Η αγορά των S-400 από την Τουρκία αποτελεί μόνο την κορυφή του παγόβουνου της αλλαγής στρατηγικού προσανατολισμού εκ μέρους της Τουρκίας προς Ανατολάς. Η προμήθεια του ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος είναι η ένδειξη –και η αφορμή για τις ΗΠΑ– αλλά σίγουρα όχι η αιτία, με τους λόγους να είναι συγκεκριμένοι.
Ο πρώτος λόγος αφορά το βαθμό σύγκλισης των αμερικανοτουρκικών συμφερόντων κυρίως ως προς το πώς Ουάσινγκτον και Άγκυρα βλέπουν την επόμενη μέρα στη Μέση Ανατολή.
Η ανάδυση του κουρδικού παράγοντα και η διαρκώς αυξανόμενη νομιμοποίησή του στο διεθνές προσκήνιο συνιστά το κύριο διακύβευμα, και προφανώς προβληματίζει την Τουρκία. Σε αυτό το πλαίσιο η Άγκυρα αναζητά εταίρους οι οποίοι να συμμερίζονται αυτόν τον προβληματισμό, και ποιος άλλος καταλληλότερος από το Ιράν, επί παραδείγματι, το οποίο αντιμετωπίζει τον ίδιο κουρδικό κίνδυνο;
Απόκλιση των αμερικανοτουρκικών συμφερόντων και προσκόμματα στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Τουρκίας αποτελούν δύο αλληλοτροφοδοτούμενες συνθήκες, οι οποίες μας θυμίζουν ότι καμία συμμαχία δεν είναι αιώνια παρά διατηρείται υπό το βάρος συγκλινόντων συμφερόντων. Όταν αυτά εκλείπουν, η συμμαχία καταρρέει και αντίστοιχες συμμαχίες και συγκλίνοντα συμφέροντα αναζητούνται αλλού. Μας θυμίζουν, επίσης, ότι στις συμμαχίες υπάρχουν όρια και το απώτατο όριο είναι η επιβίωση του κράτους. Όταν τίθεται εν κινδύνω η ακεραιότητα του τουρκικού κράτους, η επίκληση στις υψηλές αξίες της βορειοατλαντικής συμμαχίας πάνε περίπατο…
Ο δεύτερος λόγος σχετίζεται με την τουρκική αντίληψη περί του καταμερισμού της ισχύος.
Η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη μετά το 2002, η αντίστοιχη κάμψη των συντελεστών ισχύος κρατών όπως η Συρία και η Ελλάδα, και η στρατιωτική ισχυροποίηση της Τουρκίας αποτελούν παράγοντες οι οποίοι εμπεδώνουν την αντίληψη στην Τουρκία περί μιας γενικότερης ανακατανομής ισχύος στην περιοχή.
Η εν λόγω αντίληψη επεκτείνεται επιχειρησιακά στην κατασκευή αεροπλανοφόρου ή στις πυρηνικές φιλοδοξίες, αλλά και αντικατοπτρίζεται σαφώς στην κλιμακούμενη επιθετικότητα στο Αιγαίο, στην Κύπρο, στα νοτιοανατολικά τουρκικά σύνορα και αλλού. Συνεπώς, λανθασμένες αντιλήψεις παρωθούν την Τουρκία σε συγκεκριμένες αποφάσεις στρατηγικής ή, με άλλα λόγια, η Άγκυρα αισθάνεται αρκετά ισχυρή ώστε να αποπειραθεί να επιτύχει τις στοχεύσεις της, με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ όχι απλά να απουσιάζουν, αλλά απέναντί της.
Ο τρίτος λόγος αφορά την εσωτερική δομή της Τουρκίας και την πορεία της ιδεολογικής συγκρότησης του κράτους.
Εδώ και αρκετά χρόνια έχει συντελεστεί η «απελευθέρωση» των εγγενών χαρακτηριστικών της ανθρωπολογίας της Τουρκίας, τα οποία συνάδουν με τον ισλαμικό τρόπο ζωής και κρατικής συγκρότησης. Δεν αναφέρομαι σε μετάβαση από τον κεμαλισμό, αλλά σε «απελευθέρωση» ενός χαρακτηριστικού που ενυπήρχε, μιας και πάμπολλα είναι τα παραδείγματα που αναδεικνύουν ότι το Ισλάμ είχε πάντοτε διακριτό ρόλο ήδη από την εποχή του Μεντερές, ασχέτως αν περιοριζόταν ο ρόλος του στη δημόσια σφαίρα.
Η ισχυροποίηση του πολιτικού Ισλάμ διά του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ήρθε να υπογραμμίσει ότι η χάραξη της στρατηγικής δεν είναι πια μια διαδικασία υλοποιούμενη υπό το δόγμα του εκδυτικισμού και της προσήλωσης στους στόχους του ΝΑΤΟ. Ο συγκεκριμένος λόγος δεν συνδέεται με μια μεταφυσική προσλαμβάνουσα, σύμφωνα με την οποία ο Ερντογάν έχει αποκτήσει «θρησκευτικό ορθολογισμό», αλλά με την προσήλωση στην άποψη ότι «η Μέση Ανατολή όντως ενδιαφέρει την Τουρκία» και δεν αποτελεί παραμελημένο χώρο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κατά το επόμενο χρονικό διάστημα έχουμε να δούμε ακόμα πολλά, μιας και η ανεξαρτητοποίηση των Κούρδων έχει πάρει ήδη το δρόμο της, ενώ και ο Ερντογάν δεν δείχνει διάθεση ελιγμών.
Ο άκαμπτος χαρακτήρας της εξωτερικής πολιτικής του δημιουργεί όλες τις προϋποθέσεις αποτυχίας των τουρκικών επιδιώξεων, είτε αυτές αφορούν την αποτροπή δημιουργίας κουρδικού κράτους είτε την αναστολή των εργασιών εκμετάλλευσης του φυσικού πλούτου στην Ανατολική Μεσόγειο.