Το 1929 η Ελλάδα ήταν ανάστατη και συγκλονισμένη από το γεγονός ότι κάποιοι έκλεψαν από τη Μονή της Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων τα ιερά άμφια του εθνεγέρτη επισκόπου Παλαιών Πατρών Γερμανού, φιρμάνι του σουλτάνου, κειμήλια της Επανάστασης του 1821 κι ένα αδαμαντοποίκιλτο ευαγγέλιο κοσμούμενο από 1.200 διαμάντια και λεπτές αγιογραφίες που δώρισε στη μονή η αυτοκράτειρα της Ρωσίας Αικατερίνη η Μεγάλη, όλα αμύθητης αξίας.
Δεν άγγιξαν την κάρα του Αγίου Αλεξίου που δώρισε ο αυτοκράτορας Εμμανουήλ Κομνηνός και το ξακουστό λάβαρο που εστάλη ως ανάθημα εκ Σμύρνης το 1700.
Είχαν αμφότερα –και μερικά άλλα–πολλές περιπέτειες, καθώς το 1740 εκλάπησαν, μεταφέρθηκαν στην Πόλη και από εκεί στη Μολδαβία, εξαγοράστηκαν το 1772 και επανήλθαν στη Μονή. Το 1780 εκλάπησαν και πάλι, εστάλησαν στην Ήπειρο, και επέστρεψαν μετά στη μονή.
Από τη στιγμή της διάπραξης της ιεροσυλίας συνέβησαν συγκλονιστικά γεγονότα. Γιατί, ενώ η κλοπή έγινε στις 3 Μαρτίου 1929, ο δράστης συνελήφθη το 1936, αφού στο μεταξύ κλείστηκε στις φυλακές ένας αθώος μοναχός που έπεσε θύμα δικαστικής πλάνης!
Ας δούμε, όμως, την εξέλιξη των γεγονότων της συγκλονιστικής αυτής ιστορίας.
Στις 4 Μαρτίου 1929 ο Τύπος δημοσίευσε την είδηση ότι αρχαιοκάπηλοι εισέβαλαν και διέρρηξαν το σκευοφυλάκιο της μονής και αφαίρεσαν θησαυρούς και εθνικά κειμήλια ανεκτίμητης αξίας. Το γεγονός θεωρήθηκε ως εθνική συμφορά και απασχόλησε έντονα αστυνομικές, ανακριτικές Αρχές, Εκκλησία και κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου.
Κινητοποιήθηκαν οι πάντες, άρχισαν έρευνες για την ανακάλυψη και σύλληψη των διαρρηκτών. Ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσόστομος εξέδωσε αφορισμό για όποιον γνώριζε τους δράστες και δεν τους κατέδιδε στην αστυνομία. Παράλληλα τα τελωνεία έκαναν σχολαστικούς ελέγχους για να μην φυγαδευτούν τα κλοπιμαία στο εξωτερικό, ενώ η χωροφυλακή συνέλαβε πολλά ύποπτα άτομα και σεσημασμένους χωρίς όμως να προκύψει κάτι θετικό.
Σκευοφύλαξ της Μονής ήταν ο ιεροδιάκονος Φιλάρετος από την Αλέσταινα Καλαβρύτων.
Ο επίσκοπος Αιγιαλείας και Καλαβρύτων Τιμόθεος τον εκτίμησε, τον χειροτόνησε ιεροδιάκονο και το συμβούλιο της μονής τον όρισε σκευοφύλακα και του εμπιστεύτηκε τους θησαυρούς της. Επειδή οι έρευνες δεν απέδωσαν, οι υποψίες στράφηκαν στον Φιλάρετο, του οποίου η διαγωγή στη μονή ήταν άμεμπτος. Συνελήφθη κι οδηγήθηκε στα κρατητήρια της χωροφυλακής.
Μετά από μέρες, ο ηγούμενος Πολύκαρπος Στάικος υπέδειξε στις Αρχές να ανακρίνουν τον επισκέπτη της μονής Ιωάννη Σφυρή, που το βράδυ της κλοπής ήρθε ως προσκυνητής και αποχώρησε το πρωί. Συνελήφθη, ανακρίθηκε, αλλά αφέθηκε ελεύθερος διότι δεν προέκυψαν στοιχεία εναντίον του. Έτσι το βάρος το σήκωσε ο Φιλάρετος, ο οποίος κατέληξε στη φυλακή, ενώ ο κόσμος όταν τον είδε φώναζε αγανακτισμένος «Κρεμάλα»!
Μετά από καιρό, ο Ανδρέας Παπαχριστόπουλος, σεσημασμένος διαρρήκτης, κρατούμενος στις φυλακές Αθηνών, έμαθε για την κλοπή και έγραψε επιστολή στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο, αποκαλύπτοντας ότι γνώριζε το δράστη.
Ο Χρυσόστομος έστειλε στη φυλακή τον πρωτοσύγκελο της Αρχιεπισκοπής (τον μετέπειτα Αττικής Ιάκωβο) βρήκε τον Παπαχριστόπουλο κι εκείνος του αποκάλυψε ότι στις φυλακές Πατρών ήταν συγκρατούμενος μ’ έναν άλλο διαρρήκτη, τον Σφυρή, που του πρότεινε να συνεργαστούν στις κλοπές.
Δέχτηκε, και όταν αποφυλακίστηκαν του πρότεινε να διαρρήξουν το σπίτι του Ανδρέα Πετιμεζά «για να σωθούν μια για πάντα».
Όμως αντί για το σπίτι του Πετιμεζά, ο Σφυρής τον οδήγησε στην Αγία Λαύρα. Έξαλλος τότε είπε στον Σφυρή: «Εγώ φίλε μπορεί να είμαι κλέφτης, αλλά εκκλησιές δεν κλέβω!» Προσπάθησε να τον μεταπείσει, στάθηκε αδύνατο και γύρισαν στα Καλάβρυτα. «Άγιε δέσποτα, πιάστε τον Σφυρή! Αυτός είναι ο κλέφτης!», φέρεται να είπε.
Ο δεσπότης τηλεφώνησε στον διοικητή Ασφάλειας Αθηνών κι εκείνος με τη σειρά του στη χωροφυλακή Καλαβρύτων. Συνέλαβαν τον Σφυρή ο οποίος ομολόγησε ότι έκανε την κλοπή.
Συνοδεία χωροφυλάκων πήγαν στο χωριό του, Σκεπαστό Καλαβρύτων, όπου είχε κρύψει τους θησαυρούς. Από το Ευαγγέλιο έλειπαν φύλλα χρυσού και 50 διαμάντια, τα οποία είχε πουλήσει σε χρυσοχόο της Πάτρας, ο οποίος βέβαια συνελήφθη.
Ο μητροπολίτης Τιμόθεος κάλεσε μετά στην Αγία Λαύρα μοναχούς, δικαστές και αστυνομικούς, μαζί και τον αποφυλακισθέντα Φιλάρετο, και τέλεσαν σε συγκινητική ατμόσφαιρα δοξολογία. Μετά ο Τιμόθεος παρέδωσε έναν σταυρό στον Φιλάρετο λέγοντας του: «Και τώρα Φιλάρετε που υπήρξες θύμα δικαστικής πλάνης στρέψε το βλέμμα σου και συγχώρησε όλους, όπως έκανε ο Χριστός πάνω στο σταυρό του μαρτυρίου».
Τάσος Κοντογιαννίδης