Τους τρόπους με τους οποίους χρησιμοποιείται στην ποντιακή διάλεκτο το ρήμα χαντσεύω (τσουρουφλίζω, καψαλίζω) και τα παράγωγά του καταγράφει ο Παντελής Η. Μελανοφρύδης σε άρθρό του στην Ποντιακή Εστία (1962, τχ 155-156, σ. 424).
Ο δάσκαλος, συγγραφέας, ερευνητής, λαογράφος και δήμαρχος Πτολεμαΐδας από την Άδυσσα της Αργυρούπολης του Πόντου, εξηγεί ότι για να πούμε ότι κάποιος ενεργεί κρυφά και ύπουλα προκειμένου να προκαλέσει ζημιά και να βλάψει υπάρχει η φράση: «Αφκακές χαντσεύ’».
Χαντσοκόρφαδον αποκαλούσαν χλευαστικά έναν άνθρωπο κοντό και καχεκτικό, παρομοιάζοντάς τον με την καψαλισμένη κορυφή του δέντρου που μένει ατροφικό και καχεκτικό.
Χαντσιμυρέαν είναι η τσίκνα, ενώ όταν καιγόταν το φαγητό, οι Πόντιοι έλεγαν: «Εχαντσιμυρίασεν (ή εχαντσεύτεν) το φαγίν».
Σε μια διαφορετική χρήση του ρήματος, όταν το κρύο είναι έντονο ή ο αέρας πολύ ψυχρός, τότε χαντσεύ’.