Ακριβώς πριν από 99 χρόνια, στις 18 Ιανουαρίου 1919, άρχισε η Διάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι, η οποία έθεσε επίσημα τέλος στον «Μεγάλο Πόλεμο» ή τον «Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο», όπως ονομάστηκε αργότερα όταν η ανθρωπότητα αντίκρισε τη φρίκη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Στην εν λόγω Διάσκεψη καθορίστηκε η τύχη των ηττημένων, μέσω της υπογραφής συνθηκών, καθεμία εκ των οποίων έλαβε το όνομα του προαστίου της γαλλικής πρωτεύουσας, όπου υπεγράφη: Συνθήκη των Βερσαλλιών για τη Γερμανία, Νεϊγύ για τη Βουλγαρία, Αγίου Γερμανού για την Αυστρία, Τριανόν για την Ουγγαρία και Σεβρών για την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η τελευταία είναι και η πλέον γνωστή σε εμάς τους Έλληνες, καθώς συμπύκνωσε την υλοποίηση του οράματος της «Μεγάλης Ιδέας» διαμέσου των γνωστών εκτεταμένων εδαφικών παραχωρήσεων.
Εντούτοις, με τι συνδέθηκε αυτή η εξέλιξη σε επίπεδο περιφερειακής κατανομής ισχύος και διεθνών συσχετισμών; Κατ’ ουσία σήμανε την επίλυση του Ανατολικού Ζητήματος με ευνοϊκούς όρους για την Ελλάδα. Το Ανατολικό Ζήτημα αφορούσε την ανοιχτή και συνεχιζόμενη σύγκρουση μεταξύ τόσο των Μεγάλων Δυνάμεων όσο και των «εκπροσώπων» τους στην περιοχή, με διακύβευμα την τύχη των εδαφών της σταθερά παρακμάζουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ιδιαιτέρως μετά τις αρχές του 19ου αιώνα.
Στον αγώνα δρόμου για την απόκτηση πλεονεκτικής θέσης, η Ελλάδα κατάφερε να συνδέσει τα συμφέροντά της με τους κατάλληλους συμμάχους, οι Ένοπλες Δυνάμεις της να αποδείξουν το αξιόμαχό τους, και να νομιμοποιήσει με τον πλέον εμφατικό τρόπο τις αξιώσεις της στη βάση εθνοτικών, ιστορικών, πολιτικών και οικονομικών δεσμών με τους πληθυσμούς της Ανατολίας. Προφανώς, η απώλεια των συμμάχων και σειρά πολιτικών και στρατηγικών λαθών οδήγησαν στη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, αλλά ας μου επιτραπεί να μη σταθώ σε αυτά στο σημερινό κείμενο.
Εστιάζω στον επετειακό χαρακτήρα της ημέρας και στο βασικό δεδομένο, το οποίο μας οδήγησε στη Συνθήκη των Σεβρών και ήταν οι λεγόμενες «πελατειακές σχέσεις» του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Οι πελατειακές σχέσεις (νομίζω ότι ο αγγλικός όρος «patron-client relations» είναι πιο εύστοχος) συνίστανται σε ένα πλαίσιο διακρατικών σχέσεων μεταξύ ενός «κράτους-πελάτη» και ενός «κράτους-πάτρωνα» και είναι συνήθως ανεπίσημες και ανισομερείς. Υπό μία έννοια, ο πελάτης «αγοράζει» ασφάλεια από τον πάτρωνα εξυπηρετώντας ορισμένες από τις στοχεύσεις του. Άρα, λαμβάνει χώρα μια αμοιβαιότητα κατά την οποία ο ανίσχυρος πελάτης εξισορροπεί μια απειλή εξασφαλίζοντας τη συνδρομή του πάτρωνα με αντάλλαγμα την παροχή προς αυτόν πάσης φύσης εξυπηρετήσεων – όπως ελευθερία διέλευσης στρατευμάτων, χρήση του εναέριου και θαλάσσιου χώρου, παροχή στρατιωτικών βάσεων ή και συνδρομή σε στρατιωτικές επιχειρήσεις. Έτσι, ο πελάτης ενισχύει τους συντελεστές ισχύος του και ο πάτρωνας διευκολύνεται κατά την υλοποίηση των μείζονων στρατηγικών σκοπών του. Γι’ αυτόν το λόγο, η αναγκαιότητα εγκαθίδρυσης πελατειακών σχέσεων για τις μικρομεσαίες δυνάμεις προκύπτει ως αδυναμία εξασφάλισης της αυτοβοήθειάς τους έναντι μείζονων απειλών.
Στην περίπτωση της Ελλάδας της δεκαετίας του ’20, ο Βενιζέλος οδηγήθηκε σε αυτή τη στρατηγική επιλογή θεωρώντας:
- υψηλό το διακύβευμα (πολυπληθείς ελληνικές κοινότητες στη Μικρά Ασία και αλλού, οι οποίες θα έμεναν απροστάτευτες),
- ουτοπική την άποψη ότι η χώρα μπορούσε να μείνει αμέτοχη εν τω μέσω των βαλκανικών εθνικισμών και ηγεμονισμών, και
- επικίνδυνη την προοπτική να διαμοιραστούν τα εδάφη των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας εν τη ελληνική απουσία (όπως φάνηκε διαμέσου της κατοχής της ανατολικής Μακεδονίας παρά την ουδετερότητα τον Αύγουστο του 1916).
Αφού προχώρησε σε μια ορθολογική εκτίμηση για τη διεθνή κατανομή ισχύος και ρόλων, ο Βενιζέλος ενέταξε τη χώρα «ψυχή τε και σώματι» σε συγκεκριμένο συνασπισμό δυνάμεων, εξασφάλισε την ύψιστη δυνατή κινητοποίηση των εσωτερικών συντελεστών ισχύος και διεξήγαγε διπλωματικούς ελιγμούς επί ελιγμών, διασυνδεδεμένους πάντα με τον πρότερα επιλεγμένο «κατάλληλο πάτρωνα». Τα παραπάνω δεν σήμαιναν φυσικά κάποιο είδος εμμονής. Αντιθέτως, εντάσσονταν πάντοτε σε μια βαθιά κατανόηση του momentum, όπως έδειξε και η στάση του έναντι των Κρητών συμπατριωτών του με το δραματικό «εφ’ όσον η παρούσα Κυβέρνησις προΐσταται εν Ελλάδι οι Κρήτες δεν θα εγίνοντο δεκτοί εν τη αιθούση ταύτη» της 10ης Νοεμβρίου 1911.
Αντί επιλόγου, ας αναλογιστεί ο καθένας μας τι οφείλει να πράξει σήμερα η χώρα μας ενώπιον των αναδυόμενων προκλήσεων στην ευρύτερη Μέση Ανατολή και στα Βαλκάνια. Η ιστορία δίδει απαντήσεις.