Όσοι ήλπιζαν πως η χώρα θα έβγαινε από την κρίση έστω στοιχειωδώς καλύτερη, μάλλον θα διαψεύστηκαν. Για κάποιον λόγο το μίσος, ο φθόνος και η διαφθορά είναι και παραμένουν χαρακτηριστικά στοιχεία του δημόσιου βίου από τότε που η Ελλάδα έγινε ανεξάρτητο κράτος.
Το μίσος και ο φθόνος είναι θέματα παιδείας και πολιτισμού. Περιορίζονται από την παιδεία ενός λαού. Και φαίνεται πως αυτή η παιδεία δεν παρέχεται.
Πλέον, δεν παρέχεται καμιά παιδεία. Ο αρμόδιος υπουργός δίνει καθημερινά εξετάσεις πώς να τη διαλύσει.
Η διαφθορά, όμως, είναι θέμα θεσμών. Δεν περιορίζεται με επικλήσεις στην καλή διάθεση. Όταν για να γίνει μια επένδυση χρειάζεται ένας κυκεώνας μέτρων, είναι εύλογο πως σε πολλά στάδια της διαδικασίας ο ενδιαφερόμενος θα αναγκαστεί να δωροδοκήσει. Όταν το σύστημα για να αντιμετωπίσει ένας πολιτικός μια δίκη για κατάχρηση είναι πολύπλοκο και ουσιαστικά αποβλέπει πώς να καταστήσει αδύνατη την προσαγωγή του, είναι εύλογο πως όποιος θέλει να καταχραστεί δημόσιο χρήμα θα το κάνει. Το πολύ-πολύ να υποστεί κάποια βλάβη η υπόληψή του – δεν χάλασε και ο κόσμος.
Αλλά δεν είναι μόνον αυτά τα ζητούμενα στην Ελλάδα που βιώνει, ήδη, τον δέκατο χρόνο της κρίσης. Είναι και το γεγονός ότι δεν άλλαξε η νοοτροπία στη διαχείριση των δημόσιων πραγμάτων. Λες και ο χρόνος πάγωσε, και όποια κυβέρνηση έρχεται στην εξουσία αναπαράγει τα ίδια φαινόμενα.
Η δημοσιοποίηση της υπόθεσης Novartis έγινε καθόλα με τρόπο ελληνικό.
Υποτίθεται ότι η Δικαιοσύνη διερευνούσε τόσον καιρό την υπόθεση, αλλά την προώθησε στη Βουλή όταν η κυβέρνηση έκρινε πως θα την εξυπηρετούσε. Και το εύλογο ερώτημα είναι: μπορούμε να μιλάμε για ανεξάρτητη Δικαιοσύνη;
Το κλίμα ήταν βαρύ για την κυβέρνηση μετά τα μεγαλειώδη συλλαλητήρια, και έπρεπε να αλλάξει. Μόνο μια τόσο βαριά κατηγορία για τους πολιτικούς της αντιπάλους θα μπορούσε να τραβήξει το φως της δημοσιότητας από τη λαϊκή αντίθεση στην κυβερνητική πολιτική, σε ένα σκάνδαλο διαφθοράς. Είναι άλλωστε, και δικαίως, θέμα ευαίσθητο για την κοινή γνώμη.
Ο κόσμος υποφέρει από τις συνέπειες μιας βαρύτατης κρίσης, και κυβερνητικά στελέχη που ψήφιζαν νόμους στη Βουλή θησαύριζαν καταχρώμενοι των θέσεών τους.
Δεν νομίζω πως έχει κανείς αμφιβολία πως σκάνδαλο υπήρξε. Αλλά δεν υπάρχει και καμιά αμφιβολία ότι το αποκάλυψε τη στιγμή που ήθελε και όπως ήθελε η κυβέρνηση, και όχι η Δικαιοσύνη. Όπως είπε και ο Ευάγγελος Βενιζέλος, η Ελλάδα δεν είναι πλέον κράτος δικαίου.
Ο αντίλογος της κυβέρνησης είναι πως η Ελλάδα δεν είναι κράτος δικαίου εδώ και καιρό, και έχει δίκαιο. Μόνο που δεν μπορεί να είναι αυτό επιχείρημα μιας κυβέρνησης που ήρθε να κυβερνήσει στο όνομα της Αριστεράς.
