Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι την ώρα που παρατηρείται κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας γίνεται λόγος για την ανάγκη άμεσης επίλυσης του Κυπριακού. Υπενθυμίζεται ότι οι θέσεις αυτές επανήλθαν την επαύριο των προεδρικών εκλογών με το επιχείρημα ότι «οι απορριπτικές δυνάμεις ηττήθηκαν» και ότι «πλέον ανοίγεται διάπλατα ο δρόμος για τη λύση του Κυπριακού». Εμμέσως πλην σαφώς προβάλλεται η θέση ότι εν πολλοίς την ευθύνη για τη μη επίλυση του Κυπριακού φέρουν οι «απορριπτικοί» και όχι η Τουρκία. Η θέση αυτή είναι επικίνδυνα υπεραπλουστευμένη και ανιστόρητη.
Η πραγματικότητα είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Κυπρίων επιθυμεί μια διευθέτηση η οποία θα βελτιώνει το status quo και θα τερματίζει την αβεβαιότητα.
Οι τουρκικές θέσεις όμως παραπέμπουν σε όρους παράδοσης· είναι γι’ αυτό που δεν έχει υπάρξει λύση μέχρι σήμερα. Άλλωστε οι κύριοι Χριστόφιας και Αναστασιάδης –που ήταν και είναι υπέρμαχοι της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας– δεν κατέληξαν σε λύση όχι επειδή δεν το επιθυμούσαν αλλά επειδή οι μαξιμαλιστικές τουρκικές θέσεις δεν το επέτρεψαν. Υπενθυμίζεται ότι στο δημοψήφισμα του 2004 η συντριπτική πλειοψηφία των οπαδών του ΔΗΣΥ και του ΑΚΕΛ τάχθηκαν εναντίον του σχεδίου Ανάν καθώς δεν ήταν ισοζυγισμένο. Αναμφίβολα το ίδιο θα πράξουν αν έλθει ενώπιόν μας ένα ανάλογο σχέδιο. Θα ήταν όμως τραγικό να υπάρξει ένα νέο δημοψήφισμα με αρνητικό αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου είναι ευθύνη του προέδρου Αναστασιάδη να προκρίνει ένα σχέδιο το οποίο να μπορεί να γίνει αποδεκτό από μια ισχυρή πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων, όπως έχει διακηρύξει και ο ίδιος. Επειδή μια τέτοια εξέλιξη δεν προδιαγράφεται, ο πρόεδρος αλλά και η πολιτική ηγεσία στο σύνολό της θα πρέπει να είναι έτοιμοι να εξετάσουν εναλλακτικές προσεγγίσεις. Επί τούτου υπογραμμίζεται η σημασία μιας εξελικτικής πολυδιάστατης και πολυεπίπεδης προσέγγισης η οποία είναι δυνατό να συμβάλει σε θετικές εξελίξεις.
Τα πρόσφατα γεγονότα θα πρέπει να μας προβληματίσουν. Η τουρκική προκλητικότητα στην κυπριακή ΑΟΖ στοχεύει, μεταξύ άλλων, στην αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας και στη διασύνδεση των ενεργειακών ζητημάτων με τις συνομιλίες για το Κυπριακό.
Δεν πρέπει επίσης να μας διαφεύγει ότι η Τουρκία επιδιώκει να έχει καθοριστικό ρόλο στα ενεργειακά δρώμενα της Ανατολικής Μεσογείου.
Αυτό, σε συνδυασμό με τον μεγαλοϊδεατισμό του τουρκικού καθεστώτος, όχι μόνο σε περιφερειακό αλλά σε παγκόσμιο πεδίο, δημιουργούν νέα δεδομένα. Αλλά και η στάση της τουρκοκυπριακής ηγεσίας ενώ δεν μας ξαφνιάζει πρέπει να μας προβληματίσει. Και τούτο επειδή συστηματικά επικαλείται τα δικαιώματα που απορρέουν από το σύνταγμα του 1960 κατά το δοκούν. Θα πρέπει να υποδειχθεί στους Τουρκοκύπριους, καθώς και στην Άγκυρα, ότι με βάση το σύνταγμα Ζυρίχης και Λονδίνου δεν υφίσταται καμιά «ΤΔΒΚ». Θα είναι μια θετική εξέλιξη αν η συζήτηση για όλα αυτά τα ζητήματα, περιλαμβανομένου και του ενεργειακού πλούτου, λάβει χώρα με αφετηρία το σύνταγμα Ζυρίχης και Λονδίνου. Δεν είναι όμως δυνατό να γίνεται η συζήτηση αυτή αποσπασματικά και με την απαίτηση να αντικατασταθεί η Κυπριακή Δημοκρατία από μια νέα κρατική οντότητα στο πλαίσιο μιας τελικής διευθέτησης.
Είναι λοιπόν πολύ σημαντικό να σκεφτούμε «outside the box» (πέραν των συμβατικών πλαισίων): να αξιολογήσουμε τα υφιστάμενα δεδομένα και να επαναχαράξουμε την πολιτική μας τόσο σε στρατηγικό όσο και σε τακτικό επίπεδο με γνώμονα τα εθνικά συμφέροντα και τον πραγματισμό. Και τούτο επειδή αφενός στο Κυπριακό η πολιτική που ακολουθήθηκε έχει οδηγήσει σε επικίνδυνα αδιέξοδα και αφετέρου η ενεργειακή στρατηγική που χαράχθηκε δεν φαίνεται να οδηγεί σε καρποφόρα αποτελέσματα. Η Κύπρος μπορεί να προσδοκά σε οφέλη στο πλαίσιο μιας ευρύτερης περιφερειακής ενεργειακής συνεργασίας στην οποία να συμπεριλαμβάνεται και η Τουρκία. Αυτό προϋποθέτει την ομαλοποίηση των σχέσεων Λευκωσίας και Άγκυρας, η οποία θα εμπεριέχει την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εννοείται ότι μια τέτοια εξέλιξη, η οποία προφανώς δεν μπορεί να γίνει σε 24 ώρες –αντίθετα, θα είναι η κατάληξη της πορείας ομαλοποίησης– θα ανοίξει τελικά και το δρόμο για τη διευθέτηση του Κυπριακού. Παράλληλα, με τη διεύρυνση και εμβάθυνση ενός πλέγματος συνεργασιών και συμμαχιών, η Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει να αξιοποιήσει σε πολιτικό και νομικό επίπεδο όλες τις δυνατότητες. Για την επίτευξη των στόχων αυτών απαραίτητες –αν και όχι επαρκείς– προϋποθέσεις είναι η εθνική ομοψυχία και ένα αποτελεσματικό κράτος.
Ανδρέας Θεοφάνους
Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.