Ο Κώττας Χρήστου γεννήθηκε το 1860 και μεγάλωσε στον νέο οικισμό του χωριού ο οποίος βρισκόταν κοντά στη Φλώρινα. Από μικρός είχε επαναστατικό χαρακτήρα και έμαθε να διαβάζει και να γράφει. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του εργάστηκε ως παντοπώλης, υποδηματοποιός, κηροπλάστης και ξενοδόχος. Ήταν γενναιόδωρος και βοηθούσε τους απόρους του χωριού του. Σε ηλικία 20 ετών κατατάχθηκε σε ένα σώμα της πολιτοφυλακής το οποίο είχε σκοπό την πάταξη της ληστείας.
Στα 33 του χρόνια έγινε πρόεδρος του χωριού και ήρθε σε κόντρα με τον μπέη της Καπεστίτσας, τον Τουρκαλβανό Κασήμ Αγά, ο οποίος αποπειράθηκε να τον σκοτώσει.
Ο ένοπλος αγώνας
Ο Κώττας κρύφτηκε στα σπίτια των συγχωριανών του και το 1897 βγήκε στα βουνά ως αντάρτης. Έναν χρόνο πριν είχε ξεσπάσει η μακεδονική επανάσταση. Ο Κώττας καταδίωκε τους Οθωμανούς και τους Τουρκαλβανούς και η δράση του ενέπνευσε τους νέους της περιοχής, οι οποίοι ήθελαν να τον ακολουθήσουν. Το πρώτο σώμα ήταν ανεξάρτητο και αποτελούνταν από επτά άτομα. Δρούσε κυρίως στις περιοχές Πρεσπών και Φλώρινας και προσέφερε βοήθεια στους χριστιανούς.
Ο Καπετάν Κώττας με τα παιδιά του και τον Σίμο Στογιάννη
Αρχικά ο Κώττας εντάχθηκε στη βουλγαρική ΕΜΕΟ, την Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση, και συνεργάστηκε με τους Βούλγαρους προκειμένου να αντιμετωπίσει τους Τούρκους. Βοήθησε στη συσπείρωση των χριστιανών και σκότωσε τον Τούρκο Νουρή μπέη και τον εισπράκτορα Ταχήρ, ο οποίος καταδυνάστευε τα χωριά της Φλώρινας. Λίγο αργότερα ήρθε σε ρήξη με τα μέλη της ΕΜΕΟ Τσακαλάρωφ και Κλιάσεφ, οι οποίοι προσπάθησαν να τον δολοφονήσουν. Απαρνήθηκε την οργάνωση και το 1902 με τη συνδρομή του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη συγκρότησε ένοπλα σώματα και τάχθηκε κατά των Βούλγαρων και των Οθωμανών.
Το σώμα του αριθμούσε 600 άνδρες και είχε ως κύριο σκοπό την προστασία των χριστιανικών πληθυσμών.
Στην εξέγερση του Ίλιντεν, που ξέσπασε τον Αύγουστο του 1903 ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ανέλαβε την επίβλεψη των οδικών δικτύων και κρατούσε ανοιχτές προς Κορέστια. Επίσης, αναχαίτισε μια οθωμανική επίθεση. Τότε πληροφορήθηκε ότι Βούλγαροι του έστησαν ενέδρα. Μετά την καταστολή της εξέγερσης, οι Βούλγαροι σκότωσαν τον στενό του φίλο και έκαψαν το σπίτι του στο χωριό Πισοδέρι…
Η προδοσία
Το 1904 ο Κώττας μαζί με τους καλύτερους οπλαρχηγούς του συναντήθηκε στην Αθήνα με τον διάδοχο Κωνσταντίνο και τον Παύλο Μελά προκειμένου να οργανώσουν τον Μακεδονικό Αγώνα. Ο Κώττας συνόδευσε τον Μελά στην περιοδεία του στη Μακεδονία και ήρθε σε συνεννόηση με μέλος της ΕΜΕΟ, τον Μήτρο Βλάχο, από τον οποίο ζήτησε να ταχθεί με την ελληνική πλευρά. Τότε ήρθε σε διαμάχη με μερικούς συντρόφους του, οι οποίοι τον κατηγόρησαν για την επαφή του με τον Βλάχο επειδή ήταν Βούλγαρος κομιτατζής. Οι ίδιοι λίγο αργότερα τον πρόδωσαν στους Τούρκους.
Η τσέτα του βοεβόδα Μήτρου Βλάχου
Όταν ο Κώττας στρατοπέδευσε στη Ρούλια μαζί με άλλους τρεις συντρόφους του, τον συνέλαβε οθωμανικό απόσπασμα και τον μετέφερε στις φυλακές της Καστοριάς. Στο μεταξύ ο Μήτρος Βλάχος εισέβαλε στο χωριό του Κώττα και έβαλε φωτιά στο σπίτι όπου έμεναν η γυναίκα με τα παιδιά του, οι οποίοι σώθηκαν τελευταία στιγμή από τους συγχωριανούς.
Ο Κώττας μεταφέρθηκε στις φυλακές Μοναστηρίου, όπου οι ελληνικές αρχές προσπάθησαν να τον ελευθερώσουν.
Ο μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης συμφώνησε την απελευθέρωσή του από τους Οθωμανούς υπό την προϋπόθεση να υπηρετήσει στον οθωμανικό στρατό. Ο Κώττας αρνήθηκε την πρόταση και οδηγήθηκε στην πλατεία Ατ Παζάρ του Μοναστηρίου. Κατά τη διαδρομή προσπάθησε να το σκάσει και έγινε καταδίωξη που κατέληξε στην σύλληψή του. Ο Κώττας ανέβηκε στο ικρίωμα. Ζήτησε να του λύσουν τα χέρια και κλότσησε μόνος του το υποπόδιο.
Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Ντα ζίβι Γκ(ά)ρτσια!», που σημαίνει «Να ζήσει η Ελλάς»…
- Πηγή: mixanitouxronou.gr.