Τον λένε Μάλκομ Απλγκέιτ, είναι Βρετανός και σήμερα είναι 62 χρονών. Άντεξε να μείνει παντρεμένος μόλις τρία χρόνια προτού αποφασίσει να εξαφανιστεί από προσώπου γης, και να μην δώσει σημεία ζωής για μία δεκαετία! Προτού φύγει για… τσιγάρα και δεν γυρίσει ποτέ, εργαζόταν ως κηπουρός. Τη συμβίωση με τη σύζυγο την περιγράφει στην αρχή ως ΟΚ, και στη συνέχεια ως προβληματική.
«Κάποια στιγμή δεν άντεχα άλλο», τόνισε μιλώντας στην «Daily Mail».
Περιγράφοντας την κοινή τους ζωή είπε ότι του γκρίνιαζε και του ζητούσε να μειώσει τις ώρες που δούλευε, και αυτή ήταν η πιο κοινή αιτία προστριβής. Όπως εξηγεί, για 25 ευτυχισμένα χρόνια δούλευε ως κηπουρός, μια δουλειά που του άρεσε, αλλά ξαφνικά όσο πιο πολύ έλειπε από το σπίτι, τόσο περισσότερο αγρίευε η σύζυγός του. «Δεν της άρεσε καθόλου, ήθελε να με ελέγχει, μου ζητούσε να παρατάω δουλειές για να περνάμε περισσότερη ώρα μαζί», σημείωσε.
Όταν αποφάσισε ότι το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να εξαφανιστεί (και όχι να χωρίσει), έφυγε με ποδήλατο από το Μπέρμιγχαμ και έπειτα από τρεις εβδομάδες έφτασε στο Λονδίνο (χωρίς το ποδήλατο, που κάποιος το έκλεψε στο μεταξύ). Ο 62χρονος βρήκε «κατάλυμα» σε ένα πυκνό δάσος κοντά στο Κίνγκστον. Εκεί κατασκήνωσε και άρχισε να δουλεύει περιστασιακά σε κήπους. «Ήμασταν τρεις. Κανείς δεν γνώριζε ότι βρισκόμαστε εκεί, άλλωστε είναι μια περιοχή που κανείς δεν την επισκέπτεται», είπε.
(Φωτ.: SWNS: South West News Service)
Μετά από δέκα χρόνια στο δάσος ο Μάλκομ Απλγκέιτ εγκαταστάθηκε στο Γκρίνουιτς, στο νότιο Λονδίνο. Τότε αποφάσισε να τηλεφωνήσει και στην αδερφή του, η οποία, όπως και η σύζυγός του, είχε χάσει τα ίχνη του. «Άρχισε να κλαίει και να μου λέει ότι με έψαχνε σε όλους τους ξενώνες του Στρατού Σωτηρίας. Υπέθετε ότι ήμουν νεκρός», εξηγεί.
Σήμερα έχει μια πολύ καλή σχέση με την αδερφή του, ζει στο καταφύγιο αστέγων Emmaus Greenwich, και συνεχίζει να φροντίζει κήπους. Εργάζεται για λογαριασμό του καταφυγίου, και στον ελεύθερο χρόνο του συγκεντρώνει χρήματα για τους άστεγους, μέσω φιλανθρωπιών.