Συμπληρώνονται σήμερα 56 χρόνια από τη θέση σε εφαρμογή της τότε κυβέρνησης Ισμέτ Ινονού, της Τουρκίας, της τελικής επιχείρησης αφανισμού της ρωμαίικης κοινότητας της Κωνσταντινούπολης. Είναι αποδεδειγμένο με ατράνταχτα στοιχεία ότι η μετά τη Συνθήκη της Λοζάνης (24/7/1923) Τουρκία συνέχισε την ίδια πολιτική των Νεότουρκων που είχε σκοπό τον αφανισμό οποιασδήποτε κοινότητας που δεν δεχόταν να εκτουρκιστεί. Για να επιτευχθεί ο στρατηγικός αυτός στόχος, κατά της ελληνορθόδοξης κοινότητας την περίοδο 1923-1960 τέθηκαν σε εφαρμογή τα σχέδια: (α) σε συνεχή βάση της αποδόμησης της κοινοτικής οργάνωσης με την παραβίαση όλων των άρθρων περί παραβίασης του Κεφαλαίου περί προστασίας των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων, (β) τα σκληρότατα μέτρα στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου (η επιστράτευση στα τάγματα εργασίας σε επανάληψη αυτών της περιόδου 1914-18, και ο μηχανισμός της οικονομικής καταστροφής, το Βαρλίκ Βεργκισί) και (γ) το πογκρόμ της νύχτας της 6-7/9/1955. Είναι ανάγκη να επισημανθεί η επιβεβαιωμένη αλήθεια ότι το σχέδιο αυτό αφανισμού δεν είχε σχέση με την κατάσταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων ή το Κυπριακό.
Τα σκληρότερα μέτρα κατά των Ρωμιών που είχαν παραμείνει στην επικράτεια της Τουρκίας μετά το 1923, εφαρμόστηκαν όταν οι σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών ήταν άριστες.
Παρά τα σκληρά αυτά μέτρα αλλά και τη συνεχή εφαρμογή αντιμειονοτικών μέτρων, ακόμα και στις αρχές της δεκαετίας 1960, η ελληνορθόδοξη κοινότητα διατηρούσε την κοινοτική της οργάνωση, να αποτελεί το 10% του πληθυσμού της Πόλης και να έχει αποδείξει την ικανότητά της να ανασυγκροτείται με ίδιες δυνάμεις μετά από τη μεγαλύτερη πράξη μαζικής βίας στην μεταπολεμική Ευρώπη, στις 6-7/9/1955.
Ο επιδιωκόμενος στόχος του αφανισμού της Κοινότητας επιτεύχθηκε με τη χρήση μιας εκκρεμότητας που είχε αφεθεί από τη συνθήκη της Λοζάνης, και με ευθύνη του Ελευθέριου Βενιζέλου το 1930 με τη Συνθήκη της Άγκυρας είχε οδηγηθεί σε μια θνησιγενή για την κοινότητα λύση. Ενώ η Συνθήκη της Λοζάνης αναγνώριζε και στους Έλληνες υπηκόους που ήταν εγκατεστημένοι στην Πόλη τη μη υπαγωγή στην ανταλλαγή των ελληνοτουρκικών πληθυσμών, αυτή καταργήθηκε εσκεμμένα, για να υπάρξει μια ωρολογιακή βόμβα που θα χρησιμοποιούνταν όταν χρειαζόταν στο μέλλον.
Η κατάστρωση του σχεδίου εκτοπισμού με τις απελάσεις
Η δημοσίευση, το 2007, των πρακτικών της δίκης των Σεπτεμβριανών στη νήσο Πλάτης, που έγινε μετά από το πραξικόπημα της 27/5/1960, αποκαλύφθηκε ότι το σχέδιο της απέλασης των Εταμπλί Ελλήνων υπηκόων είχε σχεδιαστεί τουλάχιστον από το έτος 1957. Στη μόνη μυστική συνεδρία που έγινε κατά τη διάρκεια των δικών ο μάρτυρας στρατηγός Ρεφίκ Τούλγκα κατέθεσε τα εξής: «πριν αναχωρήσω για τη Νάπολη σε υπηρεσία του ΝΑΤΟ, όταν πήγα να αποχαιρετήσω τον πρόεδρο Τζελάλ Μπαγιάρ μού είπε πήγαινε και πες στους Αμερικανούς ότι είμαστε αποφασισμένοι να πάρουμε σκληρά μέτρα κατά των Ρωμιών της Πόλης, και περισσότερο για τους 30.000 Έλληνες υπηκόους που διαθέτουν περιουσίες και το Πατριαρχείο. Θα τους πετάξουμε έξω από τη χώρα και θα λάβουμε σκληρά μέτρα εναντίον τους».[1] Το ίδιο έτος που έχει ξεκινήσει η προετοιμασία των απελάσεων συμβαίνει τον Νοέμβριο η έφοδος της αστυνομίας κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης του ΔΣ της Ελληνικής Ένωσης Κωνσταντινουπόλεως και συλλαμβάνονται τα μέλη, οδηγούνται σε κρατητήριο και απελαύνονται σε μερικές μέρες.
