Του Μιχάλη Καϊκουνίδη.
Ξεκίνησα το ταξίδι μου για τα παρχάρια του Φαργανάντων στο Χαμψίκιοϊ της Mατσούκας, παρέα με έναν δικό μας άνθρωπο, τον εξισλαμισμένο Έλληνα Φαχρετίν Ερντογάν. Ο φίλος μου πλέον Φαχρετίν ζει στο χωριό Φαργανάντων.
Μαζί ανεβήκαμε στη θρυλική κορυφή του Αεσέρ, όπου οι Μύριοι του Ξενοφώντα φώναξαν το θρυλικό «θάλαττα, θάλαττα».
Εκεί έχτισαν βωμό λιθόσωρο, με πέτρες δηλαδή, τις οποίες ο ταξιδιώτης θα βρει ακόμα και σήμερα.
Αν και στο μέσο του καλοκαιριού, η θερμοκρασία στα 2.700 μ. υψόμετρο δεν ξεπερνούσε τους 10 βαθμούς Κελσίου. Ανατρίχιασα, όχι από την υγρασία που τρύπαγε το κόκαλο και τον δυνατό αέρα, αλλά από το δέος που ένιωσα μπροστά στο ένδοξο προγονικό παρελθόν. Μπροστά από τα μάτια μου πέρασαν οι Μύριοι, να φωνάζουν με ενθουσιασμό και να χτίζουν το βωμό.
Προς τη θρυλική κορυφή Αεσέρ
Στη συνέχεια πήραμε το δρόμο της καθόδου της κορυφής, από την άλλη πλευρά όμως που οδηγεί στο θρυλικό Σταυρίν. Μισή ώρα δρόμος μέσα από τα παρχάρια μάς οδήγησε σε μια από τις πλέον ιστορικές κωμοπόλεις της Χαλδίας, γενέτειρα μεταλλωρύχων που διέπρεψαν εκτός από το Σταυρί και σε δεκάδες οικισμούς που ίδρυσαν στον Πόντο και τη Μικρά Ασία.
Ένα πανέμορφο χωριό ξεδιπλώθηκε μπροστά στα μάτια μας. Κρύα νερά και άφθονο πράσινο έδιναν μια όψη παραδείσου. Με έκπληξη αντίκρισα μια σχετικά μεγάλου μεγέθους εκκλησία, με μια τεχνοτροπία που εγώ προσωπικά δεν είχα ξανασυναντήσει στην περιφέρεια. Πλησίασα να δω την κατάστασή της και αν μπορούσα να μπω μέσα.
Σωζόταν σε καλή κατάσταση, αν και δεν μπόρεσα να μπω μέσα γιατί τα βάτα που ήταν γύρω-γύρω την καθιστούσαν απρόσιτη.
Περιορίστηκα μόνο στο να την φωτογραφίσω, να κάνω με συγκίνηση το σταυρό μου και πω με τρεμάμενη φωνή το Πάτερ Ημών.
Από τα μάτια μου μπροστά πέρασαν εικόνες από το ποίμνιο που είχε εκκλησιαστεί εδώ, τους ιερείς, τους γάμους, τα βαφτίσια, τις κηδείες… και έτσι ανάλαφρος απομακρύνθηκα.
Το πανέμορφο Σταυρίν
Πλησίασα τους χωρικούς που ασχολούνταν με γεωργικές εργασίες, που με κοίταζαν με απορία και έδειχναν να θέλουν να μάθουν ποιος είμαι και τι κάνω εδώ. Τους εξήγησα ότι είμαι Έλληνας από τη Θεσσαλονίκη και ότι ήρθα να επισκεφθώ τα μέρη όπου κάποτε ζούσαν Έλληνες. Τους χαιρέτησα και έφυγα να συνεχίσω την καταγραφή μου. Ένα χιλιόμετρο πιο κάτω, στα δεξιά μου, είδα ένα ξωκλήσι, που προς έκπληξη μου είχε αναδομηθεί και έδειχνε σαν να περίμενε τον ιερέα να λειτουργήσει. Το φωτογράφισα και πήρα ξανά το δρόμο μου…