Η εικόνα ήρθε μπροστά μου προχθές, στα καλά καθούμενα, καθώς μπήκα από τα παρασόκακα του Πέρα για να αποφύγω τον Ίσιο Δρόμο που είναι εφιαλτικός αυτές τις ημέρες με τα έργα ανάπλασης που γίνονται κατά μήκος του – ανασκαμμένος παντού, μπουλντόζες, κομπρεσέρ, φορτηγά, και τον κόσμο να συνωστίζεται και να στριμώχνεται πότε στην μια πότε την άλλη πλευρά του δρόμου. «Για καλό είναι αυτό τουλάχιστον το έργο, αλλά μέχρι να γίνει θα υποφέρουμε», σκεφτόμουν.
Το δρόμο αυτόν από τα στενά μού τον είχε δείξει όταν είχα πρωτοέρθει στην Πόλη ο Αντώνης, μια μέρα που φεύγαμε από την Αγία Τριάδα –δεν θυμάμαι καν για ποιο λόγο ήμασταν εκεί– και εγώ ήθελα να πάω προς το Γαλατασαράι.
Στεκόμουν στην πλαϊνή είσοδο του αυλόγυρου της εκκλησίας, δίπλα στο Ζάππειο, κι έκανα να στρίψω να βγω στον Ίσιο Δρόμο (Ιστικλάλ τον έλεγα ακόμα τότε) για να κατέβω προς τα κάτω. Ο Αντώνης έβγαινε κι εκείνος, και μόλις με είδε με ρώτησε πού πάω. Του απάντησα, και αμέσως «Έλα μαζί μου, θα σε βγάλω εγώ μέσα από τα σοκάκια του Πέρα, να μάθεις κι αυτόν το δρόμο», μου λέει. «Εγώ αυτόν πάντα ακολουθώ όταν πάω στο Ζωγράφειο. Από κάτω γίνεται της τρελής. Τα παρασόκακα οι τουρίστες δεν τα ξέρουν, ούτε και οι ανατολίτες. Φοβούνται να μπουν κιόλας, κι έτσι έχουμε την ησυχία μας». Τον ακολούθησα. Περνούσα για πρώτη φορά από εκεί.
Στενά που το ένα έβγαινε μέσα από το άλλο, σχεδόν ποτέ σε συνέχεια το ένα με το άλλο, στοές που εμφανίζονταν από το πουθενά διαπερνώντας πελώρια κτήρια, μικρά αδιέξοδα περικυκλωμένα από εισόδους παλιών μεγάρων.
Σε μια στροφή του δρόμου βλέπω ένα μεγάλο σκουρόχρωμο κτήριο. Μεγάλο και επιβλητικό. Ήταν ωστόσο βαμμένο σε ένα σκούρο κόκκινο-μπορντό χρώμα που είχε γίνει με τα χρόνια σκούρο καφέ, σχεδόν μαύρο, και ανέδυε μια καταθλιπτική αίσθηση παρακμής. «Εδώ είναι η Φιλόπτωχος του Πέρα. Εδώ και το Μπέιογλου Σπορ» μου λέει. «Μάλιστα» απαντάω αμήχανα. Προχωρήσαμε ακόμα λίγο και μετά μέσα από ένα πασάζ με είσοδο και έξοδο στο πουθενά βρεθήκαμε δίπλα στο Ζωγράφειο. «Εγώ εδώ σε αφήνω. Εσύ προχωράς δεξιά. Στα 20 μέτρα στρίβεις από το στενό που βλέπεις να είναι ο μπερμπέρης. Στο τέλος του φτάνεις στην είσοδο του Γαλατασαράι».
Το βράδυ στο σπίτι άνοιξα τα κιτάπια μου: Η Φιλόπτωχος Αδελφότης Κυριών Πέρα είναι η παλαιότερη και σημαντικότερη φιλόπτωχος της Πόλης, με σπουδαίο έργο και διαχρονική ποικίλη προσφορά στην Ρωμαίικη κοινότητα.
Ιδρύθηκε το 1861 και εγκαταστάθηκε στο ιδιόκτητο κτήριο που είδα το 1909. Η Φιλόπτωχος νοικιάζει το οίκημα σε διάφορους φορείς και χρησιμοποιεί τα εισοδήματα για τις αγαθοεργίες της. Εκεί στεγάζεται η εφημερίδα «Ηχώ της Πόλης» και το Ραδιόφωνο της Ηχούς. Εκεί έχει την έδρα του και ο περίφημος Αθλητικός Σύλλογος Πέρα, ή στα πολίτικα το Πέρα Κλαμπ, που αργότερα έγινε αναγκαστικά Beyoğlu Spor Külubu είτε Beyoğlu Spor, ένα από τα παλαιότερα αθλητικά σωματεία της Τουρκίας και μητρικός σύλλογος για δύο μεγάλους ελληνικούς αθλητικούς ομίλους που αναγνωρίζουν στο Πέρα Σπορ τις ρίζες τους, την ΑΕΚ και τον ΠΑΟΚ.
