Ερώτηση-παγίδα αυτή του τίτλου για πολλούς, όπως συμβαίνει περίπου με το αντίστοιχο λογοπαίγνιο της κότας και του αυγού. Η απάντηση εντοπίζεται στην τουρκική κρατογένεση το 1923, τι προηγήθηκε αυτής στο επίπεδο της ανθρωπογεωγραφίας της ευρύτερης Ανατολής, και εντέλει στην ίδια τη φύση του Ισλάμ η οποία ουδέποτε ερμηνεύτηκε υπό τη σκέπη της φράσης «τα του Θεού τω Θεώ και τα του Καίσαρος τω Καίσαρι».
Θα αναφέρω ορισμένα πράγματα εν είδει τηλεγραφήματος, γιατί δεν είναι δυνατή η εκτενής ανάλυση εντός του παρόντος κειμένου.
Στην πορεία των αιώνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η κοινωνική και πολιτική διαστρωμάτωση αποκωδικοποιείται στη βάση των περίφημων «μιλλέτ», ήτοι των θρησκευτικών κοινοτήτων. Επί παραδείγματι, υπήρχε το «μιλλέτ των Ρωμιών» για τους Χριστιανούς Ορθόδοξους της Αυτοκρατορίας ή το προεξάρχον «μιλλέτ των Μουσουλμάνων». Αυτό συνέβαινε γιατί στην περίοδο πριν από τη Γαλλική Επανάσταση και την εξύψωση της έννοιας του έθνους (όχι «εφεύρεση» όπως επιμένουν οι διάφοροι εθνομηδενιστές, στους οποίους απαντά αιώνες πριν η γνωστή επιστολή του Ιωάννη Βατάτζη προς τον Πάπα), ο βασικός ταυτοτικός προσδιορισμός των ανθρώπων ήταν ο θρησκευτικός.
Οι Έλληνες ή οι Αρμένιοι, λόγω της εξωστρέφειας των επαγγελματικών δραστηριοτήτων τους, της ένταξής τους σε ανώτατες θέσεις κρατικών λειτουργών (δραγουμάνοι) και της καταπίεσης που δέχονταν στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας, ήρθαν ευκολότερα σε επαφή με τις ιδέες και τα προτάγματα της «εθνικής πρότασης», σε αντίθεση με το μουσουλμανικό πληθυσμό.
Ο δε χαρακτηρισμός «Τούρκος» ήταν περίπου προσβλητικός πριν από τον 19ο αιώνα.
Η συνεχιζόμενη άνοδος των εθνικισμών και το τέλος των πολυεθνικών αυτοκρατοριών, με αποκορύφωμα τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, βρήκε κοσμοθεωρητικά ανοχύρωτους τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς των πρώην οθωμανικών εδαφών. Σε κάποιους καλλιεργήθηκε η εθνική κοσμοθεωρία κατά τρόπο τεχνητό (δίχως δηλαδή το απαραίτητο οντολογικό υπόβαθρο), ως απόρροια της ένταξής τους σε αποικιοκρατικές δομές. Στην Τουρκία, όμως, συντελέστηκε κάτι διαφορετικό.
Ο Μουσταφά Κεμάλ επέλεξε να κατασκευάσει μια εθνική ταυτότητα και ένα εθνικό κράτος με τη δημιουργία αλφαβήτου, μυθολογίας, αστικής τάξης, οικονομικών δομών και των όποιων άλλων «αναγκαίων ιδιοτήτων». Στρατηγικά σκεπτόμενος, αντιλήφθηκε ότι η επιβίωση των Μουσουλμάνων της Ανατολίας απαιτούσε να αναπτύξουν μια ετερότητα, να διακρίνουν τους εαυτούς τους από την ανθρωπολογία της ευρύτερης περιφέρειας.
Το εγχείρημα απαιτούσε την εμπέδωση εσωτερικής συνοχής, και κάπου εκεί ερμηνεύεται το ιδιαίτερο μένος του κατά των αλλοεθνών και κυρίως αλλόθρησκων.
Εξηγεί ένα μένος το οποίο κληροδοτήθηκε στους επόμενους προέδρους της Τουρκίας, με βάση την προτεραιότητα του εκτουρκισμού των οικονομικών δομών του κράτους. Για παράδειγμα, οι Έλληνες, οι Εβραίοι και οι Αρμένιοι έπρεπε να εγκαταλείψουν την Πόλη, κυρίως επειδή κατείχαν το εμπόριο και τη βιοτεχνία. Φυσικά, αυτή ήταν μία αυτοχειρία εξ απόψεως οικονομικού ορθολογισμού, αλλά ήταν και μια συντεταγμένη δράση χαλύβδωσης της τουρκικής ταυτότητας.
Κατά συνέπεια, το Ισλάμ προσέφερε την ανθρωπολογική βάση κατασκευής του τουρκισμού, με τον τουρκισμό κατά τον 20ό αιώνα να συντηρεί το Ισλάμ ως εργαλείο νομιμοποίησης και εσωτερικής ομογενοποίησης. Ο Κεμάλ το εξοβέλισε από τη δημόσια σφαίρα, αλλά το επικαλούνταν στο διάλογό του με τους Κούρδους και σε κάθε άλλη περίσταση. Κάθε φορά που παραχωρούνταν η δυνατότητα έκφρασης τη λαϊκής βούλησης –όπως για παράδειγμα κατά την εισαγωγή του πολυκομματικού συστήματος αμέσως μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου–, οι ισλαμοστραφείς πολιτικές ήταν και πάλι γεγονός.
Έτσι, η επισημοποίηση της παρουσίας του στη δημόσια σφαίρα της Τουρκίας μετά το 1980, όπως και η μετέπειτα ισχυροποίησή του, αποτέλεσαν την κατάληξη μιας προδιαγεγραμμένης πορείας. Εξάλλου, η ίδια η επίκληση του Ισλάμ από τους Τούρκους εθνικιστές αποτελεί ίσως την πλέον απτή απόδειξη της συμπόρευσης τουρκισμού και ισλαμισμού, υπό το πνεύμα της νοηματοδότησης του πρώτου από τον δεύτερο.