Λίγο πριν από τις επερχόμενες προεδρικές εκλογές, οι οποίες έχουν τη δική τους ξεχωριστή σημασία, υπάρχουν ήδη ηχηρά μηνύματα τα οποία δεν μπορούν να αγνοηθούν. Συγκεκριμένα, παρουσιάζονται τα σύνθετα φαινόμενα της απαξίωσης, της απογοήτευσης, καθώς και η ανάγκη για καλύτερες επιλογές σε όλα τα επίπεδα.
Σημειώνεται, πρώτα απ’ όλα, ότι δυστυχώς από τις 40.000 νέους ψηφοφόρους έχουν εγγραφεί στους εκλογικούς καταλόγους μόνο 10.473, δηλαδή ένα ποσοστό 26,18%.
Αυτό είναι ενδεικτικό όχι μόνο της απαξίωσης που επικρατεί, αλλά και της πεποίθησης ότι το πολιτικό σύστημα αλλά και η πολιτική δεν μπορούν να επηρεάσουν τη ζωή τους θετικά. Ένα από τα επιπρόσθετα επικίνδυνα σημεία είναι ότι η θέση αυτή, λίγο ή πολύ, στην πράξη αντικρίζει όλους τους σχηματισμούς και υποψήφιους με ισοπεδωτικό τρόπο. Δεύτερον, αναμένεται να υπάρξει σχετικά ψηλή αποχή στις προεδρικές εκλογές, ένα ποσοστό το οποίο θα κυμαίνεται γύρω στο 25%. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα μεγάλα προβλήματα και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Κύπρος, θα ανεμένετο να υπάρξει μεγαλύτερη κινητοποίηση ψηφοφόρων. Ας ελπίσουμε ότι στις επόμενες λίγες βδομάδες που απομένουν θα πεισθούν οι ψηφοφόροι να προσέλθουν στις κάλπες. Τρίτο, συστηματικά στις δημοσκοπήσεις διαφαίνεται ότι ως επί το πλείστον οι πολίτες επιλέγουν το μη χείρον βέλτιστον. Αυτό αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι οι πολίτες είχαν και έχουν ψηλότερες προσδοκίες.
Μπορεί όμως να λεχθεί ότι τα προβλήματα αυτά δεν είναι αποκλειστικά ένα κυπριακό φαινόμενο. Και σε άλλες χώρες παρουσιάζονται ανάλογα προβλήματα. Αυτό όμως δεν αποτελεί λόγο επανάπαυσης και αποδοχής της κατάστασης. Θα πρέπει τα κόμματα, το πολιτικό σύστημα, και πάνω απ’ όλα το κράτος να ενεργήσουν με τρόπο που να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη προς τους θεσμούς αλλά και την πολιτική.
Υπογραμμίζεται ότι τα δύο κεφάλαια τα οποία συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον των πολιτών είναι το Κυπριακό και η οικονομία.
Παραδοσιακά το Κυπριακό προσέλκυε περισσότερο το ενδιαφέρον των πολιτών καθώς αποτελεί ένα υπαρξιακό ζήτημα. Όμως στη σημερινή συγκυρία εκ των πραγμάτων η οικονομία αποτελεί το μείζον ζήτημα.
Στο Κυπριακό τα δεδομένα είναι εξαιρετικά δύσκολα, καθώς αφενός το υφιστάμενο πλαίσιο των διακοινοτικών συνομιλιών δεν μπορεί να οδηγήσει σε μια βιώσιμη διευθέτηση και αφετέρου δεν έχει γίνει συζήτηση σε πολιτικό επίπεδο για μια ολοκληρωμένη εναλλακτική προσέγγιση. Ούτε και κατέστη δυνατό να υπάρξει ένα πειστικό αφήγημα μέχρι σήμερα. Πέραν τούτου υπάρχει σύγχυση καθώς και προσκόλληση σε πολιτικές που δεν αποδίδουν. Η κατάσταση αυτή θα πρέπει να αναστραφεί.
Σε σχέση με την οικονομία, το φιλοκυβερνητικό αφήγημα υπογραμμίζει τη σημασία της ανάκαμψης και το γεγονός ότι σήμερα τα δεδομένα είναι πολύ καλύτερα απ’ αυτά της προηγούμενης διακυβέρνησης. Ενώ εν πολλοίς αυτά τα στοιχεία είναι ορθά, δεν περιγράφουν όλη την εικόνα. Υπάρχουν πολλά ζητήματα μεταξύ των οποίων τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και ότι πέραν του 25% των συμπατριωτών μας είναι κάτω από τα όρια της φτώχειας. Δεν μπορούμε επίσης να αγνοήσουμε την ανισότητα και τη δημογραφική αιμορραγία. Το χειρότερο είναι ότι ενώ έχουν παρέλθει σχεδόν πέντε χρόνια από την κατάρρευση, τον Μάρτιο του 2013, η Κύπρος δεν έχει ακόμα ένα ολοκληρωμένο οικονομικό υπόδειγμα. Έτσι δεν πρέπει να μας εκπλήττει το γεγονός ότι η οικονομία μας δεν μπορεί να δημιουργήσει επαρκή αριθμό θέσεων απασχόλησης ψηλών προδιαγραφών για να απορροφήσει τους πτυχιούχους νέους.
Δεν μπορούμε επίσης να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι η Κύπρος εξακολουθεί να αντιμετωπίζει μια αξιακή κρίση.
Δεν είναι μόνο ο άκρατος εγωισμός, οι πελατειακές σχέσεις, η αναξιοκρατία, οι ετσιθελικές συμπεριφορές σε διάφορες εκφάνσεις του δημόσιου βίου – είναι και η διαπλοκή καθώς και η διαφθορά.
Είναι προφανές ότι η Κύπρος αντιμετωπίζει πολύ σοβαρά διλήμματα και προκλήσεις. Εκ των πραγμάτων η χώρα χρειάζεται έναν ευρύτερο συνασπισμό δυνάμεων για μια αποτελεσματική και αξιόπιστη διακυβέρνηση.
Ανδρέας Θεοφάνους
Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας