Στη ρωσική γλώσσα υπάρχει μια ελληνική λέξη, το apatrid (апатри́д) από την αρχαιοελληνική «άπατρις», που σημαίνει άνθρωπος χωρίς ιθαγένεια. Κατά ένα ειρωνικό γύρισμα της τύχης του ελληνισμού στην κεντρική Ασία, στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν μένουν ακόμα Έλληνες, πολιτικοί πρόσφυγες του 1949, που δεν έχουν ιθαγένεια.
Πρόκειται για ελληνόπουλα που πέρασαν πεζή και ξυπόλυτα από τα βουνά της Μακεδονίας και της Ηπείρου στις τότε «λαϊκές δημοκρατίες» για να αποφύγουν τις δραματικές συνέπειες του Εμφυλίου, τα οποία δεν επαναπατρίστηκαν ποτέ.
«Κυκλοφορώ με ένα επίσημο ειδικό έγγραφο που γράφει “άνθρωπος χωρίς ιθαγένεια”», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο 77χρονος Αντώνης Μαρούδης που ζει στην Τασκένδη. Γεννήθηκε το 1940 στο χωριό Φούστανη της Πέλλας και το 1947, ως «παιδί ανταρτών», μαζί με χιλιάδες άλλα παιδιά έφυγε για την τότε Τσεχοσλοβακία. Το 1954 όντας έφηβος πήγε στην Τασκένδη, καθώς η τότε Σοβιετική Ένωση χρειαζόταν πολλά εργατικά χέρια για τη συγκομιδή του βαμβακιού.
Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Τασκένδη το 1950 (φωτ.: tovima.gr)
Σύμφωνα με την πρόεδρο της Ελληνικής Νεολαίας του Ουζμπεκιστάν Κατερίνα Νικολάου, η οποία μίλησε στην εκπομπή «Με σπαστά ελληνικά» του ρ/σ «Πρακτορείο», βάσει ανεπίσημων στοιχείων στο Ουζμπεκιστάν κατοικούν περίπου 600 Έλληνες, μεταξύ των οποίων παλιοί πολιτικοί πρόσφυγες ή τα παιδιά τους.
Οι περισσότεροι είναι από μικτές οικογένειες τρίτης και τέταρτης γενιάς. Η τελευταία «έξοδος» των Ελλήνων πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο 2000-2004.
«Οι παππούδες μου δεν τόλμησαν να πάνε πίσω, επειδή είχαν ζήσει όλη τους τη ζωή στο σοβιετικό Ουζμπεκιστάν», σημειώνει η Κατερίνα Νικολάου, η οποία, όμως, αποφάσισε να κάνει ό,τι δεν έκαναν οι παππούδες και ο πατέρας της. Η γιαγιά της Έλλη και ο παππούς της Λεωνίδας γεννήθηκαν σ’ ένα χωριό κοντά στη Νάουσα, από το οποίο οι αντάρτες τους μάζεψαν όλους ανεξαιρέτως, ηλικίας 14 ετών και άνω.
(Φωτ.: facebook.com / sofia.prokopidou)
Ο 75χρονος Αχιλλέας Στεριάδης αντίκρισε τον ουρανό του Βροντερού Πρέσπας τελευταία φορά το 1948. «Από την Ελλάδα μού έμενε μόνο η γλώσσα μου», λέει σήμερα. Συνεχίζει να μένει στο ίδιο σπίτι, αλλά στα διαμερίσματα όπου χρόνια ακούγονταν ελληνικά τώρα μένουν Ουζμπέκοι και Ρώσοι.
«Δεν μπορώ να σας εξηγήσω γιατί δεν επαναπατρίστηκα, μπορεί να φοβόμουν το νέο ξεκίνημα στην Ελλάδα», λέει από τη μεριά του και ο 89χρονος Βασίλης Χατζηδάκης, και συμπληρώνει: «Όταν πεθάνω, θα ήθελα να με θάψουν στο χωριό μου.
»Αλλά πάλι, σκέφτομαι, ποιος θα έρθει να επισκεφτεί τον τάφο μου εκεί, να βάλει κανένα λουλούδι, να τον ξεχορταριάσει; Γι’ αυτό καλύτερα να μείνω εδώ και μετά θάνατον».
Οι πολιτικοί πρόσφυγες από την Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν τον Οκτώβριο του 1950, ήταν 23.405 άνδρες, 14.956 γυναίκες και 17.520 παιδιά κάτω των 17 ετών. Αρκετοί εγκαταστάθηκαν στην Τασκένδη, αλλά και στο Τσιρτσίκ και στο Γιανγκιούλ. Ο επαναπατρισμός τους ξεκίνησε μετά το 1974 και κράτησε έως το 2004.
- Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ / Σοφία Προκοπίδου.