Συνεχίζονται οι αρχαιολογικές ανασκαφές κοντά στο μοναστήρι της Κοίμησης στη νήσο της Θηρασίας, καθώς τα ευρήματα του προϊστορικού οικισμού βρίσκονται σχεδόν σε επαφή με αυτό, όπως ανακοινώθηκε από το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού.
Στο φως έχει έρθει ένας πρωτοκυκλαδικός και μεσοκυκλαδικός οικισμός της 3ης και των αρχών της 2ης χιλιετίας π.Χ.
Σύμφωνα με τα νέα στοιχεία που δίνει στη δημοσιότητα το υπουργείο, «ένα μέρος του οικισμού έχει διαβρωθεί και παρασυρθεί στον γκρεμό κατά τηγεωλογική απόσπαση της νήσου Θηρασίας από το Ασπρονήσι, ως αποτέλεσμα της μεγάλης μινωικής ηφαιστειακής έκρηξης. Ο οικισμός της Κοίμησης προσφέρει σημαντικά στοιχεία για το σύμπλεγμα Θήρας-Θηρασίας κατά τις πρώιμες φάσεις της Εποχής του Χαλκού και δίνει επίσης νέα στοιχεία για τη μορφή του ΝΑ ορίου της προ-εκρηξιακής καλδέρας, στα βαθμηδωτά άνδηρα της οποίας απλωνόταν ο προϊστορικός οικισμός».
Οι τελευταίες εργασίες ανασκαφών αποκάλυψαν τα εξής:
- Στα άνδηρα της πλαγιάς βρέθηκε ενδιαφέρουσα ανθρωπογενής κατάληψη του χώρου, με σειρά κτισμάτων ποικίλων σχεδίων, των οποίων κοινό στοιχείο είναι η αξιοποίηση των βράχων και του φυσικού χώρου ως πλαισίου και συστατικού στοιχείου των θεμελίων και του σκελετού των οικοδομημάτων.
- Μεγάλοι ηφαιστειακοί βράχοι αναδύονται σε όλη την επιφάνεια του αναγλύφου, ορίζουν τα άνδηρα της πλαγιάς, διαμορφώνουν τις διαθέσιμες για δόμηση επιφάνειες και ενσωματώνονται στις κατασκευές. Η δόμηση είναι πυκνή και τα κτίσματα «αγκιστρώνονται» το ένα στο άλλο, με εξέδρες λίθινες, που διαμορφώνουν τα κλιμακωτά άνδηρα της πλαγιάς.
- Ηφαιστειακά υλικά χρησιμοποιήθηκαν επίσης στην δόμηση, ως υπόστρωμα των δαπέδων, ενώ πλάκες από τα κατώτερα και παλαιότερα γεωλογικά στρώματα της Θηρασίας, τα οποία θα πρέπει να ήταν ορατά στο ήδη από τότε διαμορφωμένο καλδερικό βύθισμα, χρησιμοποιήθηκαν ως πλάκες οροφής.
Παράλληλα, ολοκληρώθηκε φέτος και «η αποκάλυψη ενός ελλειψοειδούς κτηρίου με μνημειακά χαρακτηριστικά και ανασκάφηκαν σε διάφορους χώρους του οικισμού επάλληλα δάπεδα κυρίως της Πρώιμης αλλά και της Μέσης Εποχής του Χαλκού, δίνοντας σημαντικά στοιχεία για την οργάνωση στο χώρο καθώς και τη διαδοχή των φάσεων κατοίκησης. Διερευνήθηκαν επίσης τα όρια του οικισμού στα άνδηρα της ΝΑ πλαγιάς του λόφου. Επί τη βάσει κυρίως της κεραμικής ο οικισμός χρονολογείται στην Πρωτοκυκλαδική ΙΙ, στην Πρωτοκυκλαδική ΙΙ/ΙΙΙ και στη Μεσοκυκλαδική περίοδο, με φάσεις ανάλογες με το Ακρωτήρι.
»Τα ευρήματα περιλαμβάνουν κεραμική, εργαλεία λειασμένου και αποκεκρουμένου λίθου, και διάφορα οικοτέχνεργα, οστά, όστρεα, ξύλο και άλλα οργανικά κατάλοιπα.
»Από ό,τι φαίνεται από τα υλικά τεκμήρια, η οικονομία εξαρτιόταν από τις καλλιέργειες και την κτηνοτροφία. Η εξέταση των τεχνέργων βρίσκεται σε εξέλιξη, αλλά από το πλήθος των εργαλείων σύνθλιψης και τα μεγάλα αποθηκευτικά αγγεία μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η πρακτική διαφοροποιημένων καλλιεργειών υπήρξε η βάση της διατροφής μαζί με τα προϊόντα της κτηνοτροφίας (γάλα και κρέας) και τους θαλάσσιους πόρους. Ως προς τις τεχνικές κυρίως μαρτυρείται η υφαντική και η νηματουργία, καθώς και η τεχνολογική παραγωγή προϊόντων οψιανού. Αλλά το πλήθος και η διαφοροποίηση των εργαλείων υποδηλώνει την άσκηση ποικίλων τεχνικών, στο πλαίσιο της τεχνο-οικονομικής οργάνωσης του οικισμού. Η ανάλυση των πηλών της κεραμικής υποδεικνύει τη σημασία της τοπικής θηραϊκής παραγωγής αλλά και την παρουσία εισηγμένης κεραμικής από διάφορες περιοχές του Αιγαίου». Ο οικισμός είχε εγκαταλειφθεί πριν από τη μινωική ηφαιστειακή έκρηξη.
Φορείς της έρευνας είναι το Ιόνιο Πανεπιστήμιο (Κώστας Σμπόνιας), το Πανεπιστήμιο Κρήτης (Ίρις Τζαχίλη) και η Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων (Μάγια Ευσταθίου), με τη συνεργασία της ομ. καθ. του ΑΠΘ Κλαίρης Παλυβού και διεπιστημονικής ομάδας αρχαιολόγων και άλλων ερευνητών. Για την πραγματοποίηση της έρευνας ιδιαίτερα σημαντική είναι η υποστήριξη του Δήμου Θήρας καθώς και του Ινστιτούτου Αιγαιακής Προϊστορίας (INSTAP).