Ο άνθρωπος είναι μέρος της φύσης. Ριζώνει στη γη όπου έχει γεννηθεί και γίνεται ένα με αυτήν. Ο αποχωρισμός από τη γη που φιλοξενεί τα κόκαλα των προγόνων πονάει. Ο αποχαιρετισμός στα παράθυρα που σου έδειξαν το πρώτο φως είναι ανοιχτή πληγή. Κάθε βίαιος ξεριζωμός είναι κι ένας αργός θάνατος. Είναι ο ξεκορμισμός της ψυχής από το σώμα.
Οι κάτοικοι του χωριού αποφάσισαν να φύγουν νύχτα, για να μην τους πάρει είδηση ο εχθρός. Ήταν φθινόπωρο κι έκανε ψύχρα.
Η ξαστεριά θρόνιασε από νωρίς το βράδυ στον ουρανό. Τ’ αστέρια χαμήλωσαν να ζεστάνουν την ψυχή και να τους φωτίσουν τον δρόμο. Μικροί και μεγάλοι ήταν έτοιμοι για τη μεγάλη έξοδο.
Σιγή θανάτου παντού. Τα φύλλα από τα δέντρα έσταζαν του φθινοπωρινού σούρουπου τα δάκρυα. Οι πέτρες βρεγμένες λαμπύριζαν στου φεγγαριού τη λάμψη. Η νύχτα κατάπιε κάθε θόρυβο. Τα μάτια κράτησαν μια στάλα από το φως της ημέρας για να αποχαιρετήσουν το δάσος του χωριού, το γέρικο βουνό, το ακούραστο ποτάμι.
Στις άκρες του χωριού ήταν ακροβολισμένοι οι φρουροί, μην τυχόν και τους επιτεθεί απρόσμενα ο εχθρός. Όλοι τους ήταν στο πόδι για τη μεγάλη έξοδο. Ήταν το μόνο που σκέφτονταν τους τελευταίους μήνες. Ο τόπος δεν τους χώραγε πια. Το μίσος των αλλόπιστων, Τούρκων και Κούρδων, εκδηλωνόταν κάθε μέρα και πιο έντονα, απ’ όταν αποχώρησαν οι Ρώσοι από την περιοχή του Καυκάσου.
Οι γυναίκες από την προηγούμενη μέρα ζύμωσαν κι έψησαν πολλά ψωμιά για να έχουν μαζί τους στο δρόμο. Πήραν τροφή για τους ίδιους και τα ζώα, ρούχα ζεστά και κάποια μικρά πράγματα που είχαν μεγάλη αναμνηστική αξία: Εικόνες, δώρα, φωτογραφίες κ.ά. Ύστερα κοίταξε ο καθένας για στερνή φορά το σπίτι του, τη βρύση, την εκκλησία, τα μνήματα, και τα πήρε όλα μαζί του για ισόβια θύμηση στην πατρίδα.
Στη σκέψη όλων τους υπήρχε μόνο η Ελλάδα. Η πατρίδα που δεν γνώρισαν, αλλά είχαν παντοτινό φυλαχτό στην ψυχή τους.
Το μουρμουρητό από τα νερά του Κύρου ποταμού που –όπως πάντοτε πιστά στον προορισμό τους– κατηφόριζαν προς τη θάλασσα, ακουγόταν το ίδιο μονότονα. Το ελαφρύ αεράκι έπαψε να φυσά. Δεν σάλευε τίποτα. Κούρνιασε η νυχτερίδα στη φωλιά της. Η νύχτα φόρεσε το επίσημο φόρεμά της. Σιγή θανάτου απλωνόταν σε όλο το χωριό κι ας ήταν όλοι έτοιμοι για τη μεγάλη φυγή. Κάπου-κάπου ένας αδιευκρίνιστος ψίθυρος έσπαγε την «πέτρα της σιωπής». Έπρεπε να ξέρουν ανά πάσα στιγμή τι συμβαίνει. Να είναι ενημερωμένοι και ετοιμοπόλεμοι.
Ήταν άγρια χαράματα. Τα τρία χωριά της Κιόλας (το Ντορτκιλισέ, το Κογκ και το Τουρκασέν) το αποφάσισαν. Ανέβηκαν στα κάρα για να πάνε στο Σιντισκόμ κι από εκεί μαζί με τους Σιντισκομιώτες και τ’ άλλα χωριά της Κιόλας να τραβήξουν για το Βατούμ περνώντας από το Γιαλαούτσαμ.
Το Γιαλαούτσαμ είναι ένα ψηλό βουνό, πολυδαίδαλο, με ρεματιές βαθιές και χαράδρες απόκρημνες. Με πυκνά, απροσπέλαστα ρουμάνια, που μέσα τους έχουν τη φωλιά τους άγρια θηρία. Ο καιρός όλο κι αγρίευε. Το Γιαλαούτσαμ μούγκριζε σαν θηρίο που του ξέσχιζαν τα σπλάχνα. Μια κοσμοχαλασιά δίχως προηγούμενο.
Τα μωρά ζάρωναν στην αγκάλη των μανάδων τους. Τα πρόσωπα όλων ήταν κατακόκκινα και τα πόδια τους μελανιασμένα. Βάδιζαν με όλες τις δυνάμεις και τις ανάσες τους…
Το παραμικρό στραβοπάτημα των ζώων θα μπορούσε να στείλει στον γκρεμό αμάξια, βόδια κι επιβάτες μαζί. Αντίθετα, στα σημεία όπου δεν είχε χιόνι, το κατέβασμα ήταν πιο εύκολο. Η πορεία των Ποντίων από την περιοχή του Αρταχάν και της Κιόλας μέχρι το Καραπουρνού της Καλαμαριάς διήρκεσε συνολικά τέσσερις μήνες. Από τις 2 Σεπτέμβρη του 1920 μέχρι την 1η Ιανουαρίου του 1921.
Ξεριζωμένοι και κυνηγημένοι οι πρόσφυγες του Καυκάσου στο δρόμο του πηγαιμού για την πατρίδα έχασαν μικρά παιδιά, έθαψαν όνειρα κι έγραψαν τη ζωή τους με θρήνους: «Ας πάμε ’ς σην Ελλάδαν και ας αποθάνουμ’ εκέσ’» και «Η Ελλάδα έν’ η πατρίδα ’μουν κι έναν πατρίδαν όσον εφτωχόν και όσον μικρόν κι αν έν’, έν’ εφτά κάτια ας σα ξένα πατρίδας», είναι στίχοι που δείχνουν την αγάπη των Ποντίων προσφύγων για την πατρίδα. Την πατρίδα που δεν γνώριζαν, αλλά φύλαγαν στην καρδιά τους. Υπερασπίστηκαν άξια τη γλώσσα, την ιστορία και τον πολιτισμό τους. Έκλαψαν όμως πολύ και για την πατρίδα που άφηναν πίσω τους, ορφανή κι έρημη στους «Πέντε ανέμους του Καυκάσου».
- Απόσπασμα από το βιβλίο της Αρχοντούλας και του Νίκου Κωνσταντινίδη Οι ρίζες.