Μικρό παιδί ακόμη, στο χωριό μου, το Ευρύπεδο Κυργίων Δράμας, όταν οι συνθήκες το απαιτούσαν επισκεπτόμουν το κοινό νεκροταφείο όλων των χωριών, που ήταν και το δικό μας.
Εκεί όπου ήταν θαμμένοι οι πρώτοι πρόσφυγες, καθώς και η προγιαγιά μου Σοφία Καϊκουνίδου, από το Ακτουβάν της Σαμψούντας.
Περνώντας την πύλη του παρελθόντος και της ανάπαυσης των νεκρών μας, μετά από 5-6 τάφους από δεξιά, έπεφτε πάντα το μάτι μου σε έναν διπλό ευρύχωρο τάφο, όπου μια μαρμάρινη επιγραφή ενημέρωνε τον επισκέπτη και έγραφε: Ιερέας Ιωάννης Ελευθεριάδης εκ Κουλάκ Καγιά Πόντου. Μου έκανε εντύπωση το «εκ Κουλάκ Καγιά Πόντου» και μια παλιά φωτογραφία του ιερέα με την πρεσβυτέρα. Πέρασαν τα χρόνια και συνέχιζα ως τα 12 μου να στέκομαι και να διαβάζω την επιγραφή. Μετά έμενα πλέον στη Θεσσαλονίκη και πήγαινα κάθε φορά που επισκεπτόμουν το χωριό μου.
Παράλληλα άρχισε μέσα μου να ζει το προσφυγικό μας δράμα και να με συγκλονίζει. Έτσι, συνειδητά πια, άρχισα να βλέπω με το μάτι του πρόσφυγα την καταγωγή του θρυλικού πια παπα-Γιάννη. Ήταν τότε που σε μια ακόμη επίσκεψη μου στους νεκρούς μας, στάθηκα μπροστά του και του είπα:
«Παπα-Γιάννη, όταν πάω στην πατρίδα, θα πάω και στα μέρη που σε γέννησαν».
Κράτησα την υπόσχεση μου. Σε ένα από τα ταξίδια μου βρήκα το Κουλάκ Καγιά, ένα πανέμορφο παρχάρι που έβλεπε προς τη Νικόπολη. Με τη σκέψη μου στον παπα-Γιάννη, πήρα χώμα και εικόνες μαζί μου για να τις προσφέρω ταπεινά στην ψυχούλα του.
Όταν επέστρεψα στο χωριό, έψαξα τους δικούς του από ένα διπλανό χωριό, το Βαθυχώρι (Αραπλί στα τούρκικα), για να τους δώσω χώμα και να τους δείξω φωτογραφίες του Κουλάκ Καγιά. Βρήκα έναν εγγονό του παπά, μεγάλο πια σε ηλικία, και του εξήγησα τι ακριβώς έζησα. Ήταν ο εγγονός που τον έζησε από κοντά και είχε πολλά να θυμάται από τον παππού του. Είπαμε πολλά, και νιώσαμε πολλά. Το έδειχναν τα κόκκινα από τα δάκρυα μάτια του. Μετά από ώρα έφυγα και πήγα στον τάφο του παπα-Γιάννη. Στάθηκα μπροστά του, κοίταξα για ώρα τη φωτογραφία του και του είπα:
«Παπά μου, ό,τι σου είπα το έκανα. Έφερα και χώμα από την πατρίδα σου, να ρίξω πάνω σου να αλαφρώσει η ψυχή σου».
Πήρα το χώμα στη χούφτα μου και με αργές κινήσεις το σκόρπισα σαν αγιασμό, φέρνοντας το Κουλάκ Καγιά στον τάφο του… Αιωνία η μνήμη.
Κείμενο-φωτογραφίες: Μιχάλης Καϊκουνίδης.