Με αφορμή την πρόσφατη συμπλήρωση 95 χρόνων από την Ανακωχή των Μουδανιών, η οποία αποτέλεσε την τυπική ταφόπλακα της πολεμικής προσπάθειας της Ελλάδας με την –αμαχητί– αποχώρηση του στρατού από την Ανατολική Θράκη, ανέτρεξα στη σχετική αξιομνημόνευτη βιβλιογραφία. Διαπίστωσα –και θέτω τη σκέψη μου στην κρίση κάθε ερευνητή– ότι απουσιάζουν οι μελέτες του μικρασιατικού εγχειρήματος υπό το πρίσμα της θεωρίας διεθνών σχέσεων και της στρατηγικής.
Φυσικά, έχουν δημοσιευθεί εξαιρετικές ιστοριογραφικές και άλλες μελέτες από σπουδαίους ερευνητές ή και στρατιωτικούς.
Ταπεινή μου γνώμη όμως είναι ότι απουσιάζει το κείμενο το οποίο θα αποκρυπτογραφεί τα αίτια και τα αιτιατά της στρατηγικής συμπεριφοράς των δρώντων με ιδιαίτερη έμφαση στη σχέση τους με τις Μεγάλες Δυνάμεις και στην προκείμενη προβληματική περί των πελατειακών σχέσεων. Σημαντική εξαίρεση αποτελεί η μελέτη του επίκουρου καθηγητή του Πανεπιστημίου Πειραιώς Διονυσίου Τσιριγώτη με τίτλο Η ελληνική στρατηγική στη Μικρά Ασία, 1919-1922.
Το εν λόγω βιβλίο συγκεφαλαιώνει τα διλήμματα και τις προκλήσεις για τη χώρα μας κατά το μικρασιατικό εγχείρημα όχι απλά υπό το φως της παράθεσης γεγονότων ή της «μικροϊστορίας-παραϊστορίας». Ο Τσιριγώτης στηρίζεται στο θεωρητικό κεκτημένο, το οποίο έχει κληροδοτηθεί στους σύγχρονους μελετητές από τη θουκυδίδεια παράδοση, προκειμένου να καταδείξει τα πραγματικά αίτια της αποτυχίας αποφεύγοντας να σταθεί απλά στον ελληνικό μικρόκοσμο αλλά εντάσσοντας τη στρατηγική της χώρας στο ευρύτερο πλέγμα των διακυβευμάτων και των προτεραιοτήτων των εμπλεκόμενων δυνάμεων.
Η στρατηγική του Ελευθερίου Βενιζέλου, επί παραδείγματι, δεν ορίζεται κατά τρόπο στείρο και μονοδιάστατο ως «φιλοαγγλική» δίχως να παρατίθεται το υπόβαθρο της συγκεκριμένης επιλογής. Η βενιζελική στρατηγική περιγράφεται υπό τη στρατηγική μέγγενη της αναγκαιότητας ανάσχεσης του ρωσικού παράγοντα από ενδεχόμενη κάθοδό του στις «θερμές θάλασσες» και της ανάλογης επιζήτησης ανταλλαγμάτων εκ μέρους των Δυτικών για την ανάληψη μιας τέτοιας υποχρέωσης. Κατ’ αντιστοιχία, αναλύεται η οργάνωση των κεμαλικών στρατευμάτων στη βάση των πελατειακών σχέσεων, τις οποίες ανέπτυξε ο Μουσταφά Κεμάλ αρχικά με τους Μπολσεβίκους και κατόπιν με δυνάμεις όπως η Ιταλία ή η Γαλλία.
Θα αντέτεινε κάποιος: Γιατί η διεθνολογική ανάλυση είναι σημαντική;
Όπως έχει επανειλημμένως σημειωθεί από αρκετούς αναλυτές, η απουσία υψηλής στρατηγικής συνιστά το διαχρονικό πρόβλημα της χώρας μας. Η έννοια της υψηλής στρατηγικής συνοψίζεται ακριβώς στη διατύπωση των σκοπών και των μέσων, ήτοι του ύψιστου διακυβεύματος και των διατιθέμενων εργαλείων πραγμάτωσής του. Η εξαρτησιακή λογική εν τω συνόλω της ελληνικής πολιτικής τάξης συνιστά τη βαθύτερη αιτία. Όπως τεκμηριώνει ο Τσιριγώτης, η Ελλάδα δεν κατάφερε να ασκήσει μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική βάσει των δικών της προτεραιοτήτων αλλά τίθετο πάντοτε πιόνι στην υπηρεσία των στοχεύσεων των πραγματικών ή οιονεί «Προστάτιδων Δυνάμεων».
Στο πλαίσιο της ανατροφοδοτούμενης σχέσης μικρών και μεγάλων δυνάμεων, ανακύπτει και η συνολικότερη προβληματική περί της κατανομής της ισχύος και των εγγενών χαρακτηριστικών του διεθνούς συστήματος.
Η εντρύφηση επί αυτών των ζητημάτων προσφέρει ένα ιδανικό αναλυτικό πρίσμα, και σίγουρα ξεπερνά τα όρια των επιφανειακών μελετών οι οποίες στέκονται στο επιμέρους αντί της μεγάλης εικόνας.
Στην περίπτωση του βιβλίου του Τσιριγώτη, η σημασία της μεθοδολογικής και θεωρητικής πορείας ενισχύεται και από μια έρευνα σε πρωτογενές επίπεδο, ήτοι στα αρχεία του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών και ευρύτερα. Εντός της μελέτης, κάποιος θα μπορέσει να ανακαλύψει μοναδικά ανέκδοτα στοιχεία και να κατανοήσει το πλαίσιο της αναγωγής τους στις γενικότερα εκτυλισσόμενες ανακατανομές ισχύος και στρατηγικές συμπεριφορές των κρατών.
Πέραν οιασδήποτε αμφιβολίας, συστήνω ανεπιφύλακτα το βιβλίο του Διονύση Τσιριγώτη σε οποιονδήποτε επιθυμεί να εισέλθει στα ενδότερα της σύγχρονης ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και ιστορίας. Η ελληνική στρατηγική στη Μικρά Ασία, 1919-1922 αποτελεί καθοριστική συμβολή στη διεθνολογική σκέψη έχοντας ανοίξει νέους ορίζοντες σε όσους προσπαθούν να διαλευκάνουν τα αίτια της πολιτικής και οικονομικής καχεξίας του νεοελληνικού κράτους.