Από το χάραμα της μυθολογίας κι ύστερα ο άνθρωπος ό,τι φοβότανε το θεοποιούσε, για να αποδώσει σ’ αυτό τον πρέποντα σεβασμό, μιας και είναι αληθινό πως ό,τι θεοποιείται δεν αμφισβητείται.
Σύμφωνα με τη «Θεογονία» του Ησίοδου, η Θέμιδα ήταν η δεύτερη σύζυγος του Δία.
Ήταν η προσωποποιημένη μορφή της δικαιοσύνης κι επόπτευε την ορθή τήρηση των νόμων, μαζί με την κόρη της την Ευνομία, η οποία απεικονίζεται να κρατά ζυγαριά. Προς τιμήν της Θέμιδας ονομάζεται το δικαστήριο «Ναός της Θέμιδας». Η Δίκη, που κατά μία εκδοχή ήταν κόρη του Κρόνου και κατά μία άλλη κόρη του Δία και της Θέμιδας, εκπροσωπούσε την απονεμητική δικαιοσύνη και γι’ αυτό ο σεβασμός σ’ αυτήν ήταν ευνόητος.
Αργότερα ο Χριστιανισμός μακαρίζει τους «πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην» και αναγνωρίζει στο πρόσωπο του Θεού τη δικαιοσύνη ως μία από τις πιο σημαντικές ιδιότητές Του σύμφωνα με τη ρήση: «Συ γαρ η αλήθεια, η δικαιοσύνη, το φως». Αλλά και ο Ελύτης, ο βραβευμένος με Νόμπελ λογοτεχνίας ποιητής της πατρίδας μας, παρακαλεί τον Ήλιο της Δικαιοσύνης να μη λησμονήσει τη χώρα του.
Όταν λοιπόν το δίκαιο από θεϊκή ιδιότητα έγινε ανθρώπινη, άλλαξε σε ερμηνευτική και όχι μόνο σημασία. Δικαιολογημένα ο Αριστοτέλης υποστήριζε την άποψη ότι «τα δίκαια κινούνται».
Όταν δηλαδή η ζυγαριά με το ξίφος από τα χέρια της Θέμιδας πέρασαν στα χέρια των ανθρώπων, σε χέρια που αγγίζουν και αγγίζονται, επαναδιατύπωσε την άποψή του ο Μακεδόνας φιλόσοφος στο πνεύμα του γνωμικού: «δικαιοσύνη λυσιτελεί τω έχοντι». Ότι η δικαιοσύνη ωφελεί τον ισχυρό. Αυτόν που διαθέτει εξουσία πάσης μορφής και φύσεως.
Στις μέρες μας η σύγχρονη Θέμιδα άλλοτε κρατά μικρή ζυγαριά και μεγάλο ξίφος, άλλοτε μεγάλη ζυγαριά και μικρό σπαθί, κι άλλοτε έχει συμμετρικά και τα δύο. Με δυο λόγια το δίκαιο του δικαιότερου υποχώρησε στο δίκαιο του ισχυρότερου.
Οι νόμοι κατά τα λεγόμενα του Ανάχαρση μοιάζουν με τον ιστό της αράχνης, που πιάνει τις μικρές μύγες και τα κουνούπια, αλλά αφήνει τις μεγάλες μύγες και τις σφήκες να ξεφεύγουν. Υπάρχουν και φορές, σπάνιες ίσως, όπου οι νόμοι ακυρώνονται από μόνοι τους, όταν περνά το 18μηνο και η δικαστική απόφαση δεν προλαβαίνει να «καθαρογραφεί», κι ας ζούμε στην εποχή του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου!
Η Αθηναϊκή Δημοκρατία, για να μπορέσει να προστατέψει τη δικαιοσύνη από εξωτερικές παρεμβάσεις, επινόησε την Ηλιαία που αποτελούνταν από έξι χιλιάδες δικαστές.
Γιατί, όπως σημειώνει αλλού ο Αριστοτέλης, «Οι γαρ ολίγοι των πολλών ευδιαφθορότεροι εισίν». Οι λίγοι, δηλαδή, διαφθείρονται πιο εύκολα από τους πολλούς.
Σίγουρα η δικαιοσύνη πλαισιώνεται κι από δικαστές που είναι όντως διαμάντια. Το καλό με το κακό συνυπάρχει παντού. Στην Αφρική π.χ. υπάρχουν τα καλύτερα διαμάντια, αλλά εκεί υπάρχει και η Σαχάρα! Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και σε κάθε κοινωνία.
Με δεδομένο ότι θεμέλιος λίθος της δημοκρατίας είναι η δικαιοσύνη καθώς κλείνει μέσα της κάθε άλλη αρετή: «εν δικαιοσύνη συλλήβδην πάσα αρετή εστί» σύμφωνα με το Θεόγνη, είναι άδικο να απαξιώνεται συλλήβδην ως ανεξάρτητη αρχή.
Η απαξίωση των θεσμών βοηθά εκείνους που στοχεύουν σ’ ένα αποδυναμωμένο κράτος.
Η φτώχεια που έχει επιβληθεί στο λαό μας, κάνει επίκαιρη τη ρήση του Λουκιανού: «τα δάνεια δούλους τους ανθρώπους ποιεί». Το «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος» είναι επίκαιρο όσο ποτέ. Οι πρώτοι που θα πρέπει να πληρώσουν είναι οι μεγάλοι οφειλέτες. Η Δικαιοσύνη εκτός από δικαστική έχει και ηθοπλαστική αξία. Οι δίκαιες κρίσεις των δικαστών ενισχύουν τα χρηστά ήθη, γιατί συνάδουν με το λαϊκό αίσθημα.
Όπως ο κάθε δημιουργός κρίνεται από το δημιούργημά του, έτσι κι ο κάθε δικαστικός κρίνεται από τις αποφάσεις του. Το ήθος της πόλης ταυτίζεται με το ήθος των αρχόντων της γενικότερα.