Το pontos-news.gr προδημοσιεύει κατ’ αποκλειστικότητα αποσπάσματα από το υπό έκδοση βιβλίο του Γιώργου Λιάνη «Ο δικός μου Στέλιος» (εκδ. Άγκυρα):
Ο Στέλιος Καζαντζίδης συγκλαδοκορμόριζα αισθανόταν Πόντιος.
Ο πατέρας του γεννήθηκε στα Κοτύωρα της βόρειας Μικράς Ασίας. Μια από τις τρεις αποικίες που ίδρυσε η Σινώπη, η μεγάλη Προποντίδα. Τη Σινώπη αποίκησαν τον 8ο π.Χ. αιώνα οι κάτοικοι της Μιλήτου. Τα μέρη αυτά είναι παραπλήσια με την Κολχίδα, την Αργοναυτική Εκστρατεία, παραπλήσια με την χώρα των Κιμμερίων και τον Οδυσσέα, παραπλήσια με τον Καύκασο και τον Προμηθέα, παραπλήσια, τέλος, και με τον Ηρακλή, που ανδραγάθησε και αυτός στον Πόντο. Ο Καζαντζίδης ήθελε αυτή την προίκα θεών και ηρώων της μυθολογίας μας, να την πλέξει με τη δική του μυθολογία. Προσετέθη και ο Άγιος Στυλιανός ο Παφλαγών και έτσι είναι εξασφαλισμένη η διάσταση που τον συνδέει και με την αρχαία ιστορία, και με τη νεότερη εποχή των χρόνων του Μιθριδάτη Α΄, και με την εποχή του Μεγαλέξανδρου, έως και τα στερνά χρόνια, όταν άρχισε η Γενοκτονία των Ποντίων από τους Νεότουρκους.
Ο συγγραφέας του βιβλίου, δημοσιογράφος Γιώργος Λιάνης (φωτ.:ert.gr)
Για όλα αυτά, ο Καζαντζίδης πραγματικά ήξερε λεπτομέρειες. Αλλά και κάτι εντυπωσιακό: Μου έλεγε συχνά για το ποίημα του Καβάφη «Πάρθεν», που ανήκει στα «αποκηρυγμένα» του ποιήματα. Το «Πάρθεν» τον συγκινούσε:
Αυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,
για τ’ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, Γραικικά.
Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης
«Πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη».
– – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – –
Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα
το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα
και με την λύπη των Γραικών των μακρυνών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.
– – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – –
«Σίτ’ αναγνώθ’ σίτ’ ανακλαίγ’ σίτ’ ανακρούγ’ την κάρδιαν.
Ν’ αοιλλή εμάς να βάϊ εμάς η Ρωμανία πάρθεν».
Αλλά μου έλεγε και το γνωστό:
Η Ρωμανία κι αν πέρασεν,
ανθεί και φέρει κι άλλο
Διαβάζοντας αντίστοιχα εδάφια από την ιστορία μέχρι και τη Γενοκτονία, βρήκα μια ρήση του Λεωνίδα Ιασονίδη για τα μέρη όπου γεννήθηκε ο πατέρας του Στέλιου, τα Κοτύωρα. Αναφέρει: «Ξηρανθείτο ημίν ο λάρυγξ εάν επιλαθόμεσά του, ω πάτριος Ποντία γη». Με απλά λόγια, να ξεραθεί ο λαιμός μας, αν σε ξεχάσουμε Πόντε, πατρίδα μας. Εύλογο. Για τον Καζαντζίδη, αυτό θα σήμαινε το τέλος της ύπαρξής του. Γιατί τίποτε άλλο, εκτός από το λαρύγγι του, δεν είχε. Αυτός ο λαιμός αποκλήθηκε από τον Βασίλη Βασιλικό στο βιβλίο του Υπάρχω ως το «καρυδωμένο λαρύγγι». Και από το σύνολο των ελληνικών εντύπων, από το 1950 έως το 2000, ως το «χρυσό λαρύγγι».
Συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο Στέλιος Καζαντζίδης στον Γιώργο Λιάνη το 1976
«Η ράτσα μου, η πιο πονεμένη της γης»
Με κλασικό δεκαπεντασύλλαβο του Σολωμού θα περιγράψω το πώς έβλεπε τον ελληνικό λαό, αλλά και πως έβλεπε τον ποντιακό ελληνισμό, ευθύς εξαρχής, ο Στέλιος Καζαντζίδης:
Δυστυχισμένε μου λαέ, καλέ και αγαπημένε,
πάντοτε ευκολόπιστε και πάντα προδομένε.
Ο Καζαντζίδης είχε μία πατρίδα. Κι αυτή δεν είναι η Ελλάδα. Είναι ο Πόντος. Δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου, παρόλο που γνώρισα πολλούς, τόσο φανατισμένο σε σχέση με τη ράτσα του, όπως έλεγε, πρόσωπο. «Γιώργο Λιάνη, η ράτσα μου, η πιο πονεμένη ράτσα της γης. Ακόμα και οι Έλληνες, είσαστε λιγότερο πονεμένοι».
Είναι δύσκολο να γραφτεί ένα βιβλίο για τον Στέλιο Καζαντζίδη. Έχουν γραφτεί μέχρι στιγμής περί τα 20. Τα έχω διαβάσει όλα. Αξιόλογες προσπάθειες, μερικές αξιολογότατες. Για να περιγράψουν κυρίως το θρύλο και λιγότερο τον αβυσσαλέο ψυχισμό ενός τραγουδιστή που αρνιόταν ότι ήταν σταρ, που αρνιόταν ότι ήταν είδωλο, κι ας είναι ο μεγαλύτερος σταρ στην ιστορία των τεχνών στην Ελλάδα.
Του τραγουδιού τα μάγια, σε εύρος και σε βάθος, τα ξέρουν λίγοι όσο ο Καζαντζίδης. Γι’ αυτό κι απέναντι στους μεγάλους συνθέτες μας, τους πολύ μεγάλους, όπως ο Μίκης και ο Μάνος, ήταν συγκαταβατικός.
Πρώτον –κι ετοιμαστείτε ν’ ανοίξτε τα μάτια σας από έκπληξη– δεν τους θεωρούσε λαϊκούς συνθέτες. Και δεύτερον, στην ύστερη φάση της ζωής του, τα μεγάλα τραγούδια τους, που τα ερμήνευσε ανεπανάληπτα, σχεδόν δεν τα ανέφερε. Ας πούμε, το «Σαββατόβραδο» του Μίκη Θοδωράκη και του Τάσου Λειβαδίτη, όπου κατά τη γνώμη μου υπάρχει η ωραιότερη διφωνία (μαζί με τη Μαρινέλα) στο ελληνικό τραγούδι. Το «Βράχο-βράχο τον καημό μου», ομοίως. Αυτός θεωρούσε ως καλύτερο τραγούδι που είχε πει το «Η Ζωή μου όλη» του Άκη Πάνου. Και δεύτερο καλύτερο το «Άσ’ τον τρελό στην τρέλα του», ένα τραγούδι που «δυστυχώς, Γιώργο Λιάνη, αυτό το τραγούδι ήταν γραμμένο πάνω στη φωνή μου, το ξέρει καλά ο Άκης Πάνου αυτό, αλλά δεν ξέρω για ποιο λόγο, το έδωσε στον Μανώλη Μητσιά» (σ.σ.: Ο Μανώλης Μητσιάς ερμήνευσε το τραγούδι αυτό με εξαιρετικό τρόπο. Δεν το παραγνώριζε αυτό ο Καζαντζίδης. Αλλά ίσως να ζήλευε που το είπε ο Μανώλης).