Μεταξύ τους είναι και ο Δημήτριος Καλούμενος που είχε φωτογραφίσει τις καταστροφές των Σεπτεμβριανών.
Η εφορία της Πόλης απαγόρευσε από την αρχή του έτους 1963 στους Έλληνες υπηκόους την εξόφληση των οφειλών τους με δόσεις και ζήτησε την προκαταβολή των φόρων του έτους 1964. Επιπλέον η διαδικασία χορήγησης της άδειας παραμονής, που ίσχυε από το 1930, με έκδοση ειδικού δελτίου αντικαταστάθηκε με την υποχρέωση έκδοσης ελληνικού διαβατηρίου το 1962 και τη χορήγηση άδειας παραμονής όπως για τους υπόλοιπους αλλοδαπούς. Τα δύο αυτά στοιχεία δείχνουν ότι παρά το καλό κλίμα που ίσχυε μετά από τις συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας γινόταν η προετοιμασία των απελάσεων.
Οι σοβαρές ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ των μελών των δύο κοινοτήτων –Ελλήνων και Τούρκων– στην Κύπρο, που άρχισαν τα Χριστούγεννα του 1963, είχαν άμεση επίδραση στην ατμόσφαιρα στην Κωνσταντινούπολη. Αν και τα γεγονότα αυτά στην Κύπρο δεν είχαν καμιά σχέση με την ελληνορθόδοξη κοινότητα, αμέσως στοχοποιήθηκαν τα ιδρύματα της (όπως το Οικουμενικό Πατριαρχείο, σχολεία, ευαγή ιδρύματα), πράγμα που δείχνει την ύπαρξη πολιτικού σχεδίου κατά της μειονότητας.
Παράλληλα ο νόμος αρ. 2007 περί επαγγελμάτων που ίσχυε από το 1932, απαγόρευε την εξάσκηση 20 επαγγελμάτων από ξένους υπηκόους.
Στις 7 Νοεμβρίου 1962 με την απόφαση 28-4869 του πρωθυπουργού Ισμέτ Ινονού ιδρύεται η Ειδική Επιτροπή Μειονοτήτων (Azinlik Tali Komisyonu), της οποίας η σύνθεση αποτελούνταν μόνο από στελέχη μυστικών υπηρεσιών, ενόπλων δυνάμεων και ασφάλειας, και είχε εξουσίες ανώτερες από όλες τις εκτελεστικές, νομοθετικές και δικαστικές Αρχές. Η επιτροπή αυτή λειτούργησε μέχρι το 2004 και αποτέλεσε το επιτελικό όργανο για τη σχεδίαση και εφαρμογή των αντιμειονοτικών μέτρων.
Ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Ισμέτ Ινονού στις 16/3/1964 ανακοίνωσε τη μονομερή καταγγελία της Ελληνοτουρκικής Σύμβασης του 1930 «Εμπορίου, Εγκατάστασης και Διακίνησης» με δημοσίευση της απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Με την καταγγελία της σύμβασης η εφορία της Πόλης έθεσε υπό επιτήρηση τους Έλληνες υπηκόους και τη φορολογική εκποίηση των επιχειρήσεών τους. Οι απελάσεις ξεκίνησαν με ανακοινώσεις στον Τύπο καταλόγων ονομάτων με βαθμιαία αυξανόμενο αριθμό των θυμάτων και περί δήθεν επιζήμιων ενεργειών που είχαν διαπράξει.
