Ένα ιστορικό συγκρότημα που περιλάμβανε τις εφημερίδες Μακεδονία και Θεσσαλονίκη φαίνεται να βρίσκεται στο τέλος του. Το γεγονός σηματοδοτεί –εκτός από την αδυναμία των διαδόχων του Βελλίδη να διαχειριστούν τη βαριά κληρονομιά– την παρακμή της βορειοελλαδικής μητρόπολης, αλλά και αναδεικνύει μια ιδιόμορφη συμπεριφορά των κατοίκων της. Η Θεσσαλονίκη, με πληθυσμό 1,5 εκατομμύριο ανθρώπους, είναι η μόνη πόλη της Ελλάδας που δεν μπόρεσε να κρατήσει δική της εφημερίδα. Το γεγονός είναι αξιοσημείωτο και από κοινωνιολογικής, πολιτικής, οικονομικής και πολιτιστικής πλευράς.
Υπήρξαν ωστόσο εποχές ακμής, αλλά αυτές εντοπίζονται πριν την καταλυτική εισβολή της τηλεόρασης στη ζωή μας.
Η τηλεόραση απείλησε τις δύο εφημερίδες αλλά η μεταβατική φάση της συνύπαρξης των δύο μέσων ενώ ήταν διαχειρίσιμη οικονομικά, δεν αξιοποιήθηκε για την επέκταση του συγκροτήματος. Κάποιος εκσυγχρονισμός των υποδομών τους υπήρξε, αλλά κι αυτός δεν ήταν ο επιβαλλόμενος. Το θέμα, όμως, δεν ήταν εκεί: οι ιθύνοντες του συγκροτήματος, ενώ μπορούσαν, δεν είχαν τη διορατικότητα να εισέλθουν στα νέα μέσα. Δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη ικανότητα να αντιληφθεί κανείς πως με την ταχύτατη εξάπλωση του διαδικτύου, το τέλος των εφημερίδων ήταν ορατό. Στην περίπτωση του βορειοελλαδικού συγκροτήματος, το τέλος επιταχύνθηκε και από την κακοδιαχείρισή του.
Γενάρχης της Μακεδονίας ήταν ο Κωνσταντίνος Βελλίδης. Είδε το φως της ζωής το 1872 στη Δεσκάτη, από πατέρα ιερέα στα σκοτεινά χρόνια της Τουρκοκρατίας. Επιδόθηκε αρχικά στο επάγγελμα του δασκάλου, και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη γύρω στο 1889. Εξέδωσε τη Μακεδονία στις 10 Ιουλίου 1911 σε πολύ δύσκολες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες. Οι Τούρκοι την έκλεισαν λίγο πριν από την έναρξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου και επανεκδόθηκε στις 28 Οκτωβρίου 1912. Ο Κ. Βελλίδης υποστήριξε τον Βενιζέλο και πέθανε το 1930. Τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Γεώργιος, τον οποίο βοηθούσε ο ανιψιός του Γιάννης Βελλίδης.
Ο Γιάννης Βελλίδης είναι αυτός που την εδραίωσε.
Σταμάτησε την έκδοσή της στις 10 Απριλίου 1941 με την είσοδο των χιτλερικών στρατευμάτων και επανεκδόθηκε στις 28 Μαΐου 1945. Το 1963 εκδίδει και την εφημερίδα Θεσσαλονίκη. Πέθανε στις 21 Μαρτίου 1978. Τον διαδέχθηκε η σύζυγό του Άννα Βελλίδη και, μετά το θάνατό της, το 1980, η κόρη τους Κατερίνα.
Ο Γιάννης Βελλίδης ήταν πνεύμα επιχειρηματικό. Είχε την αίσθηση ότι ήταν αστός με τη Δυτική έννοια του όρου. Αναμεμιγμένος στο πολιτικό παιχνίδι, πίστευε πως έπρεπε να το συγκαθορίζει. Είναι η αστική ευρωπαϊκή αντίληψη που δεν τα αφήνει όλα στους πολιτικούς. Ο άλλος μεγάλος αστός του Τύπου που την είχε, ήταν ο Χρήστος Λαμπράκης.
Το συγκρότημα κινήθηκε στο χώρο του Κέντρου. Υποστήριξε τον Γεώργιο Παπανδρέου αλλά διατηρούσε επαφές και με την καραμανλική Δεξιά. Ο Βελλίδης είχε μια ξεχωριστή σχέση και με τον βασιλιά, τον οποίο, μάλιστα, αντιμετώπισε διακριτικά κατά τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος. Ήμουν αυτήκοος μάρτυρας του ισχυρισμού του περιβάλλοντός του ότι η σχέση αυτή εδραιώθηκε από την επίσκεψη που έκανε ο βασιλιάς στον Βελλίδη όταν, ο τελευταίος, βρισκόταν άρρωστος από καρδιά στο νοσοκομείο.
Ο Βελλίδης, στην εποχή της ακμής του, βοηθούσε τη βόρεια Ελλάδα.
Η ακμή της ΔΕΘ ήταν δικό του έργο. Ήταν ο «μακεδονάρχης» της εποχής του. Ήταν από τους ανθρώπους με επιρροή στην κεντρική εξουσία που ενδιαφερόταν για τον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Όριζε βουλευτές και υπουργούς, συμμετείχε στα παιχνίδια του παρασκηνίου για την ανατροπή ή τη διαμόρφωση κυβερνήσεων. Με τον Βελλίδη, και ανθρώπους σαν τον Βελλίδη, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Το είδος αυτό έχει εκλείψει. Κανένα μέσο εκτός Αθηνών δεν μπόρεσε, μετά το θάνατό του, να διαδραματίσει το ρόλο του. Ούτε και το δικό του με τους διαδόχους του. Ο ρόλος του πυλώνα είναι σύνθετος και απαιτεί ικανότητες. Ο Βελλίδης τις είχε.
