Υπάρχει ένα σενάριο που θέλει τη Γερμανία, σε συνεργασία με τη Γαλλία, μετά τις γερμανικές εκλογές να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες ανασύστασης μιας νέας Ευρώπης. Κατά το σενάριο αυτό θα δρομολογηθούν εξελίξεις που θα αναδείξουν νέες πολιτικές ηγεσίες. Και στην Ελλάδα.
Μακάρι. Διότι ούτε με την Ευρώπη που βιώνουμε, ούτε με τις ηγεσίες που έχουμε στη χώρα μπορούμε να ελπίζουμε σε ένα καλύτερο μέλλον.
Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, με τη στενομυαλιά του, θα συνεχίσει να καθορίζει τις τύχες της Ευρώπης, όπως και η χώρα του. Ούτε από τον Σόιμπλε ούτε από τη Γερμανία μπορεί να ελπίζουν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες ότι θα οδηγήσουν την ήπειρο σε κάποιο όραμα. Η Γερμανία ως κράτος και οι Γερμανοί ως λαός έχουν έναν δυναμισμό για τον εαυτό τους. Δεν κατάφεραν να διαχειριστούν ευρύτερα σύνολα από τότε που απέκτησαν σύγχρονη κρατική υπόσταση. Υποτίθεται πως το ρόλο αυτό στην Ευρώπη τον διαδραμάτιζε η Γαλλία, αλλά δεν είναι καθόλου σίγουρο πως έχει σήμερα τη δυνατότητα να το κάνει.
Είναι ορατή μια ευρωπαϊκή παρακμή σε έναν κόσμο που αλλάζει. Και αλλάζει ριζικά. Όπως συμβαίνει κάποιες σπάνιες φορές στην ιστορία. Είναι οι στιγμές που είτε έχεις ηγεσία που οδηγεί οραματικά έναν λαό, ή έχεις διαχειριστές που αναζητούν, απλώς, μια θέση στην παγκόσμια ιεραρχία.
Αν για την Ευρώπη μιλάμε για παρακμή, για τη χώρα μας, την Ελλάδα, μπορούμε να μιλάμε για κατάρρευση; Δυστυχώς, συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο. Οι κοινωνίες παρακμάζουν και καταρρέουν. Εκτός και αν φροντίσουν, από νωρίς, για τη σωτηρία τους.
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία λένε πως κατέρρευσε από τις επιθέσεις των βαρβάρων. Οι βάρβαροι, όμως, επιτίθεντο στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία πολλά χρόνια πριν από την κατάρρευσή της. Αλλά δεν μπόρεσαν να την κατακτήσουν. Πότε το πέτυχαν; Όταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατέρρευσε καθώς αποσυντέθηκε εσωτερικά. Το ίδιο και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Είχε παραδοθεί πολλά χρόνια πριν από την Άλωση.
Πρώτο δείγμα μιας παρακμής είναι η ποιότητα της πολιτικής ηγεσίας. Η σημερινή ελληνική πολιτική ηγεσία δεν είναι ούτε καν μέτρια. Στο σύνολό της.
Είναι απόλυτη ανάγκη να υπάρξει πολιτική αλλαγή στη χώρα. Η παρούσα κυβέρνηση δεν μπορεί να πετύχει τίποτε. Ούτε να στηρίξει τις ασθενέστερες κοινωνικές τάξεις σε περίοδο κρίσης –κάτι που θα περίμενε κανείς από μια κυβέρνηση με το δικό της πρόσημο–, ούτε να αποκτήσει την αξιοπιστία των επενδυτών. Αντιθέτως, κάνει ό,τι μπορεί για να τους αποθαρρύνει. Και δεν αναφέρομαι στις Σκουριές.
Οι άνθρωποι που διεκδικούν τη διακυβέρνηση μιας χώρας έχουν συνήθως κάποια στοιχειώδη οράματα. Ο δικός μας πρωθυπουργός δεν έχει κανένα. Η μόνη ικανότητά του είναι να εκμεταλλεύεται την ευπιστία ενός λαού που ευρισκόμενος σε πολύ δύσκολη κατάσταση πιάνεται από τα μαλλιά του.
Η εμβέλεια της σκέψης του Αλέξη Τσίπρα για τις αναγκαίες στη χώρα επενδύσεις φθάνει μέχρι την εταιρεία καθαρισμού πολυκατοικιών και την εταιρεία εστίασης. Ρωτήθηκε στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε στη Θεσσαλονίκη τι θα χρηματοδοτεί η Τράπεζα Επενδύσεων την οποία θέλει να δημιουργήσει. Και η απάντησή του περιορίστηκε στον καθαρισμό και την εστίαση. Μέχρι εκεί μπορεί.
