Είναι να λυπάται κανείς για την κατάντια της πάλαι ποτέ υπερδύναμης που έγινε αρνάκι. Ο Ταγίπ Ερντογάν απείλησε τις Ηνωμένες Πολιτείες πως αν δεν σταματήσουν να υποστηρίζουν τις κουρδικές δυνάμεις στη Συρία, τις οποίες χαρακτηρίζει «τρομοκρατικές», οι στρατιωτικές δυνάμεις των ΗΠΑ μπορεί να έρθουν σε αντιπαράθεση με τις τουρκικές. Δυστυχώς, η αμερικανική απάντηση ήταν μια απολογία ότι το Πεντάγωνο παρακολουθεί τη διαδρομή των όπλων που έδωσε στους Κούρδους για να αντιμετωπίσουν το Ισλαμικό Κράτος και μια σύσταση προς τους Κούρδους να μην τα χρησιμοποιήσουν στο Αφρίν κατά των Τούρκων.
Αμερικανικές δυνάμεις δεν υπάρχουν στο Αφρίν αλλά 100 χιλιόμετρα ανατολικά, στην πόλη Μένπετζ, την οποία κατέχουν οι Κούρδοι και στην οποία βρίσκονται και 2.000 Αμερικανοί στρατιώτες οι οποίοι παρενεβλήθησαν μεταξύ των τουρκικών και κουρδικών δυνάμεων, καλύτερα μεταξύ των τουρκικών και των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων στις οποίες κυριαρχούν οι Κούρδοι αλλά δεν απαρτίζονται μόνο από Κούρδους.
Που βασίζεται ο Ερντογάν και είναι τόσο επιθετικός και τόσο απειλητικός προς τις Ηνωμένες Πολιτείες;
Πρωτίστως, στον αμερικανικό φόβο πως εδώ που έφθασαν τα πράγματα, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο η Τουρκία να διολισθήσει προς την επιρροή της Ρωσίας.
Σε αντίθεση με τους Αμερικανούς, οι Ρώσοι κινήθηκαν έξυπνα στη συριακή σκακιέρα και έχουν οδηγήσει τις εξελίξεις στο σημείο ή να έρθουν οι ΗΠΑ σε ακραία αντιπαράθεση με τη σύμμαχό τους στο ΝΑΤΟ Τουρκία, ή να εκδηλώσουν μια τεράστια αδυναμία ελέγχου των εξελίξεων στην περιοχή, που τους οδηγεί σε απώλεια κύρους και, ενδεχομένως, και συμμαχιών. Η εικόνα που δίνει η Ουάσινγκτον είναι εγκατάλειψη των συμμάχων της στους οποίους βασίστηκε για την εξάλειψη του κινδύνου από το Ισλαμικό Κράτος ή αδυναμία υποστήριξής τους. Και τα δύο είναι αρνητικά για το κύρος της υπερδύναμης.
Το Αφρίν είναι το δυτικότερο τμήμα στη Βόρεια Συρία το οποίο βρίσκεται υπό κουρδική διοίκηση. Είναι απομονωμένο από τις άλλες κουρδικές περιοχές και ο Ερντογάν επέλεξε να επιτεθεί πρώτα σ’ αυτό για να το ελέγξει και στη συνέχεια στην πόλη Μένπετζ, ανατολικότερα.
Στόχος του Ερντογάν είναι να σπρώξει τους Κούρδους ανατολικά του Ευφράτη διότι θεωρεί επικίνδυνη την παρουσία τους και τον έλεγχο της περιοχής που σήμερα κατέχουν.
Ο Ερντογάν κατηγορεί επίσης τους Κούρδους της Συρίας ότι συνεργάζονται με τους ομοεθνείς τους του PKK (τους Κούρδους της Τουρκίας που από το 1985 διεξάγουν ένοπλο αγώνα στο εσωτερικό της Τουρκίας) και έχουν στόχο τη δημιουργία κουρδικής οντότητας με την απόσχιση κουρδικών εδαφών (από την Τουρκία, τη Συρία, το Ιράν και το Ιράκ).
Οι Κούρδοι της Συρίας αρνούνται ότι επιδιώκουν την απόσχιση από τη Συρία και υποστηρίζουν πως η θέση τους είναι η δημιουργία μιας ενιαίας ομοσπονδιακής Συρίας. Ο Άσαντ δεν το θέλει αυτό αλλά δεν το αποκλείουν οι Ρώσοι, οι οποίοι σε ένα από τα σχέδια που παρουσίασαν στο παρελθόν, περιέλαβαν ανάλογη πρόβλεψη.
Στο Αφρίν υπήρχε –μέχρι πριν αρχίσει η τουρκική επιχείρηση την οποία ονόμασαν «Κλάδο Ελαίας»– ρωσική παρουσία η οποία αποσύρθηκε για να διευκολυνθεί η Άγκυρα. Γι’ αυτό οι Κούρδοι και άλλοι διεθνείς αναλυτές κατηγορούν τη Ρωσία για προδοσία.