Οι εφημερίδες έκλεισαν και το 1996 αλλά ξανάνοιξαν. Η αύρα τους, όμως, είχε εξαφανιστεί. Τίποτε δεν θύμιζε το ένδοξο παρελθόν. Δεν άλλαξε μόνο ο εκδότης, αλλά και το προσωπικό. Και εδώ ήταν το τραγικό λάθος. Τα μέσα ενημέρωσης είναι το όνομά τους αλλά είναι και οι άνθρωποί τους. Είναι η παράδοσή τους. Η νέα προσπάθεια ήταν θνησιγενής. Οι παλιοί έφυγαν· οι νέοι, αντί να επιδιώξουν μια ομαλή συγκατοίκηση με τους παλιούς, ήθελαν να τα αλλάξουν όλα. Ο κόσμος, ενώ περίμενε με αγωνία την επανέκδοση, αποσβολωμένος δεν ήξερε τι κρατούσε στα χέρια του όταν οι εφημερίδες επανεκδόθηκαν. Δεν ικανοποίησαν το αναγνωστικό κοινό. Η πτώση της αυτοκρατορίας άρχισε. Φοβάμαι πως ολοκληρώθηκε – αν δεν βρεθεί κάποιος αναμορφωτής που θα τις εντάξει σε ένα σύνολο μέσων ενημέρωσης που όλα μαζί θα μπορούσαν να αντέξουν.
Υπάρχει και μια σημαντική ευθύνη των εργαζομένων που είναι φαινόμενο της εποχής.
Η αντίληψη που κυριάρχησε στον εργασιακό χώρο ήταν η συμμετοχική. Ένα παράξενο μίγμα τού ποιος αποφασίζει (ο διευθυντής ή το συνδικάτο), απόλυτης ελευθερίας έκφρασης, αντίληψη ορθή δημοσιογραφικά αλλά χωρίς κάποιο διευθυντικό πλαίσιο, οδηγεί στην έκδοση ενός μέσου που δεν έχει ταυτότητα. Δεν εννοώ την αναγκαία πολυφωνία σε ένα μέσο ενημέρωσης αλλά την σύνθεση εκείνη που δίνει το στίγμα. Χαμένος μέσα στις παγκοσμιοποιητικές τάσεις που θέλουν τον άνθρωπο καταναλωτή χωρίς ταυτότητα και αναφορές, η εφημερίδα ήταν ένα αποκούμπι. Ο αναγνώστης διάβαζε αυτήν που του ταίριαζε. Αυτήν την ιδιαιτερότητα οι εφημερίδες την έχασαν. Ο παλιός αναγνώστης, συνηθισμένος σ’ αυτό, άρχισε να απομακρύνεται. Και οι εφημερίδες άρχισαν να έχουν πρόβλημα. Οι νέοι προτιμούσαν το διαδίκτυο.
Υπήρξε, όμως, και μια άλλη εξέλιξη που οδήγησε, γενικότερα, τον Τύπο στην παρακμή. Στα καλά χρόνια, ο Τύπος βασιζόταν στην κυκλοφορία του. Στην αγορά του, δηλαδή, από το κοινό. Και έπρεπε να το ικανοποιήσει. Οι εφημερίδες γράφονταν για τον κόσμο που τις διάβαζε. Και αυτόν εξέφραζαν. Στη συνέχεια, τα έσοδα από τις διαφημίσεις ήταν μεγαλύτερα από της κυκλοφορίας. Έπρεπε να ικανοποιηθούν οι διαφημιζόμενοι. Αρχίζει και νερώνει η δημοσιογραφία. Και, τέλος, όταν άρχισε η κρίση και οι ιδιοκτήτες τους έγιναν οι διάφοροι εργολάβοι και προμηθευτές του Δημοσίου, δεν ενδιέφεραν ούτε η κυκλοφορία ούτε η διαφήμιση, αλλά η προβολή και ικανοποίηση των ανθρώπων που εξυπηρετούν τον ιδιοκτήτη – εργολάβο ή επιχειρηματία.
Οι εφημερίδες βρίσκονται στο φάση του κώματος. Θα επιβιώσουν;
Πάντως, με το κλείσιμο των εφημερίδων του βορειοελλαδικού συγκροτήματος, υπάρχει ένα απτό και τεράστιο πρόβλημα: οικογένειες νέων ανθρώπων μένουν χωρίς οικονομική δυνατότητα επιβίωσης, και η χειμαζόμενη, ήδη, δημοσιογραφία της Θεσσαλονίκης μπαίνει ακόμη βαθύτερα στο σκοτεινό τούνελ.
Αυτό δεν είναι καθόλου καλό νέο. Με μια δημόσια τηλεόραση που δίνει την εντύπωση ότι βγαίνει στους σκοτεινούς θαλάμους του κυβερνώντος κόμματος και με την απουσία άλλου μέσου επιρροής, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα δημοκρατίας το οποίο δεν ξεπερνιέται με τη λογική του Πόντιου Πιλάτου.
Σ’ αυτό το συγκρότημα μεγάλωσα. Αυτό το κείμενο δεν θα ήθελα να το γράψω. Δυστυχώς, συνέβη. Η ζωή τραβά δίχως τα δικά μας θέλω. Ας ελπίσουμε στην αντιστροφή των δυσάρεστων εξελίξεων.