Όσοι είχαν επιφυλάξεις για την επίσκεψη Ερντογάν στην Ελλάδα, μάλλον, δικαιώνονται μετά τη συνέντευξη που έδωσε ο Tούρκος πρόεδρος στον Αλέξη Παπαχελά. Είπε με σαφήνεια πως θα πρέπει να επικαιροποιηθεί η Συνθήκη της Λοζάνης, η συνθήκη, δηλαδή, που προσδιόρισε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά τη Μικρασιατική Εκστρατεία.
Χαρακτηριστικό της ενόχλησης της ελληνικής κυβέρνησης είναι η δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου ότι η Συνθήκη της Λοζάνης είναι η βάση της οικοδόμησης των ελληνοτουρκικών σχέσεων και πως με την επίσκεψη του Τούρκου προέδρου η Ελλάδα επιθυμεί να δημιουργήσει γέφυρες, όχι να υψώσει τείχη. Φαίνεται πως στην κυβέρνηση δεν θέλουν να λάβουν υπόψη τους τόσο τον χαρακτήρα του Ερντογάν όσο και την τουρκική νοοτροπία. Ο κ. Ερντογάν, έχοντας ανοίξει όλα τα μέτωπα, πυροβολεί αδιακρίτως, δεξιά-αριστερά και η μόνη έγνοια του είναι να σώσει τον εαυτό του και το καθεστώς του. Και η σωτηρία αυτή επιτυγχάνεται μόνο με λογική επέκτασης και στρατιωτικών πιέσεων.
Είναι στη φύση της Τουρκίας ως κράτους και ως κοινωνίας η αμφισβήτηση και η αναθεώρηση των σημερινών ορίων της χώρας.
Η Τουρκία και ένα μεγάλο μέρος της τουρκικής ελίτ και της τουρκικής κοινωνίας πιστεύουν πως η Λοζάνη ήταν η ταφόπλακα της πάλαι ποτέ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας την οποία ο κ. Ερντογάν και η ομάδα με την οποία ήρθε στην εξουσία επιχειρούν να ανασυστήσουν, παρά τους κατά καιρούς ελιγμούς τους. Άλλωστε, όποιος έχει διαβάσει το θεωρητικό πόνημα του Αχμέτ Νταβούτογλου «Στρατηγικό βάθος» θα διαπιστώσει πως αυτός είναι ο στόχος των προτάσεών του που τόσο ο ίδιος, ως υπουργός Εξωτερικών, όσο και ο Ερντογάν και τότε και τώρα, θέλουν να προωθήσουν.
Ο κ. Ερντογάν έχει δίκαιο όταν λέει πως η Συνθήκη της Λοζάνης δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Βεβαίως, ρύθμισε τα τουρκικά σύνορα και στη Μέση Ανατολή αποκλείοντας τη χώρα του από τις πετρελαιοφόρες περιοχές του Κιρκούκ και της Μοσούλης στις οποίες, φαντάζεται, πως με τις σημερινές ρυθμίσεις για το μέλλον της Συρίας θα μπορέσει να διεκδικήσει.
(Φωτ.: ΑΠΕ-ΜΠΕ / STR)
Αλλά, ο Τούρκος πρόεδρος, θέτει και θέμα ελληνικών νησιών τα οποία, όπως είπε σε παλαιότερη συνέντευξή του, κακώς παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα. Δεν τα κατονόμασε αλλά ο τρόπος παραβιάσεως του εναέριου χώρου ορισμένων από αυτά και οι υπερπτήσεις τουρκικών πολεμικών αεροσκαφών στον εναέριο χώρο τους, δείχνουν ποια είναι. Στη συνέντευξη που προαναφέραμε ο Τούρκος πρόεδρος δήλωσε πως δεν θυμάται την παλαιότερη αυτή δήλωσή του αλλά, της δηλώσεώς του, ακολούθησε έμπρακτη αμφισβήτηση της κυριαρχίας των νησιών, όπως επισημάνθηκε παραπάνω. Αυτό σημαίνει πως τόσο οι δηλώσεις Ερντογάν, όσο και όσα ακολούθησαν έχουν περιληφθεί στα τουρκικά σχέδια για το Αιγαίο.
Η Τουρκία σιγά σιγά κατάφερε να θέσει το σύνολο των αμφισβητήσεών της στο Αιγαίο. Και αυτό το πέτυχε λόγω της χαλαρής αντίδρασης της ελληνικής πλευράς.
Η αντίδραση αυτή ήταν, απλώς, λεκτική σε κάθε σοβαρή κίνηση της γειτονικής χώρας. Η Τουρκία, πλέον, δεν αμφισβητεί μόνο στα λόγια. Αλλά και στρατιωτικά. Ακόμη και βολές έκανε τουρκικό πολεμικό σκάφος μέσα από ελληνικά χωρικά ύδατα!
