Η μετάβαση από την αθωότητα και την καλή προαίρεση στη διαπίστωση της πραγματικότητας αποτελεί μια σκληρή, μακρά και επίπονη διαδικασία. Είναι κάπου εκεί που νομίζεις όχι ότι θα αλλάξεις τον κόσμο, αλλά απλά ότι «το άσπρο είναι άσπρο» και ότι «ο γάιδαρος δεν πετάει». Ξαφνικά, όμως, εμφανίζεται ο αθάνατος εκπρόσωπος της ελληνικής γραφειοκρατίας και πασχίζει να σου αποδείξει ότι τα αυτιά του γαϊδάρου είναι φτερά, πρέπει να είναι φτερά, πρέπει να τα βλέπεις ως φτερά, αν θες «να φας κι εσύ ένα ξεροκόμματο».
Διόλου αμελητέος αντίπαλος η ελληνική γραφειοκρατία –ή το «σύστημα», όπως συχνά αποκαλείται–, ειδικά όταν γιγαντώνεται εκμεταλλευόμενο τη σιωπή και την ανοχή των «συνδαιτυμόνων» (με την κυριολεκτική έννοια της λέξης).
Αήττητος αντίπαλος, όπως και η βλακεία, με φοβερές συμμαχίες εμφανείς και αφανείς. Κινούμενος στη σκιά της κρίσης, της αβεβαιότητας και του φόβου. Εκμεταλλευόμενος ό,τι μπορεί να εκμεταλλευτεί, και βαδίζοντας επί όσων πτωμάτων μπορεί να βαδίσει.
Ποιο μυρμήγκι είναι ικανό να ταράξει την ηρεμία αυτών των γιγάντιων ερπετών; Ποιος νεοσσός μπορεί να διεκδικήσει έστω και ένα ψίχουλο όταν η πλεονεξία και η απληστία εκμαυλίζουν συνειδήσεις εντός ενός ατέρμονου βέρτιγκο μωροφιλοδοξίας και ξιπασιάς; Ποσώς ταράσσονται… «Η δουλίτσα να γίνεται και το μεροκάματο να βγαίνει».
Λίγο πολύ αυτό είναι το προφίλ του μέσου Έλληνα γραφειοκράτη, ο οποίος δεν αντιπροσωπεύει φυσικά κάποια πλειοψηφία, αλλά η ισχύς του επιτρέπει στη συμπεριφορά του να θεωρείται κανόνας. Βρίσκεται παντού… Στην αστυνομία, στην εφορία, στον δήμο, στην πολεοδομία, στο στρατό, στο πανεπιστήμιο… Ταλαιπωρεί τους πάντες, αλλά κυρίως ταλαιπωρεί το έρημο ελληνικό κράτος και αυτό είναι το πλέον σημαντικό.
Όταν κάποιος γραφειοκράτης υπονομεύει τις λειτουργίες του κρατικού μηχανισμού και ως εκ τούτου τους ίδιους τους θεσμούς, υπονομεύει το μέλλον της χώρας και των παιδιών της. Η χάλκευση των θεσμικών πλαισίων διαιωνίζει τις συνθήκες ζούγκλας – με ό,τι αυτό σημαίνει για το δικαίωμα ενός νέου ανθρώπου να αντιμετωπιστεί ισότιμα και βάσει των κεκτημένων αρχών του κράτους δικαίου και της ισοπολιτείας.
Δεν πρόκειται, λοιπόν, για μια παρεκκλίνουσα συμπεριφορά ως προς έναν πολίτη, αλλά ως προς το κοινωνικό συμφέρον.
Η ρίζα του κακού βρίσκεται στην ίδια τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους, όπως συχνά έχει γραφτεί από πολύ σπουδαιότερους εμού. Ο κρατικός μηχανισμός συγκροτήθηκε στη βάση μιας εξαρτησιακής λογικής προς τα ξένα συμφέροντα, γεγονός το οποίο επέτασσε τη δημιουργία μιας «ψευδο-δημοκρατίας κληρονομικώ δικαίω». Το κληρονομικό δίκαιο αντικατοπτρίσθηκε σε αθρόες προσλήψεις στο Δημόσιο δίχως αντικειμενικά κριτήρια, στην υποκειμενική διανομή επιχορηγήσεων και πάσης φύσεως χρηματοδοτήσεων, και σε έναν ευρύ μηχανισμό αναπαραγωγής και διαιώνισης – στο περιλάλητο «πελατειακό σύστημα».
Το εκπληκτικό είναι ότι οι πελάτες καθίστανται μαγαζάτορες και δεν έχουν κάποια ανάγκη αυτοκριτικής ή ευγνωμοσύνης, αλλά αντίθετα κομπάζουν και διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για την επάρκεια και την ορθοκρισία τους. Ο λόγος; Στα χέρια τους διαθέτουν την πραγματική εξουσία και είναι αρκούντως έξυπνοι για να το αντιληφθούν και αρκούντως διεφθαρμένοι για να το εκμεταλλευθούν.
Το Δημόσιο προσφέρει εργασιακή ασφάλεια, μη αξιολόγηση και ατιμωρησία. Ωστόσο κάτι λείπει, και αυτό είναι το πολύ χρήμα. Σκεφτείτε τι θα συνέβαινε στο πρότυπο του «Έλληνα γραφειοκράτη» αν εισερχόταν και αυτό. Αν, δηλαδή, εισέρχονταν «ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια», μόνο όμως όσον αφορά τις πληρωμές και τα διάφορα «έξτρα». Αναλογιστείτε πού θα έφθανε η απληστία.
Συλλογιστείτε τις συνέπειες του να χαρίζεται ένα καλάσνικοφ σε έναν κατά συρροή δολοφόνο που καταδιώκεται, ή έστω σε έναν ισλαμιστή του ISIS που βρίσκεται εντός χριστιανικής εκκλησίας.
Ο εκμαυλισμός συνειδήσεων είναι δυστυχώς πραγματικότητα όταν εισέρχονται «τα φλουριά τα κωνσταντινάτα». Το χειρότερο, ωστόσο, είναι ότι δεν πρόκειται για μια μάχη μεταξύ «καλών και κακών», αλλά μεταξύ «ευθυγραμμισμένων και έτοιμων να ευθυγραμμιστούν». Δυστυχέστατα.