Η διαδικασία των απελάσεων άρχιζε με βραδινή επίσκεψη στις οικίες των θυμάτων από αστυνομικούς με πολιτική περιβολή που προσκαλούσαν τους προς απέλαση στην 4η Διεύθυνση της Αστυνομίας όπου υποχρεώνονταν να υπογράψουν κάτω από απειλές έγγραφο που δεν επιτρεπόταν να διαβάσουν, με το οποίο «ομολογούσαν» ότι είχαν διαπράξει κατασκοπεία κατά της Τουρκίας. Τους δινόταν η εντολή να εγκαταλείψουν τη χώρα μέσα σε μερικές μέρες με τον περιορισμό να έχουν μαζί τους 20 κιλά σε προσωπικά αντικείμενα και 20 δολάρια συνάλλαγμα. Με τη διαδικασία αυτήν απελάθηκαν 1.072 Έλληνες της Πόλης. Οι ανακοινώσεις καταλόγων συνεχίστηκαν μέχρι τις 16/9/1964, και μετά από την ημερομηνία αυτήν πλέον εξαναγκάστηκαν σε εκπατρισμό οι υπόλοιποι Έλληνες υπήκοοι όταν έληγε η άδεια παραμονής τους.
Εξαιρέθηκαν της απέλασης οι ανήκοντες στη Ρωμαιοκαθολική και την Προτεσταντική Εκκλησία, πράγμα που δείχνει την στοχοποίηση κυρίως της ελληνορθόδοξης κοινότητας. Την ίδια περίοδο όμως απελάθηκαν και 30 εβραίοι με ελληνική υπηκοότητα.
Με την έκδοση του Μυστικού Διατάγματος (Μ.Δ.) 6/3801 τον Νοέμβριο του 1964 (κυκλοφορούσε εντός των κρατικών υπηρεσιών ως απόρρητο έγγραφο χωρίς ποτέ να δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης) οι κινητές και ακίνητες περιουσίες των απελαθέντων τέθηκαν σε καθεστώς «δέσμευσης» με αποτέλεσμα να απαγορευτεί οποιαδήποτε πράξη εκμετάλλευσης, μεταβίβασης, κληρονομικών δικαιωμάτων. Ακόμα, απαγορεύτηκαν και σε περιπτώσεις διαζυγίων που οι σύζυγοί τους ήταν υπήκοοι Τουρκίας. Επιτράπηκε η ανάληψη ενός ελάχιστου μηνιαίου ποσού από τις συζύγους των απελαθέντων. Το Μ.Δ. χρησιμοποιήθηκε για πολλές δεκαετίες κατά των Ελλήνων (ακόμα και με υπηκοότητα Τουρκίας) στην παρεμπόδιση κληρονομικών δικαιωμάτων τους από δικαστήρια της Τουρκίας που επικαλούνταν το Μ.Δ. χωρίς να το γνωρίζουν οι αδικούμενοι Έλληνες. Το 1987 η τουρκική κυβέρνηση, στην προσπάθειά της για προσέγγιση με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, αναγκάστηκε να ανακαλέσει το Μ.Δ. Αν λάβει κανείς υπόψη ότι ο πληθωρισμός στην Τουρκία για δεκαετίες ήταν στο επίπεδο 100%, μετά από 25 χρόνια «παγώματος» οι τραπεζικοί λογαριασμοί των απελαθέντων εκμηδενίστηκαν.
Ο οικονομικός αποκλεισμός ρωμαίικων επιχειρήσεων
Στις αρχές του 1964 από τα 36.000 ενεργά μέλη του Εμπορικού Επιμελητηρίου της Πόλης οι 1.000 ήταν Έλληνες υπήκοοι ενώ οι επιχειρήσεις που ανήκαν σε Έλληνες με τουρκική υπηκοότητα ήταν 18.000. Με την έναρξη των απελάσεων, τον Απρίλιο του 1964, οι εθνικιστικές φοιτητικές ομοσπονδίες (δεξιές και αριστερές) εξήγγειλαν την οργάνωση οικονομικού αποκλεισμού σε ελληνικές επιχειρήσεις τοιχοκολλώντας πινακίδες που ανέφεραν: «Συμπατριώτη μην συναλλάσσεσαι από εδώ που σε εκμεταλλεύονται οικονομικά και τα γρόσια που δίνεις γίνονται σφαίρες κατά των αδελφών σου». Κανένα μέτρο από τις Αρχές δεν λήφθηκε κατά της παράνομης αυτής πράξης.
Την ίδια περίοδο εφαρμόστηκε η εκστρατεία «Πολίτη μίλα τουρκικά».