Δυστυχώς, η κυρίαρχη αντίληψη στην Ελλάδα είναι η παράβλεψη όλων αυτών των σημαντικών γεγονότων με το ρητορικό ερώτημα: τι θέλετε, να κάνουμε πόλεμο με την Τουρκία; Από την άλλη, οι επίμονες ελληνικές δηλώσεις εδώ και πολλά χρόνια ότι η Ελλάδα δεν επιδιώκει στρατιωτική αντιπαράθεση με την Τουρκία έχουν δημιουργήσει ένα κλίμα στη γειτονική χώρα ότι μπορεί να κάνει ό,τι επιθυμεί χωρίς να διακινδυνεύει τίποτε. Δυστυχώς, όσοι προβάλλουν το ρητορικό ερώτημα «τι θέλετε, πόλεμο με την Τουρκία;» κάθε φορά που συμβαίνει μια τουρκική πρόκληση, θα οδηγήσουν οι ίδιο τα πράγματα εκεί που δεν θέλουν.
Διότι η εθνική άμυνα μιας χώρας, όπως γράφει και ο υποστράτηγος ε.α. Γιώργος Χατζηθεοφάνους στο εξαιρετικό βιβλίο του Εθνική Στρατηγική, έχει δύο σκέλη. Την αποτροπή και την άμυνα. Όταν αποτυγχάνει η αποτροπή τα πράγματα οδηγούνται αναγκαστικά από ένα σημείο και πέρα σε σκληρή αντιπαράθεση. Το ζήτημα είναι ότι με όλα αυτά που συμβαίνουν, η ελληνική αποτροπή έχει μειωθεί. Επανειλημμένως έχουν τεθεί «κόκκινες γραμμές» από επιπόλαιους πολιτικούς οι οποίες, όταν παραβιάστηκαν, δεν υπήρξαν αντιδράσεις.
Με κάποιον τρόπο και για να αποφύγουμε σκληρή αντιπαράθεση, αν δεν θέλουμε να απολέσουμε κυριαρχία, θα πρέπει να αυξήσουμε την αποτρεπτική δύναμη της χώρας.
Η επίσκεψη Ερντογάν, προφανώς, αποβλέπει στην οικοδόμηση γεφυρών μεταξύ των δύο χωρών. Αλλά με τον Ερντογάν, ποτέ και τίποτε δεν είναι σίγουρο. Γι αυτό, πρέπει να του επισημανθούν τα όρια ανοχής τα οποία, όμως, να μπορούμε να υποστηρίξουμε.
(Φωτ.: EPA / Shawn Thew)
Υποτίθεται, σύμφωνα με δημοσιεύματα, ότι ο Τούρκος πρόεδρος έρχεται στην Ελλάδα, σε μια προσπάθεια να βγει από την απομόνωση στην οποία έχει οδηγήσει τη χώρα του τόσο με την εμπλοκή του στη Μέση Ανατολή όσο και με τις αντιπαραθέσεις του με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Αναζητά δίοδο επανεισόδου στον ευρωπαϊκό διάλογο και η Ελλάδα προσφέρεται για κάτι τέτοιο. Η Ελλάδα είναι η χώρα που, περισσότερο από κάθε άλλη στην Ευρώπη, επιθυμεί τη διατήρηση και την ενίσχυση του διαλόγου με την Τουρκία διότι η ΕΕ είναι το μόνο εργαλείο άσκησης πολιτικής προς την Άγκυρα, εδώ που έφθασαν τα πράγματα.
Θα δούμε πώς θα εξελιχθεί η επίσκεψη. Αλλά και η επισήμανση που θέλει την Ελλάδα να μεσολαβεί προς τον κ. Ερντογάν στη μεταβίβαση αμερικανικών μηνυμάτων είναι αληθοφανής, καθώς, ο Έλληνας πρωθυπουργός επισκέφθηκε, προσφάτως, την αμερικανική πρωτεύουσα και συναντήθηκε με τον Αμερικανό πρόεδρο.
Η επίσκεψη Ερντογάν κάθε άλλο παρά απαρατήρητη θα περάσει. Και στη Θράκη και με τους φυγάδες Τούρκους αξιωματικούς και άλλους αντικαθεστωτικούς του αυταρχικού καθεστώτος του, θα υπάρξουν προβλήματα. Ας ευχηθούμε πως η διαχείρισή τους θα είναι ικανοποιητική. Επισκέψεις στο επίπεδο Προέδρων Δημοκρατίας ή πρωθυπουργών, δεν γίνονται αν δεν έχουν συζητηθεί και δεν έχουν λυθεί όλες οι λεπτομέρειες. Στην περίπτωση Ερντογάν, τα πράγματα δείχνουν ότι αυτό δεν συνέβη.
Άρα, παρακολουθούμε, από σήμερα, την εξέλιξη μιας επίσκεψης που μπορεί να αποβεί επεισοδιακή. Και αυτό δεν είναι ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να συμβεί.