Η συγκέντρωση της Θεσσαλονίκης, με απόν το πολιτικό σύστημα, έδειξε ότι υπάρχουν ακόμη αντανακλαστικά στην κοινωνία. Μια κοινωνία διαλυμένη από τις μνημονιακές πολιτικές και κυβερνήσεις, ηττοπαθή και παραιτημένη. Μέχρι χτες τουλάχιστον.
Η τεράστια συμμετοχή αποτελεί καλό νέο, που θα πρέπει να αξιοποιηθεί κατάλληλα και προς τη σωστή κατεύθυνση.
Έτσι:
Η εγρήγορση θα πρέπει να συνεχίσει και να στοχεύσει σε μιαν άλλη πολιτική για το Σκοπιανό, η οποία θα επικεντρώνει στο ζήτημα του αλυτρωτισμού των Σκοπίων. Πράγματι, μέχρι τώρα η «διαλλακτικότητα» που δείχνουν οι Σκοπιανοί αφορά το όνομα, ενώ αφήνει ανέγγιχτη τη θεωρία τους ότι υπάρχει η Μακεδονία του Αιγαίου, η οποία πρέπει να απελευθερωθεί. Ο αλυτρωτισμός διαπερνά τη σκοπιανή ιδεολογία, από το σύνταγμα μέχρι την εκπαίδευση της γειτονικής χώρας.
Το κυβερνών κόμμα, του οποίου στελέχη και συνιστώσες αποκαλούσαν τα Σκόπια «Μακεδονία», περιορίζεται στην κουβέντα για το όνομα, όπως και οι προηγούμενες κυβερνήσεις, και αφήνει απ’ έξω τον αλυτρωτισμό. Αυτό δημιουργεί διαχρονικά προβλήματα στη διαχείριση του ζητήματος, αφού οι γείτονες το εκμεταλλεύονταν επικοινωνιακά παλιότερα, εμφανιζόμενοι σαν αδικημένοι που τους στερούμε τάχα το δικαίωμα αυτοκαθορισμού (επιχείρημα που έπιανε σε μη πληροφορημένο διεθνές ακροατήριο). Το εκμεταλλεύονται και τώρα, αφού εμφανίζονται έτοιμοι για κάποια κοινά αποδεκτή ονομασία δίχως να υποστέλλουν τον αλυτρωτισμό, ούτε τους πιέζομε κι εμείς.
Αν μεταφέρομε τη συζήτηση στην ουσία, κερδίζομε πολλά: μεταφέρομε την πίεση στους Σκοπιανούς, καθώς θα πρέπει να αποδείξουν έμπρακτα ότι δεν διεκδικούν εδάφη δικά μας, προετοιμάζομε τη διεθνή κοινότητα να καταλάβει τι πράγματι συμβαίνει, να νιώσει την ουσία του σκοπιανού αφηγήματος. Έτσι, όταν τα Σκόπια αποκηρύξουν τον αλυτρωτισμό, το όνομα θα λυθεί από μόνο του και σε κατεύθυνση που θα συνάδει με τα εθνικά συμφέροντα. Ενώ αν τώρα καταλήξομε σε μια κοινά αποδεκτή ονομασία και δε συζητήσομε για τις σκοπιανές διεκδικήσεις, θα βρούμε από την πίσω πόρτα αυτό που νομίζομε ότι πετάξαμε από το παράθυρο.
Η επιτυχία του συλλαλητηρίου έφερε σε αμηχανία το πολιτικό σκηνικό.
Γι’ αυτό και κατασυκοφαντήθηκε ως ακροδεξιό και ακραίο από την κυβέρνηση και τον υπόλοιπο εθνομηδενιστικό νεοταξικό χώρο, γι’ αυτό και τονίστηκε νωρίτερα ότι δεν συνίσταται η διεξαγωγή του. Για άλλη μια φορά θέλησαν να χαρίσουν τον πατριωτισμό στη Χρυσή Αυγή οι υπηρέτες της παγκοσμιοποίησης και του Σόρος. Και διαψεύστηκαν από την παλλαϊκότητα της συμμετοχής και την ανταπόκριση του λαού. Αλλά ήταν χαρακτηριστική και η στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, της οποίας ο αρχηγός επίσης αμήχανα ένιωσε, και σύρθηκε σε μια δήλωση «κατανόησης και σεβασμού» του λαϊκού αισθήματος, δείχνοντας ότι δεν το συμμερίζεται, δείχνοντας πόσο αποστασιοποιημένος είναι από το ζήτημα κι ότι μόνο από ψηφοθηρική σκοπιά το προσεγγίζει. Εμείς όμως θα πρέπει να χτίσομε πάνω στην επιτυχία αυτή, ώστε να δημιουργηθεί ένα κίνημα απελευθέρωσης, που θα βάλει τα θεμέλια για την αντιστροφή της παρακμής και την αντίσταση σ’ αυτούς που μεταβάλλανε την πατρίδα μας σε αποικία, ξένους αλλά και ντόπιους λακέδες τους.
Η πανελλήνια συμμετοχή, με διακριτή τη συμπαράσταση της Κρήτης, σφυρηλατεί ξανά την αίσθηση της αλληλεγγύης μεταξύ των ελληνικών πληθυσμών και οδηγεί στη σύμπηξη ενός μετώπου που ενώνει την κοινωνία στον μεγάλο της αγώνα, που είναι να ξαναπάρομε τη χώρα στα χέρια μας. Αυτό θα γίνει μέσα από την αυτοοργάνωση του λαού, την απόρριψη του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος και τη συνειδητοποίηση ότι ένας αντιαποικιοκρατικός αγώνας είναι υποχρεωτικά εθνικοαπελευθερωτικός.
Για να θυμηθούμε και να επαναλάβομε τα λόγια ενός μεγάλου επαναστάτη που σκοτώθηκε μαχόμενος δίχως να αλλοτριωθεί από την εξουσία, Πατρίδα ή Θάνατος!
Μανώλης Εγγλέζος-Δεληγιαννάκης