Το κτήριο βρίσκεται σε ένα από τα σοκάκια του Πέρα, το Σοκάκι του Τηλέγραφου (Tel sokak), σε μια περιοχή που κάποτε ήταν μια πυκνοκατοικημένη ελληνική γειτονιά που τώρα βέβαια έχει αλλάξει.
Φέτος μέσα στο καλοκαίρι είδα ότι μπήκαν σκαλωσιές στην πρόσοψη με σκοπό την συντήρηση του κτηρίου. Έφυγα όμως στο μεταξύ για διακοπές, και το είχα ξεχάσει. Έτσι όταν πέρασα πριν δυο μέρες από το στενό, με περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη. Οι σκαλωσιές είχαν στο μεγαλύτερο μέρος τους βγει και η καταθλιπτική πρόσοψη είχε εξαφανιστεί. Τα επάλληλα στρώματα μπογιάς που κάλυπταν τις λεπτομέρειες είχαν φύγει, σημεία με φθορές είχαν επισκευαστεί, τα παράθυρα είχαν συντηρηθεί και τη θέση του καφεκόκκινου είχε πάρει ένα όμορφο απαλό μοβ. Η εν γένει εικόνα τελείως διαφορετική, να αναδεικνύει πλέον τη δωρική λιτότητα, τη μεγαλοπρέπεια και τη σεμνότητα του κτηρίου. Έτσι, ίσως, όπως το ονειρεύτηκαν παλιές αρχόντισσες της Πόλης που φρόντισαν για την ανέγερσή του, η Χριστίνα Ζαφειροπούλου, η Μαρία Ευγενίδου, η Φρόσω Ζαρίφη κ.ά.
Στολίδι και πάλι το κτήριο στη συμβολή των οδών Κιουτσούκ Παρμάκ Καπί και Τελ, στην καρδιά του Πέρα. Λαμπρότερη πέτρα αυτού του επιβλητικού κοσμήματος, η λιτή επιγραφή «Φιλόπτωχος Αδελφότης».
Αυτό το τελευταίο ήταν η μεγαλύτερη έκπληξη και η συγκίνηση για μένα. Η επιγραφή βεβαίως υπήρχε πάντα, αλλά αποκαλύφθηκε και πάλι μόλις τώρα, αφού για δεκαετίες έμεινε κρυμμένη πίσω από παχείς σοβάδες, όπως η νοοτροπία της εποχής «πολίτη μίλα τουρκικά» απαιτούσε και ο φόβος υποχρέωνε. Λίγο πιο κάτω, στην γωνία διέκρινα χαραγμένα και τα ονόματα των μηχανικών που συνεργάστηκαν. «ΑΔΑΜΑΝΤΙΔΗΣ ΠΕΤΣΙΛΛΑΣ ΠΟΥΣΚΟΥΛΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ». Αυτή η επιγραφή υπήρχε και πριν, αλλά ήταν αδύνατον να την διακρίνεις μέσα στο σκούρο χρώμα που είχε ο τοίχος.
Έκπληκτος και με μεγάλη συγκίνηση άνοιξα την κάμερα του κινητού μου. Δεν είναι λίγο να βλέπεις μετά από χρόνια και πάλι μια ελληνική επιγραφή στο Πέρα. Στα δάχτυλα του ενός χεριού αυτές που έχουν απομείνει.
Οι δυο εργάτες που δούλευαν εκεί –ο ένας είχε πριν λίγο σχολάσει– ανέβηκαν στις σκαλωσιές και στήθηκαν και αυτοί. Χαλάλι οι φωτογραφίες. Ήταν αυτοί που λίγες μέρες πριν είχαν αποκαλύψει και πάλι τα ελληνικά γράμματα. Διαβάζω δυνατά, σαν να μη πιστεύω στα μάτια μου. «Φιλόπτωχος Αδελφότης». «Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;» μου λέει ένας από τους δύο εργάτες. «Fukara derneği», του λέω. «Ο σύλλογος του φουκαρά, φουκαρά μου, σκέφτομαι». «Ναι» μου λέει, «έτσι είναι. Στα ρωμαίικα. Εσύ πού το ξέρεις; Ρωμιός είσαι;». «Ναι» του λέω.
Και συνεχίζω με αυτοπεποίθηση, «Ρωμιός. Οι παππούδες μου το έχτισαν αυτό, εκείνοι έχτισαν και τα πιο πολλά που βλέπεις εδώ γύρω». Με κοιτάει αμήχανος. «Από πού είσαι εσύ;» ρωτώ. «Από την Πόλη», κομπιάζει. «Βέβαια τελικά εσύ είσαι από την Πόλη. Εγώ είμαι από το Αντίαμαν, αλλά ήρθα παιδί εδώ».
«Γεια στα χέρια σου, μάστορα, ωραία δουλειά. Άντε, καλή ευκολία» του λέω, χωρίς να συνεχίσω την συζήτηση.
Του χάρισα ένα πλατύ χαμόγελο και προχώρησα βιαστικά. Δεν ήθελα να δει τα μάτια μου που άρχιζαν να βουρκώνουν.
Γιάννης Γιγουρτσής
- Πηγή: facebook.com/gigourtsis.