Όταν κήρυξε το λόγο της σωτηρίας ο Χριστός στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Ναζαρέτ, οι συμπατριώτες του τον αντιμετώπισαν με σκεπτικισμό. Εκεί είναι που είπε το περίφημο «πουθενά δεν καταφρονείται τόσο ένας προφήτης όσο στην πατρίδα του και μέσα στο ίδιο του το σπίτι».
Γι’ αυτό, «ουκ εποίησεν εκεί δυνάμεις πολλάς δια την απιστίαν αυτών». Δηλαδή, δεν έκανε στη Ναζαρέτ τόσα πολλά θαύματα, όσα συνήθιζε να κάνει σε άλλα μέρη.
Είναι λοιπόν μερικοί που παρεξηγούν αυτό το χωρίο του Ευαγγελίου και νομίζουν ανοήτως πως το θαύμα του Θεού έχει μηχανισμό. Ότι υπόκειται, δηλαδή, σε κάποια τεχνική μεθοδολογία της οποίας αναπόσπαστο κομμάτι είναι η πίστη του ανθρώπου. Σαν κάπως να τρέφεται ο Θεός από την πίστη του ανθρώπου, για να μπορέσει να βρει τη δύναμη ώστε να πραγματοποιήσει το θαύμα. Τέτοιου είδους επικών διαστάσεων μπούρδες καταντάει να λέει κανείς όταν προσπαθεί να ερμηνεύσει με την πεπερασμένη λογική και εμπειρία του τα υπερφυσικά θαύματα του Παντοδύναμου.
Καμιά ανάγκη δεν έχει ο Θεός· ούτε την πίστη, ούτε τη λατρεία του ανθρώπου χρειάζεται για να πραγματώσει σε χρόνο μηδέν το θέλημά Του. Ποιος όμως είναι ο λόγος για τον οποίο, πράγματι, ορισμένες φορές απαιτείται η πίστη του ανθρώπου για το θαύμα; Ποιος είναι ο λόγος που ο Κύριος επαινεί την πίστη και την ανταμείβει με ευεργεσία σε τόσα πολλά περιστατικά που περιγράφονται στο Ευαγγέλιο;
Αυτός είναι ο πραγματικός λόγος: ο απόλυτος σεβασμός του Θεού στην ελευθερία του ανθρώπου.
Μας φαίνεται τόσο περίεργο που ο Χριστός ρωτάει πριν θεραπεύσει τον κάθε άτυχο και κακόμοιρο ασθενή: «Θέλεις υγιής γενέσθαι;». Τόσο αδιαπραγμάτευτα σέβεται ο Θεός την ελευθερία και το αυτόβουλο του ανθρώπου, που ακόμα και για να τον ευεργετήσει ζητά την άδειά του. Τι σεβασμός! Τι ευγένεια! Τι λεπτότητα!
Ως παντογνώστης, όμως, δεν μένει σε αυτό που ο άνθρωπος λέει με το στόμα. Επειδή βλέπει κάθε παραμικρή κίνηση της καρδιάς και του νου του, αναζητά την πίστη ως άδεια (και όχι ως μηχανιστική αναγκαιότητα) για τη θαυματουργική επέμβασή Του. Διαβλέπει τη βαθύτερη προαίρεση της ψυχής κάθε ανθρώπου ώστε να μην προσβάλει την ελευθερία του ακόμα και με μια δωρεά.
Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο ελεύθερο κι έτσι τον θέλει να είναι.
