Το παγωμένο πρωινό της 30ής Οκτωβρίου 1940, δύο μόλις μέρες μετά την ιταλική επίθεση, ο Ιωάννης Μεταξάς προχώρησε σε μια ασυνήθιστη κίνηση: Κάλεσε στο πρωθυπουργικό γραφείο (το οποίο είχε μεταφερθεί στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία) τους διευθυντές και τους αρχισυντάκτες των αθηναϊκών εφημερίδων «για ενημέρωση», αλλά, πολύ περισσότερο, για μια σχεδόν παράδοξη έκκληση κατανόησης, συμπαράστασης και βοήθειας. «Έχω λογοκρισία και μπορώ να σας υποχρεώσω να γράψετε μόνο ό,τι θέλω εγώ. Αυτήν την ώρα, όμως, δεν θέλω μόνο την πένα σας, θέλω και την ψυχή σας», είπε στους εμβρόντητους δημοσιογράφους έπειτα από 51 μήνες ασφυκτικού ελέγχου του Τύπου.
Εκείνη η σύσκεψη ουσιαστικά άνοιξε το δρόμο για την αποστολή ανταποκριτών στο μέτωπο.
Στην Αθήνα έβγαιναν δεκαοκτώ καθημερινές εφημερίδες και στη Θεσσαλονίκη τρεις. Το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, που έκανε τα πρώτα του βήματα, δεν διανοήθηκε να στείλει ανταποκριτή, αλλά τα κείμενα που έφταναν από την πρώτη γραμμή δεν άφησαν να φανεί η ραδιοφωνική γύμνια. Μάλιστα, μόλις δόθηκε το πράσινο φως, οι εφημερίδες μπήκαν σε μια διαδικασία «ανταγωνισμού» φροντίζοντας να διαλέξουν τους καλύτερους απ’ όσους είχαν στο δυναμικό τους.
Το γεγονός ότι ανάμεσα στους δημοσιογράφους που έφτασαν στην Πίνδο υπήρχαν συγγραφείς όπως ο Στρατής Μυριβήλης, ο Σπύρος Μελάς και ο Απόστολος Δασκαλάκης, ποιητές όπως ο Κώστας Ουράνης, αλλά και διακεκριμένοι αρθρογράφοι και σπουδαίοι χρονογράφοι όπως ο Παύλος Παλαιολόγος, λέει πολλά και ίσως δίνει απάντηση για την υψηλή ποιότητα των περισσότερων ανταποκρίσεων που εστάλησαν εκείνους τους μήνες από το μέτωπο.
Οι πέντε πρώτοι πολεμικοί, πλέον, ανταποκριτές συναντήθηκαν το απόγευμα της 15ης Νοεμβρίου στο Σταθμό Λαρίσης στην Αθήνα με προορισμό το αλβανικό μέτωπο, μέσω Λάρισας. Οι Ευστάθιος Θωμόπουλος, Θωμάς Μαλαβέτας, Γιώργος Ανδρουλιδάκης, Θόδωρος Δογάνης και Παύλος Παλαιολόγος ήταν οι πρώτοι που πήραν διαπίστευση. Τους επόμενους μήνες την ίδια πορεία ακολούθησαν άλλοι 36 συνάδελφοί τους. Τις 150 ημέρες που έμειναν στην πρώτη γραμμή οι ανταποκρίσεις έμπαιναν στην πρώτη σελίδα, και έτσι ο πόλεμος έφτασε σε κάθε σπίτι – το ίδιο οι μάχες, ο ηρωισμός, η προέλαση, ο θάνατος, τα κρυοπαγήματα, οι τραυματίες, και τα νοσοκομεία εκστρατείας στα μετόπισθεν.
Ο «επικήδειος» εκείνης της γενναίας δημοσιογραφικής προσπάθειας γράφτηκε το Σάββατο 5 Απριλίου 1941 – την παραμονή δηλαδή της γερμανικής επίθεσης που αποτέλεσε, έτσι και αλλιώς, την αρχή του τέλους. Την τελευταία ανταπόκριση από ένα μέτωπο που πολύ σύντομα θα κατέρρεε την είχε γράψει δύο ημέρες πριν ο Παύλος Παλαιολόγος και είχε δημοσιευτεί εκείνο το Σάββατο στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας Το Βήμα (τότε Ελεύθερον Βήμα).
Ακόμα πιο σπαρακτικό ήταν, όμως, ένα κείμενο που είχε δημοσιευτεί τη Μ. Παρασκευή 18 Απριλίου 1941, ακριβώς μία εβδομάδα προτού οι Γερμανοί καταλάβουν την Αθήνα. Έχει τίτλο «Επιτάφιος θρήνος» και είναι ένα από τα καλύτερα πολεμικά κείμενα που δημοσιεύτηκαν στον ελληνικό Τύπο.
