Όταν ρωτήθηκε ο Θαλής τι είναι το μεγαλύτερο από όλα, απάντησε η ανάγκη. Στην ανάγκη υπακούν και οι θεοί. «Μπροστά στην ανάγκη κάθε ιδεαλισμός είναι απάτη», λέει ο Νίτσε. Το να είμαστε ιδεαλιστές είναι ένας ωραίος τρόπος να περάσουμε από τον κόσμο χωρίς να αποκτηνωθούμε και να απαρνηθούμε τα όνειρά μας. Όνειρα που τα σχεδιάζει ο αρχιτέκτονας νους, αλλά για να γίνουν χρειάζεται και ο χτίστης νους. Η θεωρία από μόνη της είναι μισή.
Μάταιος αγώνας δεν υπάρχει. Αν δεν υπήρχε η περιπέτεια δεν θα υπήρχε και η Οδύσσεια. Δεν θα υπήρχαν η Καλυψώ και η Κίρκη. Η νοσταλγία δεν θα ήταν κρυμμένη στη νοστιμάδα του λωτού.
Τίποτα δεν χάνεται για πάντα που να έχει μέσα του το φως. Πολλά από τα αστέρια που φωτίζουν ουρανό είναι πεθαμένα εδώ κι εκατομμύρια χρόνια. Είναι άδικο να μην έχει δικό της όνομα η νύχτα. Πώς αλλιώς θα υπήρχε το όνειρο, δίχως αυτήν; Πώς θα υπήρχε το πορφυρένιο χρώμα στον ουρανό αν δεν υπήρχε κάπου μια φωτιά να καίει; Στο σύμπαν τα πάντα δρουν διαδραστικά. Αν θες να είναι φωτεινός ο ουρανός σου, σήκωσε τον ήλιο όσο μπορείς πιο ψηλά. Και μην ξεχνάς πως ο ήλιος για να δώσει φως καίγεται ο ίδιος.
Η μοίρα των καλών είναι να πίνουν το κώνειο που τους προσφέρουν οι κακοί από την εποχή του Σωκράτη. Να ζουν σε περιβάλλον τοξικό. Μόνιμη ευτυχία στον κόσμο δεν υπάρχει. Κι αν υπήρχε δεν θα είχε και τόση αξία. Η πιο μεγάλη χαρά πηγάζει από το πηγάδι της λύπης, όπως ο ήλιος μέσα από τη συννεφιά. Καμιά ζωή δεν είναι ανεκτή όταν η απογοήτευση γίνει ένοικός της. Η ευτυχία –μας ξαναθυμίζει ο Νίτσε– δίνεται μόνο σε αναλαμπές.
Για να συνειδητοποιήσουμε πού φταίξαμε, πρέπει να δούμε τι κάναμε από εκεί που περάσαμε. Τι κερδίσαμε και τι χάσαμε. Τι ζήσαμε και τι κρατήσαμε. Να ξεχωρίσουμε τις «διαβατάρικες» από τις μόνιμες στιγμές. Κι έπειτα να δούμε αν η ζωή ήταν όπως την θελήσαμε. Αν χρωστάμε και κάτι στον εαυτό μας. Κάτι που θελήσαμε αλλά δεν το τολμήσαμε.
Ζωή σου είναι ό,τι έδωσες, λέει ο Σεφέρης.
Την απόσταση από τα οράματα ως την πραγμάτωσή τους τη λέμε ζωή. Στη εποχή που ζούμε όλα τρέχουν γρήγορα. Ο άνθρωπος ακολουθεί τη ροή πριχού προλάβει να σκεφθεί. Μαθαίνει πριν από την αγάπη το σεξ, και την «αρπαχτή» πριν από τον έρωτα. Ένα ταξίδι η ζωή, με νύχτες ακοίμητες. Ένα ταξίδι στη βροχή, την ψυχή και στο κορμί που αποτύπωσε τις αναμνήσεις της.
Στο ταξίδι αυτό ο καθένας μας γίνεται πιο σοφός. Μαθαίνει ότι η αγάπη σκοτώνεται από τον αγαπημένο, ο έρωτας απατάται από τον ερωτευμένο και η πολιτική εξαπατάται από τον πολιτικό. Ότι ο εχθρός βρίσκεται μέσα του. Μέσα του η κόλαση και ο παράδεισος. Ό,τι βλέπει και ό,τι ζει είναι η αντανάκλαση του εσωτερικού του κόσμου. Κανείς δεν θα δει τον κόσμο του γεμάτο, αν μέσα του είναι άδειος.
Ο Έλληνας είναι και μισέλληνας. Μισεί τον συνάνθρωπό του που έχει κάνει βήματα μπροστά σε παιδεία, σε περιουσία ή όποια άλλη επιτυχία. Είναι πολιτικός κι αντιπαθεί τον συνάδελφό του. Είναι καθηγητής και δεν θέλει τον όμοιό του. Γέννησε τον Σωκράτη και του έδωσε να πιει το κώνειο. Τον Φειδία τον καταδίκασε για ιεροσυλία.
Τον Θεμιστοκλή τον εξόρισε. Φυλάκισε τον Κολοκοτρώνη, τον Ανδρούτσο τον γκρέμισε από την Ακρόπολη και τον Καποδίστρια τον δολοφόνησε ημέρα Κυριακή έξω από την εκκλησία.
Ο Έλληνας μπορεί και να μισεί την ίδια του την πατρίδα. Κάνει τον τρελό για να μην υπηρετήσει στο στρατό. Είναι πολιτικός και φυγαδεύει τα λεφτά του έξω. Είναι υπουργός και δεν συμπληρώνει σωστά τη φορολογική του δήλωση, είναι ανίκανος για το καθετί, αλλά μπορεί να κυβερνήσει τη χώρα.