Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων για το Σχέδιο Ανάν ένα ερώτημα που ετίθετο ήταν ποιο ήταν το ζητούμενο από αυτούς που ετοποθετούντο αρνητικά. Εκτός από τις αναλύσεις διαφόρων μοντέλων που θα μπορούσαν να υιοθετηθούν στην Κύπρο, είχα καταθέσει τη θέση ότι η ουσία ήταν να έχουμε ένα φυσιολογικό κράτος («normal state»). Ήταν λοιπόν με ικανοποίηση που άκουσα τους τελευταίους μήνες αυτό τον όρο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας καθώς και από τον ΓΓ του ΟΗΕ.
Στη σημερινή συγκυρία, όπου εξελίξεις αναμένονται μετά τις προεδρικές εκλογές, είναι σημαντικό να προβληματιστούμε για το πώς μπορεί να προκύψει ένα φυσιολογικό κράτος στο πλαίσιο μιας λύσης.
Επί τούτου είναι σημαντικό να έχουμε υπ’ όψιν μας κάποιες κατευθυντήριες γραμμές ως ακολούθως:
- Το υφιστάμενο σύστημα εγγυήσεων θα πρέπει να παραμερισθεί καθώς ήταν μια από τις πηγές του προβλήματος. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ θα μπορούσε να είχε αυτόν το ρόλο.
- Ενώ θα πρέπει να υπάρξει αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων στο πλαίσιο ενός χρονοδιαγράμματος, για μια μεταβατική περίοδο θα είναι χρήσιμη μια πολυεθνική αστυνομική δύναμη με συγκεκριμένες αρμοδιότητες.
- Καθοριστικής σημασίας είναι το μοντέλο διακυβέρνησης της χώρας. Με την υφιστάμενη βάση συνομιλιών εάν υπάρξει κατάληξη θα δημιουργηθεί ένα δυσλειτουργικό πολιτειακό σύστημα στηριγμένο σε εθνοτικούς πυλώνες. Μια τέτοια εξέλιξη θα επιδεινώσει το status quo. Αφετηρία θα πρέπει να είναι το Σύνταγμα του 1960 το οποίο να τύχει αναθεώρησης. Άλλωστε όταν η Τουρκία εισέβαλε το 1974 διακήρυξε ότι βασικός της στόχος ήταν η αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης. Υπενθυμίζεται ότι η Κυπριακή Δημοκρατία σήμερα λειτουργεί με βάση το Δίκαιο της Ανάγκης που νομιμοποιήθηκε τον Μάρτιο του 1964 με το ψήφισμα 186.
- Είναι καθοριστικής σημασίας να ενθαρρυνθεί η καλλιέργεια ενός κλίματος συνεργασίας μεταξύ των δύο κοινοτήτων και ανάδειξης ενός ελαχίστου πλαισίου κοινών στόχων. Σε διαφορετική περίπτωση οποιαδήποτε προσπάθεια οικοδόμησης ενός κράτους θα είναι μάταιη.
- Τα τελευταία χρόνια είχε κατατεθεί εκ μέρους της τουρκοκυπριακής πλευράς η θέση για εκ περιτροπής προεδρία. Η ελληνοκυπριακή πλευρά κατ’ ουσίαν την αποδέχθηκε με την προσθήκη για σταθμισμένη ψήφο. Μια τέτοια ρύθμιση ούτε φυσιολογική είναι ούτε σταθεροποιητική. Εναλλακτικά, είχα καταθέσει, μετά το δημοψήφισμα του 2004, τη θέση για κοινό ψηφοδέλτιο Προέδρου και Αντιπροέδρου οι οποίοι να μην προέρχονται από την ίδια κοινότητα. Η πρόταση αυτή, η οποία πηγάζει από μια ενοποιητική ομοσπονδιακή φιλοσοφία, είναι δημοκρατική και, επιπρόσθετα, ενισχύει την οικοδόμηση κοινών στόχων.
- Το Ανώτατο Δικαστήριο να αποτελείται από τέσσερις Ελληνοκύπριους, τέσσερις Τουρκοκύπριους και έναν δικαστή ο οποίος να προέρχεται από τις άλλες κοινότητες της Κύπρου. Πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου να είναι ο γηραιότερος.
- Οι πρόνοιες για διπλές πλειοψηφίες στη λήψη αποφάσεων θα πρέπει να επανεξετασθούν. Διπλές και μάλιστα ισχυρές (π.χ. 66,7%) πλειοψηφίες θα πρέπει να ισχύουν πάντοτε όταν πρόκειται για συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Για ορισμένα σοβαρά θέματα θα προνοούνται ενισχυμένες (και όχι απόλυτες, π.χ. 40%) διπλές πλειοψηφίες, ενώ για άλλα θέματα θα ισχύει μόνο η απλή πλειοψηφία ανεξαρτήτως της ιθαγένειας των ψηφιζόντων. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη μικτή σύνθεση των διαφόρων σωμάτων, καθώς και την ισότιμη αντιπροσώπευση στην Άνω Βουλή, πάντοτε θα υπάρχει αποτελεσματική τουρκοκυπριακή συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων.
- Τα ζητήματα του εδαφικού και του περιουσιακού μπορεί να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικά εάν αντί για δύο συνιστώντα κράτη υπάρξουν τέσσερις-πέντε περιφέρειες – η υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση περιφέρεια να έχει την ευρύτερη δυνατή αυτονομία. Η ρύθμιση αυτή δεν θα επηρεάσει τη σύνθεση της Άνω-Βουλής η οποία θα είναι 50-50. Εν ολίγοις ενώ η δομή του κράτους θα είναι ομοσπονδιακή, οι εδαφικές ρυθμίσεις αυτές θα ενισχύουν την ενότητα του κράτους.
- Τα πιο πάνω κεφάλαια μπορούν να διευρυνθούν και να επεκταθούν περαιτέρω. Ταυτόχρονα πέραν μιας εξελικτικής προσέγγισης, είναι καθοριστικής σημασίας η εμπλοκή της Τουρκίας. Γι’ αυτό θα πρέπει να αναζητηθούν τρόποι για μια τέτοια εξέλιξη. Ένας δίαυλος επικοινωνίας μπορεί να προκύψει στα πλαίσια ευρύτερων περιφερειακών συνεργασιών για ενεργειακά και άλλα ζητήματα.
Αναμφίβολα είναι εξαιρετικά δύσκολο να γίνουν αποδεκτές τέτοιες ιδέες. Από την άλλη όμως τυχόν υλοποίηση του υφιστάμενου πλαισίου διαπραγμάτευσης θα οδηγήσει σε ένα μη φυσιολογικό δυσλειτουργικό κράτος και στην επιδείνωση της κατάστασης. Κάτω από αυτά τα δεδομένα είναι οι Ελληνοκύπριοι που θα θέλουν να αποσχισθούν. Ως εκ τούτου η προτεινόμενη φιλοσοφία πρέπει να προκριθεί καθώς διατηρεί την προοπτική μιας τελικής διευθέτησης. Προς αυτή την κατεύθυνση απαιτείται σκληρή δουλειά, πολυμερείς συνεργασίες, μια πραγματιστική εξωτερική πολιτική, ένα αποτελεσματικό κράτος και ένα αφήγημα. Μέχρι την υλοποίηση της πολιτικής αυτής θα πρέπει να ενισχύεται συνεχώς η Κυπριακή Δημοκρατία ως έχει.
Ανδρέας Θεοφάνους
Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας