Σε συμφωνία Τουρκίας, Ιράν και Ρωσίας αναφέρεται ο τουρκικός Τύπος σχετικά με το μέλλον των Κούρδων της Βόρειας Συρίας. Τα συγκεκριμένα δημοσιεύματα βγάζουν την Άγκυρα από το διεθνές περιθώριο και επικοινωνούν την άποψη ότι διαθέτει περιφερειακό ρόλο και τις κατάλληλες συμμαχίες, προκειμένου να διασφαλίσει και να προάγει τα συμφέροντά της.
Η δεσπόζουσα παρουσία της Τουρκίας επί της ευρασιατικής περιμέτρου –σε ένα εκ των κρισιμότερων κομβικών σημείων αυτής– καθιστά ιδιαίτερα επικίνδυνους οποιουσδήποτε ελιγμούς μακριά από την προστατευτική ασπίδα των αγγλοσαξονικών δυνάμεων. Αυτό συνιστά ένα αξίωμα το οποίο μπορεί να αναγνωσθεί αρκούντως ελαστικά όταν υπάρχουν εναλλακτικές επιλογές συμπράξεων για τη δύση στην περιοχή, αλλά δεν υπάρχει η ίδια ελαστικότητα όταν η απομάκρυνση της Τουρκίας συνδυάζεται με απόπειρα στρατηγικής εκμηδένισης των παραδοσιακά φιλοδυτικών Κούρδων. Άρα, ένα πρόβλημα της Τουρκίας αφορά τη διαχείριση των σχέσεών της με αμερικανοϊσραηλινό πόλο.
Το έτερο πρόβλημα σχετίζεται με τον παράγοντα «Ρωσία». Οι συστημικές παράμετροι, στις οποίες έχουμε αναφερθεί και παλαιότερα, δεν επιτρέπουν τη σταθεροποίηση μιας συμμαχικής σχέσης, πέραν της από καιρού εις καιρόν ανταλλαγής δώρων. «Δυο γάιδαροι μαλώνουνε στον ίδιο αχυρώνα» του Καυκάσου, της Κεντρικής Ασίας και του Εύξεινου Πόντου. Η Ρωσία επιβλέπει, υποβλέπει και αποβλέπει, και δεν υπάρχει περίπτωση να μεταχειριστεί την Τουρκία ως ισότιμο εταίρο, γεγονός που σαφέστατα θα ενοχλήσει στο μέλλον τους νεοοθωμανούς της Άγκυρας.
Για την ώρα, ο Ερντογάν επαναπαύεται στα κέρδη της «ρωσοτουρκικής προσέγγισης», αλλά τα παρεπόμενα της δομής του διεθνούς συστήματος είναι αμείλικτα.
Τελευταίος πυλώνας είναι το Ιράν. Ο ιρανοτουρκικός ανταγωνισμός στο Αζερμπαϊτζάν αποτελεί σίγουρα σημαντική παράμετρο, αλλά το σημαντικότερο είναι ότι η προσέγγιση της Τουρκίας με το Ιράν θέτει την πρώτη ενώπιον προαιώνιων διλημμάτων και συγχύσεων. Επί δεκαετίες η Τουρκία αποξενώθηκε από τη Μέση Ανατολή και προσέγγισε τη Δύση. Έπειτα, επαναπροσέγγισε τον μουσουλμανικό κόσμο με άξονα ακριβώς τις κοινές θρησκευτικές αναφορές. Εντούτοις, ο μουσουλμανικός κόσμος συνταράσσεται από μία άνευ προηγουμένου εσωτερική σύγκρουση, με ηγετικούς πόλους τη Σαουδική Αραβία και το Ιράν. Πώς η Τουρκία θα μπορέσει να συνεχίσει να αυτοανακηρύσσεται ως ηγέτιδα δύναμη όλων των μουσουλμάνων και να παραμένει αλώβητη, όταν οι στρατηγικοί παράγοντες αναφοράς (ισλαμιστικά δίκτυα Μέσης Ανατολής και στρατιωτικές ομάδες) είναι ήδη πολωμένοι προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση;
Σε γενικές γραμμές, το πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα της εξωτερικής πολιτικής του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, ήδη από την περίοδο Νταβούτογλου, είναι να καταστεί σαφές σε διεθνές επίπεδο ότι η Τουρκία συγκαταλέγεται στις διαμορφωτικές συνιστώσες των περιφερειακών εξελίξεων, ή πιο απλά στις μεγάλες δυνάμεις.
«Είμαστε πυγμάχοι βαρέων βαρών και δεν μπορούμε να παλεύουμε με αντιπάλους ελαφρών ή μεσαίων βαρών» συνήθιζε να λέει ο Αχμέτ Νταβούτογλου.
Το θέμα είναι πού εδράζεται η εν λόγω συλλογιστική, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς ότι η τουρκική οικονομία κλυδωνίζεται κατά το τελευταίο διάστημα, η γραφειοκρατία και τα επιτελικά κλιμάκια των ενόπλων δυνάμεων στελεχώνονται με άπειρα στελέχη, και οι πόρτες προς τη Δύση έχουν κλείσει με τρόπο που το εκ νέου άνοιγμά τους να απαιτεί αιματηρές θυσίες από πλευράς της Τουρκίας.
Εδράζεται σε μια ιδιότυπη μεγαλομανία και ιδεοληπτικού τύπου προσήλωση στην υπερκρατική δυναμική του Ισλάμ και του τουρκισμού, και προφανώς σε μια σειρά συντελεστών ισχύος οι οποίοι όντως έχουν γνωρίσει άνθηση κατά τα τελευταία δεκαπέντε έτη. Ωστόσο, το βασικό σημείο είναι πού στοχεύει, καθώς το αν και πώς στοιχειοθετείται κατά πάσα πιθανότητα είναι δευτερεύον.
Στοχεύει, λοιπόν, στην επικοινωνία συγκεκριμένης στρατηγικής εικόνας, η οποία παράγει αντίστοιχα αποτρεπτικά αποτελέσματα.
Η Τουρκία, έτσι, προβάλλεται ως ισχυρή δύναμη επιχειρώντας να αποκομίσει οφέλη, δίχως να καλείται να αποδείξει αν είναι όντως αναλόγως ισχυρή. Λίγο-πολύ αυτό ήταν και το σκεπτικό του Νταβούτογλου και κατ’ επέκταση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίος ο χειρισμός της κρίσης με την Ρωσία μετά την κατάρριψη του ρωσικού βαρέος βομβαρδιστικού, ο οποίος συνοψίστηκε στη λογική των «κενών περιεχομένου απειλών».