεται να υπάρχουμε αλλά και η ανεξέλεγκτη αποφασιστικότητά μας όταν συνειδητοποιήσουμε, ως λαός, ότι δεν πάει άλλο πίσω.
Όσοι γείτονες επιβουλεύονται εμάς, ως λαό, και την ύπαρξή μας σ αυτήν την περιοχή, ας εστιάσουν σ’ αυτήν την αποφασιστικότητα. Όχι στο είδος των ηγετών μας. Θα είναι προς όφελός τους.