Η στάση του Τύπου
Το μεγαλύτερο τμήμα των εφημερίδων της Τουρκίας υπήρξε ο μηχανισμός έντονης προπαγάνδας κατά της ελληνικής κοινότητας, και ιδιαίτερα συκοφαντικών και υβριστικών δημοσιευμάτων με πρώτο στόχο το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τον πατριάρχη Αθηναγόρα, δημιουργώντας μια αφόρητη κατάσταση ψυχολογικής βίας κατά της ελληνορθόδοξης κοινότητας στην Πόλη. Με συστηματικό τρόπο οι μαζικής κλίμακας παραβιάσεις των δικαιωμάτων κατά της ελληνορθόδοξης κοινότητας συνδέθηκαν με τα γεγονότα στην Κύπρο και τις ελληνοτουρκικές διαφορές. Στην Ελλάδα ο Τύπος έδωσε περιορισμένη σημασία στις απελάσεις και τους μαζικούς διωγμούς κατά των Ελλήνων της Πόλης. Στις αθηναϊκές εφημερίδες οι σχετικές ειδήσεις ήταν σε δεύτερη ή και τρίτη προτεραιότητα.
Καταπιεστικά μέτρα κατά της ελληνορθόδοξης κοινότητας
Ταυτόχρονα, και παράλληλα με τις απελάσεις, κατόπιν αποφάσεων της Ειδικής Επιτροπής Μειονοτήτων τέθηκαν σε εφαρμογή τα παρακάτω καταπιεστικά και αντιμειονοτικά μέτρα:
- Διορίστηκαν στα ελληνικά μειονοτικά σχολεία Τούρκοι υποδιευθυντές που περιόριζαν τις αρμοδιότητες των Ρωμιών μειονοτικών διευθυντών και απομακρύνθηκαν όλα τα σύμβολα που θύμιζαν την ελληνορθόδοξη ταυτότητα (όπως ελληνικές επιγραφές και ακόμη πλαίσια παραθύρων σε σχήμα σταυρού). Παύθηκε από τα καθήκοντά του, χωρίς καμία αιτιολογία, μεγάλος αριθμός Ρωμιών εκπαιδευτικών.
- Μαθητές με καταγωγή από την Ήπειρο επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που καταγράφονταν ως Ορθόδοξοι Αρβανίτες στο δελτίο ταυτότητάς τους, απομακρύνθηκαν από τα μειονοτικά ελληνικά σχολεία.
- Τον Σεπτέμβριο του 1964 έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία στην Ίμβρο και την Τένεδο και στη συνέχεια τέθηκε σε εφαρμογή το «Σχέδιο τήξης-εξόντωσης» το οποίο αποτελούνταν από σειρά διωγμών: απαλλοτρίωση των δύο κάμπων στην Ίμβρο για την αφαίρεση των οικονομικών πόρων των Ελλήνων, δημιουργία ανοικτής φυλακής βαρυποινιτών που βιαιοπραγούσαν κατά των κατοίκων, εποικισμός των νησιών με τη μεταφορά πληθυσμών από τις κουρδικές και ποντιακές επαρχίες και μετανάστες από τη Βουλγαρία. Υπήρξαν πολλές δολοφονίες κατοίκων.
Οι επιπτώσεις των απελάσεων επί της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Πόλης
Αν και ο αριθμός των Ελλήνων υπηκόων που απελάθηκαν ήταν 12.500, επειδή στις περισσότερες περιπτώσεις οι σύζυγοι και τα τέκνα είχαν την ιθαγένεια της Τουρκίας επηρεάστηκαν άμεσα 30.000 Έλληνες της Πόλης. Επιπλέον σαν συνέπεια των ισχυρών καταπιεστικών μέτρων, αρχής γενομένης από το τέλος τους 1963, ο ελληνικός πληθυσμός στη διάρκεια 12 μηνών μειώθηκε από 90.000 σε 30.000.
Ο στόχος που είχε τεθεί σε έκθεση του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος για τις μειονότητες το 1946, για τον εορτασμό της 500ής επετείου της Άλωσης το 1953 χωρίς την παρουσία των Ρωμιών στην Πόλη, επιτεύχθηκε σε σημαντικό βαθμό με καθυστέρηση 11 ετών, έχοντας αποτύχει να επιτευχθεί το αποτέλεσμα αυτό με το μαζικό πογκρόμ της νύχτας 6-7/9/1955.
Νικόλαος Ουζούνογλου
Πρόεδρος της Οικουμενικής Ομοσπονδίας Κωνσταντινουπολιτών