«Κλάδο ελαίας» –όπως «Ειρηνευτική επιχείρηση στην Κύπρο» (1974)– ονομάζει την επιχείρησή της στη Βόρεια Συρία η Άγκυρα, αγωνιώντας να καταδειχθεί προς τη διεθνή κοινωνία κρατών ότι η Τουρκία έχει το ηθικό δικαίωμα επέμβασης, επιβολής και διενέργειας εθνοκαθάρσεων…
Θυμίζει τα λόγια του Βρετανού στρατηγού Στάνλεϊ Μοντ προς το λαό της Μεσοποταμίας στις 19 Μαρτίου 1917, τα οποία βέβαια θα μπορούσε κάλλιστα να είχε εκστομίσει ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος ή ο Κόλιν Πάουελ εν έτει 2003:
Τα στρατεύματά μας δεν έρχονται στις πόλεις και στα εδάφη σας ως κατακτητές ή εχθροί, αλλά ως απελευθερωτές… Δεν αποτελεί επιθυμία της κυβέρνησής μας να επιβληθούμε σε εσάς… Επιθυμία μας είναι να ευημερήσετε όπως παλιά, όταν τα εδάφη σας ήταν εύφορα, όταν οι πρόγονοί σας έδωσαν στον κόσμο τη λογοτεχνία, την επιστήμη και την τέχνη, και όταν η Βαγδάτη ήταν ένα από τα θαύματα του κόσμου… Συνιστά ελπίδα μας ότι οι προσδοκίες των φιλοσόφων και των συγγραφέων σας θα γίνουν πραγματικότητα και ότι ο λαός της Βαγδάτης θα ανθήσει και πάλι, απολαμβάνοντας τον πλούτο του εντός θεσμικού πλαισίου, το οποίο βρίσκεται σε αρμονία με τους ιερούς νόμους και τα ιδανικά του.
«Και ύστερα ήρθαν οι πετρελαϊκές εταιρείες» θα μπορούσε να είναι η καταληκτική φράση στα παραπάνω, τα οποία φανερώνουν ότι η επεμβατική δύναμη προσπαθεί πάντα να μειώσει το κόστος της επέμβασής της προσεταιριζόμενη το πλήθος των εν δυνάμει ανταρτών.
«Κλάδος ελαίας» λοιπόν, και οι πάντες αναρωτιούνται γιατί δεν αντιδρούν οι ΗΠΑ, όχι με εφαλτήριο τα ανθρωπιστικά ιδεώδη της ηγεσίας μιας μεγάλης δύναμης(!) αλλά τουλάχιστον υπό το πρίσμα των στρατηγικών συμφερόντων τους στην περιοχή, τα οποία έχουν ταυτίσει με τον κουρδικό παράγοντα. Η αμερικανική γραφειοκρατία εργάζεται και απεργάζεται, ενώ οι ομάδες συμφερόντων προωθούν προτάσεις πολιτικής.
Είναι γρίφος τι θα επικρατήσει στο επίπεδο της τακτικής, ωστόσο γνωρίζουμε τις σταθερές της αμερικανικής υψηλής στρατηγικής.
Κεντρικό δεδομένο είναι ότι το αμερικανικό στρατηγικό βάρος μετακυλίεται προς τον Ειρηνικό με σκοπό την εξισορρόπηση της Κίνας. Αυτό δεν σημαίνει ότι η γεωστρατηγικά κρίσιμη Ευρύτερη Μέση Ανατολή εγκαταλείπεται, αλλά απλώς χαλαρώνει η στρατηγική δέσμευση-προσήλωση (commitment) της Ουάσινγκτον. Σημαίνει ότι στον ορθολογικό επιμερισμό των δυνάμεων σε πλανητικό επίπεδο, η Ευρύτερη Μέση Ανατολή έχει απωλέσει τη σχετική αξία της έναντι άλλων περιοχών δυνητικής ανάφλεξης, και ως εκ τούτου οι διπλωματικές και στρατιωτικές δεσμεύσεις των ΗΠΑ έχουν μειωθεί. Η εν λόγω περιστολή οφείλεται τόσο στην άνοδο της Κίνας, όσο όμως και στην αντίστοιχη κάμψη της ισχύος των ανταγωνιστών των ΗΠΑ στην περιοχή.
Με απλά λόγια, οι Αμερικανοί θεωρούν ότι μπορούν να διαχειριστούν την κατάσταση στη Μέση Ανατολή δεσμευόμενοι πολύ λιγότερο σε σχέση με το παρελθόν. Πώς; Μέσω ενός πλέγματος περιφερειακών τοποτηρητών – κομβικών συμμάχων και με σημαντικό διακύβευμα τη διασφάλιση του Ισραήλ. Συνεπώς, κεντρικό ζήτημα είναι ποιοι θα είναι οι εν λόγω τοποτηρητές, και σε αυτό το σημείο υπεισέρχονται οι ζυμώσεις στο εσωτερικό επίπεδο.
Το ποιος θα επικρατήσει θα εξαρτηθεί εν πολλοίς από την επιχειρησιακή ικανότητα του υποστηριζόμενου, είτε αυτοί είναι οι Κούρδοι είτε οι Τούρκοι είτε οποιοιδήποτε άλλοι.
Θα εξαρτηθεί και από το βαθμό σύγκλισης των συμφερόντων. Αν δε συντελείτο η μετακύλιση του στρατηγικού βάρους στον Ειρηνικό, ενδεχομένως οι ΗΠΑ να ήταν περισσότερο και ουσιαστικότερα παρεμβατικές με την επιχειρησιακή ικανότητα των μερών να διαδραματίζει μικρότερο ρόλο. Όμως τώρα τα δεδομένα είναι διαφορετικά.
Κάπως έτσι προέκυψε και το άρθρο του «Έλληνα» απόστρατου ναυάρχου του αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού Τζέιμς Σταυρίδη, ο οποίος επιχειρηματολογεί περί του ότι οι ΗΠΑ οφείλουν να στηρίξουν την Τουρκία στις πολεμικές επιχειρήσεις της εναντίον των Κούρδων στη Βόρεια Συρία. Μάλιστα, η τεκμηρίωση της θέσης του συνοψίζεται στη φράση «καλοί οι Κούρδοι, αλλά καλύτεροι οι Τούρκοι για τις ΗΠΑ». Αντιλαμβάνομαι τη διαδρομή της σκέψης ενός Αμερικανού απόστρατου και γι’ αυτόν το λόγο δεν με ξενίζει. Με ξενίζουν οι λωτοφάγοι συμπατριώτες μου, οι οποίοι σπεύδουν κάθε τόσο να αποθεώνουν ως σωτήρα τον οποιονδήποτε έχει απλά ένα ελληνίζον επίθετο.