Ο συγγραφέας Μιχάλης Καϊκουνίδης το καλοκαίρι του 2017 έκανε ένα ακόμα προσκυνηματικό ταξίδι στον Εύξεινο Πόντο, στη γη που οι πρόγονοί του άφησαν πίσω τους παίρνοντας το δρόμο της προσφυγιάς. Γράφοντας πολλά χιλιόμετρα στο νομό Σαμψούντας, συνάντησε φιλόξενους ανθρώπους, τόπους γεμάτους ιστορία, ερειπωμένες εκκλησίες.
Μία από αυτές τις ιστορικές εκκλησίες αυτές την εντόπισε στο Αγιακλιαλάν. Ακολουθεί η αφήγησή του σε πρώτο πρόσωπο:
Πήρα τον κεντρικό δρόμο από Σαμψούντα για Καβάκ, μια απόσταση περίπου 50 χιλιόμετρα, και έστριψα αριστερά από το Καβάκ ανατολικά για το κεφαλοχώρι Ασαρτσίκ, με σκοπό να επισκεφτώ το χωριό του παππού Άνθιμου, του πατέρα της μάνας μου, το Αριτσάκ. Κάλυψα τα 20 χλμ. από το Καβάκ έως το Ασαρτσίκ με αδημονία, και μετρούσα τα επόμενα 20 χλμ. για να φτάσω στο Αριτσάκ.
Μπροστά μου ξεπρόβαλαν η πυκνή βλάστηση και οι χωμάτινοι λόφοι με τα ποτάμια να τους διασχίζουν βιαστικά, αν και καλοκαίρι. Όσο έβλεπαν τα μάτια μου αντίκριζα μόνο βουνά, γελάδια που έβοσκαν ανέμελα και χωρικούς που είτε αλώνιζαν, είτε γύριζαν τα κομμένα άχυρα με τα δικράνια. Νέοι, ενήλικες, γυναίκες και κοπέλες συμμετείχαν στις εργασίες. Εικόνες ειδυλλιακές που γοητεύουν, μια και στην Ελλάδα έχουν εκλείψει προ πολλού.
Μετά από 10 χλμ. από το Ασαρτσίκ βρέθηκα σε μια διασταύρωση· κάτω από ένα μεγάλο δέντρο ξεκουράζονταν από τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο τρία παιδιά, γύρω στα 12 με 13. Σταμάτησα και τους χαιρέτισα καλώντας τους να με πλησιάσουν. Το έκαναν με περιέργεια και με έκπληξη, θα έλεγα. Αφού τους κέρασα διάφορα μπισκότα και τους έδωσα και αναψυκτικά (εφοδιασμένος, όπως πάντα, για κάθε ενδεχόμενο), τους είπα ότι είμαι Έλληνας και ότι πήγαινα στο χωριό του παππού μου το Αριτσάκ. Κούνησαν το κεφάλι και μου είπαν ότι είναι ευθεία μπροστά, μερικά χιλιόμετρα. Τους χαιρέτισα και ετοιμαζόμουν να φύγω.
Τότε με ρώτησαν αν έχω πάει στην εκκλησία του Αγιακλιαλάν, που είναι ιστορική. Ρώτησα πού είναι, μου έδειξαν από δεξιά, και μου είπαν ότι είναι κοντά, περίπου στα 10 χλμ. Έτσι, αποφάσισα τότε να επισκεφτώ την εκκλησία μας πρώτα. Έκανα δεξιά, και πραγματικά, σε περίπου 10 χλμ. βρήκα την πινακίδα που έδειχνε την θέση της εκκλησίας.
Προχώρησα και μπήκα στο μικρό χωριό, 6-7 σπίτια όλα και όλα. Έφτασα σε ένα αδιέξοδο και έκανα επιτόπου στροφή. Μια μεσήλικη Τουρκάλα, από αυτές με τις βράκες, καθόταν έξω και σηκώθηκε να δει τον μεσημεριανό επισκέπτη. Μου μίλησε και στάθηκα να την ακούσω. Της είπα ότι είμαι Έλληνας από την Θεσσαλονίκη και ότι ήρθα για την εκκλησία. Με κάλεσε να πάω στο σπίτι να πιω αριάνι, και να ξεκουραστώ. Αρνήθηκα ευγενικά, είπα ότι βιαζόμουν να φύγω, δεν είχα χρόνο. Τότε μου ανέφερε με παράπονο ένα επίθετο κάποιου από Θεσσαλονίκη, και με ρώτησε αν μπορώ να τον βρω γιατί έχει καιρό να έρθει. «Τι έχει πάθει, τι συμβαίνει», αναρωτιόταν. Της είπα ότι δεν τον ήξερα και δεν μπορούσα να κάνω κάτι.
Μετά τη συνάντηση στο χωριό έφυγα και κατευθύνθηκα στην εκκλησία. Σε ένα πλάτωμα, με θέα ολόγυρα, την αντίκρισα, μοναχική και θλιμμένη, με βάτα μέσα και γύρω-γύρω. Ο θόλος έχει πέσει και υπάρχουν μόνο τα περιμετρικά ντουβάρια. Στάθηκα μπροστά στην είσοδο και προσπαθούσα να συλλάβω το μέγεθος της και τη λειτουργική της αξία.
Όσο την περιεργαζόμουν, ένα αυτοκίνητο από το μικρό χωριό κατευθύνθηκε προς την εκκλησία.
Ένα παλιό Fiat παρκάρισε στον ανοιχτό παλιό αυλόγυρο. Κατέβηκε ένας μεσήλικας άντρας, που με χαιρέτισε με ανυπομονησία. Μου είπε ότι είναι ο άντρας της γυναίκας την οποία συνάντησα στο χωριό, και με ρώτησε τι με έφερε ως εκεί. Όταν άκουσε το λόγο της επίσκεψης, μου ανέφερε ότι πριν από λίγα χρόνια ο δήμαρχος υποσχέθηκε ότι θα την ξαναχτίσει, ωστόσο η υπόσχεσή του μέχρι σήμερα δεν έχει υλοποιηθεί. Ο άνδρας με ρώτησε και εκείνος για το φίλο από τη Θεσσαλονίκη. Επανέλαβα ότι δεν τον ξέρω, και ότι η πόλη μου είναι μεγάλη. Διέκρινα την απογοήτευσή του και το θλιμμένο βλέμμα του.
Αφού φωτογράφησα την εκκλησία, τον χαιρέτισα και πήρα το δρόμο για το χωριό του παππού Άνθιμου…