Ο Στέλιος Καζαντζίδης και ο Άκης Πάνου με τον δημοσιογράφο-συγγραφέα Τάσο Κουτσοθανάση
Θ’ αρχίσω να ξετυλίγω σκόρπιες τις μνήμες μου, γιατί δεν πρόκειται να κάνω μια κλασική βιογραφία του Στέλιου Καζαντζίδη. Αυτό θα προϋπέθετε έρευνα που δεν δύναται κανείς να κάνει σήμερα. Γιατί κυρίως τα σκοτεινά χρόνια αυτού του τρυγονιού, οι ρίζες του, τα σακάτικα παιδικά του χρόνια, είναι χαμένα στα βάθη της Ανατολής και στη Μακεδονία, στα χωριά του Κιλκίς.
Όταν γνωριστήκαμε καλά και κτίζαμε τη φιλία μας, του προσκόμισα μια μέρα το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Οι χτίστες, που μόλις είχε εκδοθεί από τις εκδόσεις Κέδρος. Του διάβασα ένα εδάφιο που πίστευα ότι τον ενδιαφέρει πολύ:
«Είμαι Λαζή. Έπεσε μεγάλο κακό κι έπιασαν έναν Έλληνα και τον βασάνιζαν. Τον ταπεινώναν κι εκείνος όρθιος εφώναζε η Ελλάς ζει. Του κόβουν οι Βούλγαροι, οι Τούρκοι, δεν θυμάμαι πια. Είμαστε κοινά και συγγενικά φύλα. Όλοι εμείς ίδια μοίρα κι άραγε ίδιο γαίμα. Του έκοψαν την γλώσσα, αλλά εκείνος όρθιος εφώναζε συνέχεια και με κομμένη γλώσσα φώναζε λά ζί.
»Έτσι γεννήθηκε το έθνος των λαζών κι ονομαστήκαμε λαζοί.
»Και τις ετοιμόγεννες τις ρίχναν στα σκυλιά και εγεννούσαν πριν της ώρας. Τα σκυλιά χώναν τη μούρη τους ανάμεσα στα σκέλη των γκαστρωμένων και τραβούσαν το κεφάλι του παιδιού το κατασπάραζαν. Κρέμονταν στηθάκια ανοιχτά και αιματοβαμμένα κι από τα στόματα των σκύλων εκρέμονταν τα εντεράκια των παιδιών σαν σκουληκάκια. Επειδή οι σκύλοι εχόρταιναν και κρεμόταν το λουρί ματωμένο και το ύστερο μια μαύρη πίττα σαπισμένο και σερνόταν. Αυτές οι χήρες αγοριών μαζεύαν ύστερα εμάζευαν τα φαγωμένα τους παιδάκια και τα παράχωναν δίπλα στην πυροστιά του σπιτιού μικρά κι αγαπημένα φαγητά να τρώει ο θάνατος όταν επισκέπτεται.
»Αυτός εδώ είναι ο γιος μου και ιδέτε τον. Δεν τονε αναγνωρίζω κι ό,τι αποχωρίστηκε από το κορμί μου κι από τα σωθικά μου δεν το αναγνωρίζω. Είμαι βουργάρα εγώ. Ό,τι κατέχω είναι μέσα μου και πάνω στο κορμί μου κι ό,τι χωρίζεται και βγαίνει από το σώμα μου το αποκληρώνω το καταριέμαι! Στον άπαντα ρίχτε τον! Στα σκυλιά για όλα μου τα παιδιά στα σκυλιά! Δεν τα αναγνωρίζω κι έτσι είναι η μοίρα μας οι μητέρες των Ελλήνων να γεννάς τροφή για τα σκυλιά στα σκυλιά!».
Ο Καζαντζίδης ενθουσιάστηκε. Όποτε τον στρίμωχνα για το πείσμα το ποντιακό, μου έλεγε: «Γιωργολιάνη, Χειμωνάς»!