Έχουμε σημειώσει στο πρόσφατο παρελθόν ότι οι συστημικοί παράγοντες οι οποίοι δημιουργούν προσκόμματα σε ενδεχόμενη ρωσοτουρκική προσέγγιση είναι καταφανέστατα περισσότεροι από τα επιμέρους σημεία σύγκλισης και συνεργασίας. Η πλήρης ρήξη στο θέμα της Συρίας και της επιβίωσης του καθεστώτος Άσαντ, η διάσταση απόψεων για το Κουρδικό (έστω και προσεκτικά εκ μέρους της Μόσχας λόγω Ιράν), ο ανταγωνισμός ισχύος στην Υπερκαυκασία ή ακόμη και το γεγονός ότι η Τουρκία συνεχίζει να είναι μονομερώς εξαρτημένη ενεργειακά από τη Ρωσία καθιστούν την οιαδήποτε προοπτική συνεργασίας ιδιαιτέρως εύθραυστη. Η ύπαρξη μιας σημαντικής εμπορικής σχέσης ή αγορά οπλικών συστημάτων συνιστούν αναμφίλεκτα εργαλεία πολιτικής, αλλά δεν δύνανται να υποκαταστήσουν ή να επουλώσουν τα αποκλίνοντα στρατηγικά συμφέροντα.
Η θέση και ο ρόλος της Τουρκίας, όπως της έχουν αποδοθεί από αυτή καθ’ αυτή την πλανητική κατανομή ισχύος, δεν μπορούν να παρακαμφθούν ούτε καν από την ίδια ενόσω αυτή παραμένει «στρατηγικό έρμαιο» των διαθέσεων των μεγάλων δυνάμεων.
Ο Τζον Μερσχάιμερ έγραψε, πριν από περίπου δύο δεκαετίες, το μνημειώδες έργο του Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων θέλοντας να υπογραμμίσει τη ματαιότητα των διαρκών ηγεμονικών στρατηγικών και εξισορροπήσεων, συσπειρώσεων και αντισυσπειρώσεων. Η περίπτωση της Τουρκίας έρχεται να μας θυμίσει την «Τραγωδία της πολιτικής των μικρών δυνάμεων», οι οποίες είναι καταδικασμένες να επιζητούν την ένταξή τους σε στρατηγικά μπλοκ προκειμένου να επιβιώσουν, πολλές φορές προσφέροντας περισσότερα από όσα φαινομενικά λαμβάνουν στο πλαίσιο μιας διαμορφούμενης πελατειακής σχέσης.
Οι εξελίξεις όσον αφορά τους S-400 επιβεβαιώνουν ότι η ύπαρξη συστημικών προϋποθέσεων ανταγωνισμού, αλλά και η επί αιώνες συγκεκριμένη γεωπολιτική τοποθέτηση της Τουρκίας στον αναχωματικό δακτύλιο των αγγλοσαξονικών δυνάμεων, υπερτερούν της όποιας διάθεσης διπλωματικών ελιγμών.
Στις 9 Οκτωβρίου ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επισκέφθηκε την Ουκρανία αφήνοντας αιχμές εναντίον της Ρωσίας, αρνήθηκε κάθε ενδεχόμενο αναγνώρισης της απόσχισης της Κριμαίας και κατηγόρησε τη Μόσχα για καταπάτηση των δικαιωμάτων των τουρκογενών πληθυσμών της περιοχής!
Καταφανέστατα, το αίτημα της Τουρκίας για συμπαραγωγή εντάσσεται και αυτό στην παραπάνω ρητορική, η οποία στοχεύει στην απόσυρση από το «deal των S-400». Η λογική του «ανατολίτικου παζαριού» σε όλο της το μεγαλείο, όπως έχει συμβεί πλειστάκις σε όλο το φάσμα των διεθνών σχέσεων της Τουρκίας: ζητάμε πολλά και δίνουμε πολλές υποσχέσεις προκειμένου να καταστήσουμε εαυτούς πολύτιμους και να πουλήσουμε ακριβά το τομάρι μας. Το αφήγημα ωστόσο έχει ένα κενό, και αυτό αφορά ότι πρόκειται για στρατηγική εκτυλισσόμενη σε αναφορά με υπερδυνάμεις (και όχι με την Ελλάδα ή τη Βουλγαρία), γεγονός που την καθιστά εξαιρετικά υψηλού ρίσκου.
Αν η Ρωσία αποδέχθηκε να «ξεχάσει» την κατάρριψη του βομβαρδιστικού της στο όνομα αμφιλεγόμενων υποσχέσεων και απολογιών από πλευράς Ερντογάν, δεν σημαίνει ότι θα παραμείνει άπραγη ενώπιον του εξευτελισμού της από την Άγκυρα – και η αναξιόπιστη και ασυνεπής στάση της τουρκικής ηγεσίας μόνο ως τέτοια μπορεί να θεωρηθεί. Η Μόσχα προβάλλεται πλέον ως δύναμη διαμεσολάβησης μεταξύ των Κούρδων και του καθεστώτος Άσαντ αποκομίζοντας μάλιστα –σύμφωνα με Ρώσους αναλυτές– υποσχέσεις για την απόδοση αυτονομίας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ερντογάν προσπαθεί να κερδίσει χρόνο προχωρώντας σε σπασμωδικές κινήσεις.
Το ντόμινο των εξελίξεων στο μέτωπο του Κουρδικού παρωθεί την Τουρκία προς λανθασμένες κινήσεις, οι οποίες για την ίδια πιθανόν να είναι ορθολογικές. Ας μη λησμονούμε, άλλωστε, ότι μία εκ των βασικών αρχών της πρότασης πολιτικής του Αχμέτ Νταβούτογλου αφορούσε τη ρυθμική διπλωματία, ήτοι μία κατά το δοκούν σειρά ελιγμών προς όλες τις κατευθύνσεις, μακριά από δεσμεύσεις και ποδηγετήσεις. Όμως επαναλαμβάνουμε ότι η αρχή της ρυθμικής διπλωματίας προϋποθέτει ευνοϊκή θέση εντός της ισορροπίας δυνάμεων και άνοδο στην κλίμακα των διαμορφωτικών δρώντων. Βρίσκεται η σημερινή Τουρκία σε μια τέτοια θέση; Θα έλεγα ότι «νομίζει πως βρίσκεται», και αυτό είναι το πιο επικίνδυνο για την ίδια.