Επιτάφιος θρήνος, του Παύλου Παλαιολόγου
Τους νεκρούς τους συνοδεύουμε την ανοιξιάτικη αυτή νύχτα στους τάφους τους. Σ’ αυτή τη χώρα, όπου πανάρχαια παράδοση τη δίδαξε να τιμά του νεκρούς της, γοερό θ’ αντηχήσει το κλάμα για όσους έσβησαν μακριά μας σε βουνά και σε κάμπους και δεν βρεθήκαμε κοντά τους να τους παρασταθούμε, δεν δεχθήκαμε τη ύστατη πνοή τους, δεν ακούσαμε τη στερνή τους λέξη, δεν τους κλείσαμε τα μάτια, δεν τους χτενίσαμε, δεν τους στολίσαμε, δεν τους συνόδεψε ο σπαραγμός μας στα ανήλια βασίλεια όπου τώρα γαληνεύουν.
Μακρές λιτανείες μυροφόρων θα πορευθούν νοερά απόψε στα πεδία των μαχών και θα κομίσουν την καθαρά σινδόνα, τα αρώματα, τις βιόλες και τα τριαντάφυλλα του Απρίλη. Μητέρες πλανώνται με τη φαντασία τους άξενους βράχους και αναζητούν το «γλυκύ τους έαρ». Πατέρες με τα κεφάλια γερμένα στους ώμους αφήνουν σιωπηλές ροές των δακρύων να κυλήσουν στους λευκούς θυσάνους των χειλών, θερμή σπονδή στο γλυκύτατον τέκνον. Νήπια απλώνουν τα χέρια και αναζητούν τους πατέρες. Γυναίκες γονατίζουν επάνω σε κενούς τάφους και καλούν στη ζωή εκείνους που εθέρμαναν με τη θωπεία τους.
(Φωτ.: Βούλα Παπαϊωάννου, Αθήνα 1940· φωτογραφικό αρχείο Μουσείου Μπενάκη)
Αλλά και όσοι δεν εδοκίμασαν άμεσα το πλήγμα του θανάτου, μαζί με το Θεό που κηδεύουν σήμερα, τους άγνωστους νεκρούς θρηνούν. Θεοί βέβαια δεν είναι. Σαν πέφτουν για την αγάπη του τόπου τους. Για μια θρησκεία προσέφεραν κι αυτοί τη ζωή τους, για τη θρησκεία της Ελευθερίας, της αξιοπρέπειας, της δικαιοσύνης, της τιμής. Για ό,τι ξεχωρίζει τον άνθρωπο από το κτήνος, την ψυχή από τον πηλό, το πνεύμα από την ύλη.
Πίσω από τη ζωή που κατετέθη στον τάφο θα βρεθούμε απόψε με σκυμμένα κεφάλια, τα υγρά τα μάτια, με τα χέρια στο στήθος.
Μαζί με έναν άλλο Θεό θα κηδέψουμε τους μικρούς Θεούς μας, ανθρώπους που λατρέψαμε σαν θεότητες, τους ακολουθήσαμε στον Γολγοθά τους, τους είδαμε να ανεβαίνουν στο σταυρό. Τους κηδεύουμε με θρήνους. Αδυναμίες ανθρώπων. Γιατί όχι; Ο άνθρωπος δεν πλάστηκε από ατσάλι. Ανθρώπινη εκδήλωση είναι και η αδυναμία και το δάκρυ. Με δάκρυα προπέμπουμε απόψε και τους δικούς μας νεκρούς. Το ξέρουμε. Προσωρινός είναι ο θάνατος. Θα σημάνει κάποτε η μέρα της Ανάστασης. Θα αναστηθούν οι νεκροί μας, όταν λιπασμένες από τις σάρκες και από το αίμα τους θα αποδώσουν τους καρπούς τους οι ιδέες για τις οποίες έπεσαν. Πιστεύουμε και προσδοκούμε την Ανάσταση. Μια ημέρα όμως σαν τη σημερινή αφιερωμένη στον Επιτάφιο Θρήνο συγκεντρωνόμαστε γύρω από τους τάφους μαρτύρων και ηρών και αφήνουμε ελεύθερους τους κρουνούς των δακρύων μας.
- Με πληροφορίες από το Ήταν κάποτε ένας πόλεμος, 28-10-1940 – Αφιέρωμα στους 41 Έλληνες δημοσιογράφους που κάλυψαν αυτό τον πόλεμο, έκδ. ΕΔΟΕΑΠ, Αθήνα 2010.