Η πολιτική αλλαγή, λοιπόν, είναι αναγκαία για τη χώρα. Αλλά και ποιος θα έρθει; Η Ελλάδα χρειάζεται έναν πολιτικό φορέα χωρίς τα βάρη του παρελθόντος και με ικανά πρόσωπα να διαχειριστούν και να εμπνεύσουν. Δυστυχώς, δεν υπάρχει. Η αξιωματική αντιπολίτευση έχει το συγκριτικό πλεονέκτημα, σε σχέση με την κυβέρνηση, να είναι πιο αξιόπιστη για τους επενδυτές. Αλλά μέχρι εκεί – αν και στην τραγική κατάσταση που βρισκόμαστε δεν είναι λίγο. Αλλά και αυτής το επενδυτικό όραμα εξαντλείται στην Eldorado Gold. Σε έναν τομέα επενδύσεων που δεν τον έχει ανάγκη η χώρα, ή μάλλον είναι ο πιο καταστρεπτικός για τη χώρα.
Όποιος εγείρει επιφυλάξεις για κάποιο είδος επένδυσης δεν σημαίνει πως είναι κατά των επενδύσεων.
Αυτό το προπαγανδιστικό παραμύθι που κατά κόρον χρησιμοποίησε η Αριστερά από την αντίθετη πλευρά, για να απαξιώσει την επιχειρηματικότητα, δεν μπορεί να το επικαλείται και η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση για να περάσει την αντίληψή της χωρίς κριτική. Δεν θα περάσουμε από το ένα άκρο του εκκρεμούς στο άλλο. Αν θέλετε, και αυτό είναι ένα στοιχείο της πολιτικής και πολιτιστικής μας υπανάπτυξης. Ένα στοιχείο που επιβεβαιώνει την παρακμή και σιγά σιγά τη δημιουργία των προϋποθέσεων για κατάρρευση της χώρας.
«Λέγοντας κατάρρευση» γράφει ο Τζάρεντ Ντάιαμοντ στο ομότιτλο βιβλίο του «εννοώ μια δραματική μείωση του ανθρώπινου πληθυσμού και/ή της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής συνθετότητας, σε σημαντική έκταση και για μεγάλη χρονική περίοδο. Το φαινόμενο των καταρρεύσεων συνιστά ακραία μορφή αρκετών ηπιότερων τύπων παρακμής μιας κοινωνίας». Και δυστυχώς, τέτοια φαινόμενα παρακμής η ελληνική κοινωνία έχει να επιδείξει πολλά.
Το ένα λοιπόν μεγάλο ερώτημα είναι, όταν επέλθει η πολιτική αλλαγή από τη σημερινή παρακμιακή κατάσταση υπάρχει όραμα για τη χώρα; Προς τα πού θα στραφεί, τι είδους επενδύσεις θα επιδιώξει, έχει διασφαλίσει τις προϋποθέσεις διαφάνειας του δημόσιου βίου και διαχείρισης των κοινών από άτομα ικανά;
Η πολιτεία της αξιωματικής αντιπολίτευσης και οι άνθρωποι που τη συγκροτούν αφήνουν ερωτηματικά για κάτι τέτοιο.
Το άλλο μεγάλο ερώτημα, το οποίο θα πρέπει να μας απασχολήσει ως κοινωνικό σχηματισμό, είναι αν συναισθανόμαστε τον κίνδυνο εγκλωβισμού μας από τους γείτονες. Η υπερεπέκταση γειτονικών χωρών και η ακμή τους μπορεί να αποτελέσει κίνδυνο παρακμής για μια χώρα. Μπορούμε –και πώς– να επιβιώσουμε στο γειτονικό μας περιβάλλον; Έχουμε το ανθρώπινο και τεχνικό δυναμικό αλλά και τις οικονομικές δυνατότητες για να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις;
Για να γίνω πιο σαφής, έχει η Ελλάδα τη δυνατότητα να απαντήσει στη στρατιωτική κλιμάκωση που επιχειρεί η Τουρκία με την αγορά των S-400 και, ενδεχομένως, των αεροπλάνων F-35; Μπορεί να περιορίσει τις εντάσεις με τους άλλους γείτονες;
Αν και προσωπικά δεν πιστεύω πως το σενάριο με τις αγορές της Τουρκίας θα εξελιχθεί ομαλά, ο δυνάμει κίνδυνος υπάρχει. Δεν μπορεί μια κοινωνία να μην σκέπτεται πώς θα τον αντιμετωπίσει για να διασφαλίσει το μέλλον της – όταν, μάλιστα, ο κίνδυνος αποδόμησης της κοινωνίας αυτής (και αναφέρομαι στην ελληνική) είναι ορατός.
Κανείς δεν τολμά να μιλήσει σήμερα για την ανάγκη θωράκισης της χώρας. Θα χαρακτηριστεί πολεμοκάπηλος και εθνικιστής, σε μια εποχή που ο όρος είναι απαξιωμένος. Δεν θα πει κανείς τίποτε, όμως, για τις μη κυβερνητικές οργανώσεις οι οποίες, για να έχουν δουλειά, συνεργάζονται με το διεθνές δουλεμπόριο για να μεταφέρον πρόσφυγες από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική στην Ελλάδα. Άλλο ένα φαινόμενο παρακμής.
Το τραγικότερο, βεβαίως, όλων είναι ότι τίποτε από όλα αυτά δεν απασχολεί τον δημόσιο λόγο.
Τα παρακμιακά φαινόμενα είναι ορατά και πολλά. Οδηγούν σε κατάρρευση ή υπάρχει οδός σωτηρίας;