Λίγο πριν το θέμα γίνει δημοσίως γνωστό, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος επισκέπτεται τον Άρειο Πάγο για να ενημερωθεί. Με ποιο δικαίωμα; Ο πρωθυπουργός συγκαλεί συναντήσεις και ανακοινώνει ο ίδιος πως το θέμα πρέπει να πάει στη Βουλή. Από πού και ως πού είναι αυτό θέμα του πρωθυπουργού;
Ο υπουργός Δικαιοσύνης έχει γνώση της δικογραφίας. Από πού και γιατί;
Ο αρχηγός των μυστικών υπηρεσιών της κυβέρνησης Καραμανλή που συμμετέχει σε μια κυβέρνησης της Αριστεράς ως αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης έκανε καλά τη δουλειά του ως πράκτορας. Διέλυσε και φρόντισε να εκθέσει στα ακραία όρια τη Δικαιοσύνη, την οποία υποτίθεται ότι πριν ασχοληθεί με την πολιτική υπηρετούσε.
Αφού πέτυχαν το στόχο τους, που ήταν να αποπροσανατολίσουν την κοινή γνώμη από το θέμα που βρίσκεται σε εξέλιξη και έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον της, το Μακεδονικό, και αφού εξέθεσαν τους πολιτικούς αντιπάλους τους, στην κυβέρνηση –λένε τα ρεπορτάζ δημοσιογράφων που καλύπτουν τον ΣΥΡΙΖΑ, άρα έχουν καλές πληροφορίες– προβληματίζονται για τη συνέχεια χειρισμού της υπόθεσης.
Θα πρέπει να θεωρείται σίγουρο ότι κάποια στιγμή θα αναδιπλωθούν. Διότι, ως πολιτικοί, έχουν το ένστικτο αυτοσυντήρησης.
Παίρνουν τα μέτρα τους για να διασφαλίσουν με τους κρυφούς κώδικες που μόνο οι πολιτικοί ξέρουν να διαβάζουν, το πώς θα τους φερθούν οι επόμενοι κυβερνήτες, όταν οι σημερινοί απολέσουν την εξουσία.
Στο άλλο μεγάλο, τώρα, θέμα, το Μακεδονικό, ο υπουργός Εξωτερικών προχωράει ακάθεκτος, χωρίς να λαμβάνει, όπως δήλωσε, υπόψη την κοινή γνώμη. Ετοιμάζει, μάλιστα, και φιέστα. Θα είναι ο πρώτος επιβάτης πτήσης από το αεροδρόμιο των Σκοπίων όταν θα μετονομαστεί. Και αυτό θα γίνει τις επόμενες ημέρες. Σπουδαία επιτυχία!
Τα Σκόπια δεν υπάρχει περίπτωση να κάνουν πίσω από τα βασικά στοιχεία που διασφαλίζουν αυτό που θέλουν να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση ότι είναι: την ταυτότητα, την εθνικότητα, τη γλώσσα, την ιστορία. Αυτά τα κρατούν ασφαλή και αδιαπραγμάτευτα. Ακολουθώντας όμως μια πολιτική αλά τούρκα, προσθέτουν δευτερεύοντα ζητήματα στην ατζέντα.
Όπως την ονομασία του αεροδρομίου, ή τα αγάλματα. Και αυτά είναι που διαπραγματεύονται.
Η ελληνική εξωτερική πολιτική, τόσο σε επίπεδο διπλωματίας όσο και σε επίπεδο εκάστοτε υπουργού Εξωτερικών, αδυνατεί να διαχειριστεί τα στοιχειώδη. Κακά τα ψέματα. Και αναγάγει σε μείζονα τα επουσιώδη.
Στο ζήτημα των Σκοπίων θα βιώσουμε μια βαριά ήττα. Το έχουμε γράψει και άλλη φορά, το επισημαίνουμε και τώρα. Η διαδικασία οδεύει προς διπλή ονομασία. Το εσωτερικό όνομα της χώρας δεν θα αλλάξει. Η χώρα στο εσωτερικό της θα λέγεται «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Αν αλλάξει κάτι, θα αλλάξει το όνομά της στους διεθνείς οργανισμούς. Κι εκεί θα τελειώσει η ουσία της υπόθεσης. Τα υπόλοιπα θα είναι διάφορες περίτεχνες, διπλωματικές διευθετήσεις που δεν θα κατοχυρώνουν στην ουσία τίποτε.
Έχουμε εισέλθει σε μια μακρά προεκλογική περίοδο. Θα δούμε και θα ακούσουμε πολλά.
Επί της ουσίας, δυστυχώς, όχι μόνο τίποτε δεν θα αλλάξει στη χώρα ως προς τη διακυβέρνησή της, αλλά στο ζήτημα των Σκοπίων θα βιώσουμε μια στρατηγική ήττα.
Τέτοια θέματα σε κοινωνίες που οι πολιτικοί σέβονται το λαό που τους δίνει την εντολή να κυβερνήσουν, δεν αποφασίζονται χωρίς την έγκρισή του.
Ο χρόνος θα δείξει αν, ως λαό, υπάρχει έστω κάτι που μας ενοχλεί. Ή τα ρίξαμε όλα στο «δε βαριέσαι».