Ουσιαστικά, η Μόσχα έθεσε τους Κούρδους στο δίλημμα ή να δεχθούν την είσοδο στο Αφρίν των συριακών κυβερνητικών δυνάμεων ή να αντιμετωπίσουν την τουρκική επίθεση. Οι Κούρδοι αρνήθηκαν να παραδώσουν στον Άσαντ την περιοχή την οποία ελέγχουν διοικητικά, οι Ρώσοι αποσύρθηκαν, και από τις 20 Ιανουαρίου άρχισαν οι Τούρκοι να βομβαρδίζουν αεροπορικώς και με πυροβολικό το Αφρίν.
Παρά τη δήλωση Ερντογάν ότι σε τρεις ημέρες θα πολιορκούσε και θα καταλάμβανε την πόλη του Αφρίν, οι τουρκικές δυνάμεις φαίνεται πως στο επιχειρησιακό επίπεδο συναντούν δυσκολίες, διότι οι μέρες περνούν και αποτελέσματα δεν υπάρχουν. Οι Τούρκοι συνεργάζονται με δυνάμεις της συριακής αντιπολίτευσης τις οποίες βάζουν στην πρώτη γραμμή της εισβολής και ακολουθεί ο τουρκικός στρατός, αλλά όπως αναφέρθηκε τα πράγματα δεν εξελίσσονται καλά για τους Τούρκους. Ο Ερντογάν αναζητά νέους μισθοφόρους στις δυνάμεις της Αλ Κάιντα για να μπορέσουν να προχωρήσουν προς την πρωτεύουσα του Αφρίν. Η περιοχή στην οποία θέλει να εισβάλει η Τουρκία είναι ορεινή και κανείς εισβολέας δεν μπόρεσε να την κατακτήσει. Ακόμη και οι Γάλλοι όταν κατέλαβαν με τις αποικιοκρατικές τους δυνάμεις τη Συρία δεν μπήκαν στο Αφρίν.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δείχνουν μια παράξενη αδυναμία στην περιοχή. Από την εποχή του Ομπάμα που υποβάθμισε την παρουσία των ΗΠΑ μέχρι και σήμερα που μάλλον δεν έχουν πολιτική, εμφανίζονται χωρίς σθένος και χωρίς στόχους. Δεν ξέρουν τι θέλουν, ή και όπου ξέρουν δεν μπορούν να διαμορφώσουν πολιτική και να την προωθήσουν. Έχουν γίνει υποχείριο της Τουρκίας με διάφορους εκβιασμούς και δεν παρουσιάζουν εναλλακτική πολιτική στην προσέγγιση της Άγκυρας προς τη Ρωσία. Δεν ξέρουν τι να κάνουν σε περίπτωση που η Τουρκία απειλήσει με αποχώρηση από το ΝΑΤΟ. Εκεί που οι αμερικανικές εφημερίδες και τα αμερικανικά think tanks μιλούσαν για εξώθηση της Άγκυρας εκτός ΝΑΤΟ αν δεν συμμορφωνόταν με τις επιλογές της Συμμαχίας, φθάσαμε να φοβάται η Ουάσινγκτον μήπως απομακρυνθεί η Τουρκία.
Το συριακό πεδίο έδειξε πως οι ΗΠΑ όχι μόνο δεν είναι η μόνη υπερδύναμη, ίσως δεν είναι καν η prima ante pares – η πρώτη μεταξύ ίσων.
Η Αμερική βάσιζε την ηγεμονία της στην τεχνολογική υπεροχή που της προσέδιδε το πλεονέκτημα στους εξοπλισμούς, την παιδεία της, την οικονομία της και τις δημοκρατικές της αξίες. Σχεδόν σε όλα έχει πλέον ανταγωνιστές, ή έχει υποχωρήσει.
Ορισμένους τους χαροποιεί η αμερικανική αυτή υποχώρηση. Αλλά δεν έχουν σκεφτεί τι θα σημαίνει να αναλάβει την παγκόσμια ηγεμονία μια ασιατική δύναμη της οποίας τα πολιτισμικά πρότυπα είναι διαφορετικά.
Στις αρχές του ’90 κυκλοφόρησε ένα δίτομο έργο με συγγραφέα τον Πολ Κένεντι. Τίτλος του ήταν Η άνοδος και η πτώση των Μεγάλων Δυνάμεων. Ο συγγραφέας του εντόπιζε ως αιτία της παρακμής την υπερεπέκταση στην οποία οδηγούνται αναγκαστικά οι μεγάλες δυνάμεις. Η Αμερική υπερεπεκτάθηκε, και σήμερα, στη χειρότερη εσωτερική της συγκυρία, αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό και έκδηλη αδυναμία τις παγκόσμιες αλλαγές.
Την ίδια μοίρα θα έχει και η απερίσκεπτη Τουρκία του Ερντογάν, αλλά θα πάρει λίγο καιρό.
Η Αθήνα δεν έχει περιθώρια να μην αναλύσει αυτές τις εξελίξεις και να μην διαμορφώσει πολιτικές αντιμετώπισής τους. Γι’ αυτό χρειάζεται να ικανοποιηθούν δύο παράμετροι: πρώτον όσο το δυνατόν πιο γρήγορη έξοδος από την κρίση και δεύτερον ενότητα. Διαφορετικά θα βγούμε χαμένοι.