Είναι βέβαιο ότι οι περισσότεροι δεν πέφτουμε από τα σύννεφα όταν διαπιστώνουμε ότι η εξωτερική πολιτική μιας μεγάλης δύναμης χαρακτηρίζεται από «δύο μέτρα και δύο σταθμά». Σε δύο ημέρες συμπληρώνονται δεκαεννέα χρόνια από την έναρξη των ΝΑΤΟϊκών βομβαρδισμών εις βάρος της Σερβίας, οι οποίοι διήρκεσαν τρεις ολόκληρους μήνες έως ότου μάθει το Βελιγράδι να σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα…
Κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών περίπου 500 άμαχοι έχασαν τη ζωή τους σε 90 διαφορετικά επεισόδια, αριθμός ο οποίος εκτοξεύεται στις 5.000 σύμφωνα με πηγές από πλευράς της Σερβίας.
Οι υποδομές της χώρας καταστράφηκαν, ενώ η επόμενη μέρα την βρήκε καθημαγμένη και στο έλεος της ευρωατλαντικής στρατηγικής σκοποθεσίας. Τι συνέφερε την Ουάσινγκτον, την Αθήνα, τη Μόσχα, το Βερολίνο ή το Βελιγράδι είναι ένα άλλο θέμα, στο οποίο μπορούμε να υπεισέλθουμε σε επόμενο κείμενο. Επί της παρούσης, παραμένουμε στα γενόμενα.
Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου βρήκε τον πλανήτη ενώπιον μιας παραζάλης και μιας ατεκμηρίωτης αισιοδοξίας ότι ο ανταγωνισμός, η βία και η παντός τρόπου διακρατική επιβολή συνιστούν παρελθόν. Ως ηγεμονικός σταθεροποιητής σε βέρτιγκο, οι ΗΠΑ επεξέτειναν την επιρροή τους στην Ανατολική Ευρώπη εκμεταλλευόμενες την περιστολή των σοβιετικών/ρωσικών στρατηγικών δεσμεύσεων. Τα έτη των διαδοχικών διευρύνσεων του ΝΑΤΟ, παρά τις σφοδρές ρωσικές αντιδράσεις, είναι χαρακτηριστικά:
1999 (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχική Δημοκρατία), 2004 (Βουλγαρία, Ρουμανία, Σλοβακία, Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Σλοβενία), 2009 (Αλβανία, Κροατία) και 2017 (Μαυροβούνιο).
Όπως στις «μπανανίες» της Νοτίου Αμερικής τις περασμένες δεκαετίες, όπου την επέμβαση και τα πραξικοπήματα των μυστικών υπηρεσιών ακολουθούσαν εταιρείες και «επενδυτές», έτσι και στις παραπάνω περιπτώσεις το ΝΑΤΟ ακολουθεί πάντοτε η ΕΕ. Εν έτει 1999 η Σερβία –κόντρα στο γενικότερο κλίμα στην Ανατολική Ευρώπη– αποδείχθηκε δύστροπη, και η αφορμή συνετισμού της δόθηκε(;) από τα όσα εκτυλίσσονταν(;) στην επαρχία του Κοσσυφοπεδίου. Εκτεταμένες εθνοτικές συγκρούσεις με τους αλβανόφωνους πληθυσμούς είχαν δημιουργήσει ένα εκρηκτικό μίγμα φανατισμού και μισαλλοδοξίας, το οποίο δεν άργησε να ονομαστεί «γενοκτονία» από τη Δύση.
Αποτέλεσμα; Το ΝΑΤΟ επεμβαίνει στα εσωτερικά ενός κυρίαρχου κράτους βομβαρδίζοντας ανηλεώς, στο όνομα της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ μετά από λίγα χρόνια οδηγεί την άρχουσα σερβική πολιτική και στρατιωτική ελίτ της εποχής στο Διεθνές Δικαστήριο. Η ισορροπία ισχύος μετατρέπεται σε γκανγκστερισμό και η θουκυδίδεια ρήση περί της αξίας της ισχύος σε άξονα νομιμοποίησης ηγεμονικών επιδιώξεων, παρερμηνευμένη από την περιγραφική ιδιοσυστασία της.
Ερχόμαστε λοιπόν στη σημερινή πραγματικότητα της Μέσης Ανατολής και στην τουρκική επέμβαση στη Συρία.
Συγκρίνοντας, τι έχουμε; Η Ρωσία συνεχίζει να προβάλλει αδύναμη παρά τις περί του αντιθέτου δηλώσεις του προέδρου της, μία γενοκτονία (πραγματική πέραν πάσης αμφιβολίας αυτή τη φορά) συντελείται με θύματα τους Κούρδους, οι Κούρδοι αποτελούν στρατηγικούς συμμάχους των ΗΠΑ όπως και οι Αλβανοί στα Βαλκάνια, αίτημα είναι η ελευθερία, ενώ και η Τουρκία δεν διατηρεί την πλέον φιλοαμερικανική στάση, αποστασιοποιούμενη διαρκώς από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Τι δεν έχουμε; Την ανίσχυρη και εγκαταλελειμμένη Σερβία και τον αμερικανικό επεμβατισμό των δεκαετιών του 1990 και του 2000.
Επιπροσθέτως, έχουμε απειλές και κλιμάκωση εναντίον συμμάχων των ΗΠΑ στην περιοχή, καθώς και απόπειρες ανατροπής των πάγιων γεωπολιτικών δεδομένων του αναχωματικού δακτυλίου ο οποίος συγκρατεί τη Ρωσία εκτός των «θερμών θαλασσών» (δόγμα ανάσχεσης). Όπως παρατηρεί κανείς, παρατίθεται ένα μίγμα ομοιοτήτων και διαφορών τόσο (κατά το δοκούν) «δικαιικού» περιεχομένου όσο και στρατηγικών στοχεύσεων της Ουάσινγκτον. Η επέμβαση στα εσωτερικά της Τουρκίας ως άποψη σαφώς και αντιμετωπίζει πολλές εύλογες αντικρούσεις, αλλά το πρόβλημα είναι ότι πλέον η ίδια η Τουρκία επεμβαίνει συστηματικά στα εσωτερικά των γειτόνων της. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Συρία αποδεικνύουν του λόγου το αληθές και η Ουάσινγκτον οφείλει να αναλάβει τις ευθύνες της, μιας και είναι ο κύριος εμπνευστής και συγγραφέας του «Δικαίου των Επεμβάσεων».