Για να τον ελευθερώσει από τις κακές του επιλογές που τον κατέστησαν δέσμιο της φθοράς, του θανάτου και της απώλειας, δεν του επέβαλε στανικώς την ορθοπραξία. Αντίθετα, έλαβε «δούλου μορφή» και θυσιάστηκε στο Σταυρό. Τα γεγονότα είναι ξεκάθαρα, αποστομωτικά και συντριπτικά. Αν ο Παντοδύναμος Δημιουργός σέβεται την ελευθερία τού κάθε ανθρώπου, πώς εσύ φθαρτέ εξουσιομανή δυνάστη την επιβουλεύεσαι και δεν σέβεσαι τα εύλογα δικαιώματα του συνανθρώπου σου;
Οι Έλληνες αγωνιστές της επανάστασης κατά της οθωμανικής καταδυνάστευσης και τυραννίας δηλώνουν ευθαρσώς και ξεκάθαρα ότι αγωνίζονται για δύο πράγματα: «για την ελευθερία» και για «του Χριστού την πίστη την Αγία». Τελικά, όμως, για το εξής ένα: την πιο αυθεντική, την πιο γνήσια, την πιο πραγματική, την πιο απτή και την πιο όμορφη ελευθερία. Γιατί αυτού του είδους η ολιστική αντίληψη της πραγματικής ελευθερίας και η Αγία πίστη του Χριστού είναι ένα και το αυτό!
Το «Ελευθερία ή Θάνατος» στο πλαίσιο αυτής της θεώρησης δεν είναι ένα απλό σύνθημα.
Είναι η ελληνική κι ορθόδοξη ψυχή, το είναι μας, η πεμπτουσία της ταπεινής μας ύπαρξης και το αποτύπωμα του έθνους μας στην ιστορία του κόσμου. Έχει την αρτιότητα μαθηματικού αξιώματος, γιατί –πράγματι– δύο τινά: ή που θα σωθούμε δια Χριστόν και θα αποκτήσουμε την τελειότερη μορφή ελευθερίας που εμπεριέχει αφθαρσία, χαρά κι αθανασία, ή που θα αποτύχουμε και θα ηττηθούμε. Ουαί! Ψυχικός θάνατος, ήγουν παντοτινή δυστυχία, στέρηση κι απώλεια.
Οι αγωνιστές πρόγονοί μας βίωσαν την κόλαση της σκλαβιάς και έχυσαν το αίμα τους χάριν της επί Γης πρόγευσης εκείνης της ιδιότητας του παραδείσου που ονομάζεται λευτεριά. Για τους άγιους μάρτυρες και τους αγωνιστές μας, ως άσμα τιμητικό αναπέμπεται και ως τροπάριο του αρχαίου έθνους που απελευθέρωσαν ψέλνεται ο Εθνικός μας Ύμνος.
Ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» που όπως κάθε ύμνος στην απόλυτη και γνήσια ελευθερία δεν μπορεί παρά ταυτόχρονα να είναι και «Ύμνος εις τον Τριαδικόν Θεόν».
Η πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για το μάθημα των θρησκευτικών δεν υπερασπίζεται απλώς το πληγωμένο μας σύνταγμα, αλλά επιχειρεί να επαναφέρει το εκτροχιασμένο τρένο της ελληνικής παιδείας στις ράγες του εθνικού μας συμφέροντος, δηλαδή του συμφέροντος όλων μας. Τιμά τους αγώνες των ηρωικών προγόνων μας και ιδιαίτερα του στρατηγού Μακρυγιάννη. «Πιάνω και φκειάνω μίαν σημαία και γράφω Εθνική Συνέλεψη, Σύνταμα. Λέγω εις το όνομα του Θεού και της βασιλείας του σηκώνεται η σημαία της πατρίδος!… Και σάβανον έχω την σημαία οπού ’φκειασα και ’σ αυτείνη απάνου θέλω να πεθάνω υπέρ της πατρίδος μου και θρησκείας μου».
Η αγάπη για την ελευθερία είναι η πεμπτουσία της ελληνικής ψυχής, την οποία το δημόσιο σχολείο πρέπει να την παρουσιάζει όπως είναι. Χωρίς Ορθοδοξία αυτό δεν γίνεται. Τούτη η μέθεξη μόνο καλό μπορεί να κάνει στους μαθητές και στην πατρίδα.