Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, στις 8/9/1943, οι Γερμανοί κατείχαν τα Δωδεκάνησα. Η ιταλική φρουρά είχε παραδοθεί και βρισκόταν σε καθεστώς αιχμαλωσίας. Τις απογευματινές ώρες της 11ης Σεπτεμβρίου 1944, 4.115 Ιταλοί στρατιώτες στοιβάχτηκαν στα αμπάρια του νορβηγικού πλοίου «Oria» που είχε επιταχθεί από τις γερμανικές αρχές. Το πλοίο απέπλευσε τις πρώτες βραδινές ώρες από τη Ρόδο με άσχημο καιρό και κατεύθυνση τον Πειραιά. Κατά τη διάρκεια του πλου εν μέσω θυελλωδών ανέμων (έφταναν τα 10 μποφόρ) προσέκρουσε στο βράχο Μεδίνα κοντά στη νησίδα Πάτροκλος, πήρε κλίση και άρχισε να βυθίζεται.
Η θάλασσα ανοιχτά του Σουνίου έγινε ο υγρός τάφος για χιλιάδες Ιταλούς αιχμαλώτους (αξιωματικούς και στρατιώτες) που ήταν στοιβαγμένοι στα αμπάρια του.
Η βύθιση του νορβηγικού πλοίου ήταν μία από τις χειρότερες τραγωδίες στα παγκόσμια ναυτικά χρονικά, πολλαπλασίως μεγαλύτερη από αυτήν του θρυλικού «Τιτανικού» το 1912, ενώ ο αριθμός των θυμάτων το τοποθετεί στην κορυφή των πλέον πολύνεκρων ναυαγίων στη Μεσόγειο.
Το μνημείο που ανεγέρθηκε στο Σούνιο προς τιμήν των θυμάτων (πατήστε πάνω στη φωτογραφία για μεγέθυνση της επιγραφής)
Αν και οι πηγές δεν συμφωνούν, το βέβαιο είναι ότι τελικά τα θύματα υπερέβαιναν τις 4.000 (με πιθανότερο αριθμό τις 4.184). Εκτός από τους αιχμαλώτους, στο πλοίο επέβαιναν ακόμα 90 Γερμανοί στρατιώτες, ενώ το πλήρωμα αποτελούνταν από πέντε ναυτικούς μεταξύ των οποίων ένας Έλληνας μηχανικός, καθώς και ο Νορβηγός καπετάνιος Μπιάρνε Ράσμουσεν.
Κατά το ταξίδι του προς τον Πειραιά το «Oria» συνοδευόταν από ιταλικά ελαφρά αντιτορπιλικά, τα οποία είχαν καταληφθεί από τους Γερμανούς.
Παρά τη σφοδρή κακοκαιρία, τελικά τα πολεμικά πλοία έφτασαν στον Πειραιά και ενημέρωσαν τις Αρχές για το ναυάγιο. Συνολικά διασώθηκαν τα μέλη του πληρώματος, ο καπετάνιος, 45 Γερμανοί και 49 Ιταλοί στρατιώτες, οι οποίοι βγήκαν εξαντλημένοι ή τραυματισμένοι στην ακτή. Μαρτυρίες κατοίκων της περιοχής αναφέρουν ότι για πολλές εβδομάδες τα κύματα ξέβραζαν στη ακτή Χάρακας και στην ευρύτερη περιοχή δεκάδες πτώματα, τα οποία οι Γερμανοί έθαβαν πρόχειρα στην άμμο.
Επισημαίνεται ότι τις ημέρες του ναυαγίου αλλά και τα επόμενα χρόνια διατυπώθηκε η υπόνοια ότι στην πραγματικότητα το «Oria» είχε τορπιλιστεί είτε από γερμανικό είτε από το ελληνικό υποβρύχιο «Παπανικολής». Το σενάριο αυτό στηρίχθηκε σε μαρτυρίες κατοίκων των Λεγραινών ότι άκουσαν έναν δυνατό κρότο λίγο πριν από τη βύθιση του πλοίου.
Στην καραβάνα που βρέθηκε στο ναυάγιο αναγράφεται «MAΜMINA TORNERO PERCHE TI VOGLIO BENE», δηλ. «Μανούλα θα γυρίσω γιατί σ’ αγαπώ» (φωτ.: mixanitouxronou.gr)
Η λογοκρισία
Παρά τον μεγάλο αριθμό των θυμάτων, το ναυάγιο δεν έγινε γνωστό καθώς οι Γερμανοί επέβαλαν λογοκρισία και το συμβάν δεν καταγράφηκε ούτε από το ελληνικό λιμεναρχείο, ούτε από το τότε αρμόδιο υπουργείο.
Μετά τον πόλεμο, το πλοίο ανασύρθηκε από το βυθό και διαλύθηκε για να πουληθούν τα υλικά του για άλλες χρήσεις.
Οι γερμανικές Αρχές Κατοχής απέκρυψαν το γεγονός, ενώ δεν υπήρξε μνεία ούτε στον ελεγχόμενο από αυτές αθηναϊκό Τύπο της εποχής. Εικάζεται πως επρόκειτο για σκόπιμη ενέργεια, προκειμένου να μην ζητηθούν ευθύνες και αποζημιώσεις για το χαμό των αιχμαλώτων, αφού στο μέγεθος της τραγωδίας είχαν αποφασιστική συμβολή οι συνθήκες στοίβαξης και εγκλεισμού των υπεράριθμων Ιταλών στα αμπάρια του σκάφους.
Η υπόθεση του ναυαγίου του «Oria» ήλθε ξανά στην επιφάνεια το 2006 με πρωτοβουλία των τοπικών ελληνικών Αρχών, έπειτα και από τις σχετικές έρευνες του δύτη Αριστοτέλη Ζερβούδη, που ανακάλυψε το ναυάγιο το 1999. Η ταυτοποίηση του ναυαγίου από τον Ζερβούδη έγινε το 2001, μετά από έρευνα στα αρχεία της Γερμανικής Ναυτικής Διοίκησης.
Το 2012 στο Βαϊάνο της Τοσκάνης έλαβε χώρα η πρώτη ιταλική εκδήλωση μνήμης για τα θύματα του «Oria», με τη συνεργασία του Κέντρου Ιστορικής και Εθνογραφικής Τεκμηρίωσης (Fondazione del Centro Documentazione Storico-Etnografica – CDSE).
Το «Oria» κατασκευάστηκε το 1920 στο Σάντερλαντ της Βρετανίας. Αποτελούσε ιδιοκτησία της νορβηγικής εταιρείας Fearnley & Eger και με την έναρξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου οι Γερμανοί το χρησιμοποίησαν για τη μεταφορά στρατευμάτων τους στη Νορβηγία, ενώ κατόπιν εντάχθηκε στις γερμανικές νηοπομπές με προορισμό τη Βόρεια Αφρική.
Τον Σεπτέμβριο του 1943, μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας με τους Συμμάχους και την κατάληψη των Δωδεκανήσων από τις γερμανικές δυνάμεις, το «Oria» βρέθηκε στη Ρόδο, συμμετέχοντας σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των γερμανικών στρατευμάτων στην περιοχή.