Ο Άγιος καταγόταν από την Τραπεζούντα του Πόντου αλλά ζούσε στην Κωνσταντινούπολη, στον Γαλατά, όπου ήταν παντρεμένος και εργαζόταν ως καζαντζής, δηλαδή χαλκωματάς, και κατασκεύαζε χάλκινα σκεύη.
Κάποια μέρα, που ήταν η εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου, διασκέδαζε με κάποιους Τούρκους συμπατριώτες και ομοτέχνους του, παίζοντας ένα παιχνίδι στο εργαστήριό του.
Κάποιος από τους Τούρκους είπε στα ρωμαίικα: Άγιε Νικόλαε, ψωριάρη, βοήθησέ με να νικήσω. Κι ο Ιορδάνης του απάντησε μιλώντας το ίδιο ειρωνικά για τον προφήτη τους. Αφού τελείωσαν το παιχνίδι, πήγαν στα σπίτια τους. Κάποιος από αυτούς όμως πήγε στον δικαστή και έβγαλε απόφαση πως όποιος βρίσει τον προφήτη πρέπει να θανατώνεται. Μόλις το έμαθε ο Άγιος πήγε και κρύφτηκε για κάποιο χρονικό διάστημα σε έναν Τούρκο φίλο του, που είχε μεγάλη θέση. Το έμαθε ο κατήγορός του, και άλλοι Τούρκοι, και κατόρθωσε να βγάλει άλλη απόφαση, πως όποιος Τούρκος κρύβει Χριστιανό βλάσφημο είναι κι αυτός Χριστιανός. Έτσι πήγαν στο βεζίρη και με διαταγή του τον οδήγησαν μπροστά του.
Του λέει ο βεζίρης, ο οποίος τον γνώριζε από πριν: « Άνθρωπε, σύμφωνα με τη μαρτυρία όλων αυτών ή πρέπει να αποκεφαλιστείς ή πρέπει να γίνεις Τούρκος. Αν γίνεις δε Τούρκος, θα σου δώσω μεγάλες τιμές».
Ο μακάριος του Χριστού μάρτυρας του απάντησε: «Δεν αρνούμαι τον γλυκύτατό μου Ιησού Χριστό, αλλά Τον πιστεύω και Τον ομολογώ Θεό αληθινό. Αυτό μόνο ζητώ, να μου δώσεις την άδεια να πάω στο εργαστήριό μου, να τακτοποιήσω τις εκκρεμότητες που έχω και κατόπιν ας γίνει το θέλημά σου». Ο βεζίρης διέταξε τον έπαρχο να τον πάει στο εργαστήριό του και κατόπιν να τον αποκεφαλίσουν.
Ο Άγιος, αφού τακτοποίησε τις υποθέσεις του, ζήτησε την τελευταία συγχώρεση από τους χριστιανούς, ζήτησε να δώσουν τα πράγματά του σε εκκλησίες, σε μοναστήρια και σε ορφανά, και ύστερα οδηγήθηκε στον τόπο της εκτέλεσης.
Σε όλο τον δρόμο έτρεχε χαρούμενος ευχαριστώντας τον Θεό που τον αξίωσε για το μαρτύριο, και ζητούσε συγχώρεση από μικρούς και μεγάλους που συναντούσε. Ήταν θαυμαστό να τον βλέπει κάποιος: ούτε φοβήθηκε ούτε δείλιασε, ούτε η όψη του άλλαξε, παρά περπατούσε χαρούμενος.
Όταν έφθασαν στο Κουτζούκ Καραμάνι τον γονάτισε ο δήμιος για να τον αποκεφαλίσει. Τότε έφθασε απεσταλμένος του βεζίρη και του λέει μυστικά: «Ο βεζίρης σου παραγγέλνει: λυπήσου τη ζωή σου, γίνε Τούρκος μόνο με τα λόγια και πήγαινε όπου θέλεις και ζήσε ως χριστιανός». Ο άγιος του απάντησε: «Ευχαριστώ τον βεζίρη, αλλά αυτό δεν θα το κάνω ποτέ».
Κατόπιν έσκυψε το κεφάλι του και ο δήμιος τον αποκεφάλισε. Τη νύχτα πήγαν οι συγγενείς του και φίλοι, δωροδόκησαν τον έπαρχο, πήραν το τίμιο λείψανό του και το ενταφίασαν στο Μπέγιογλου Πέραν.
- Πηγή: diakonima.gr.