Η 14η Σεπτεμβρίου, Ημέρα Εθνικής Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το τουρκικό κράτος όπως καθιερώθηκε το 1998 με ομόφωνη απόφαση της Βουλής των Ελλήνων, αποτελεί ένα ακόμη κομμάτι του δράματος της ρωμιοσύνης.
Μαζί με τη Γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού, σηματοδοτεί τον ξεριζωμό των Ελλήνων της Ανατολής μετά από τρισχιλιετή παρουσία στην πέραν του Αιγαίου Ελλάδα.
Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, της Μικράς Ασίας και της Θράκης αποτελεί ιστορικό γεγονός αναμφισβήτητο, απόλυτα τεκμηριωμένο από εξαίρετους Έλληνες και ξένους ερευνητές και ιστορικούς, μέσα από μαρτυρίες και διπλωματικά αρχεία, και δεν μπορεί να αμφισβητείται για λόγους μικροπολιτικής σκοπιμότητας ή ιδεοληψίας: 700.000 νεκροί, 300.000 που χάθηκαν στις μαρτυρικές πορείες στα βάθη της Ανατολίας και 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες αποτελούν το αποτέλεσμα ενός κτηνώδους σχεδίου ξεριζωμού που όμοιό του η Ευρώπη δεν έχει γνωρίσει. Οι μαρτυρίες για τις μέρες που η Σμύρνη έζησε φλεγόμενη την τουρκική θηριωδία των κεμαλιστών είναι συγκλονιστικές. Και η έλευση των Ελλήνων προσφύγων της Ανατολής στη μητέρα Ελλάδα, καθοριστική για την πρόοδό της.
Δυστυχώς, τις τελευταίες δεκαετίες έχουμε σε εξέλιξη ένα σχέδιο «συντεταγμένης αποεθνοποίησης» που, όπως είναι φυσικό, έχει στο επίκεντρο την ιστορική μνήμη. Η απόπειρα αντικατάστασης των διαμελισμένων πτωμάτων, των πετσοκομμένων κορμιών, των απελπισμένων πνιγμένων, της φωτιάς, της λεηλασίας, της καταστροφής, του ξεριζωμού στην προκυμαία της Σμύρνης, η απόπειρα διαγραφής κάθε λέξης των χιλιάδων σκληρών μαρτυριών γι’ αυτό που συνέβη στη Μικρασία εκείνες τις μέρες, με μία και μόνη λέξη, το «συνωστισμό» της Μ. Ρεπούση (2008), αποτελεί την πλέον θρασύτατη και απροκάλυπτη προσβολή στην εθνική μας ταυτότητα, στην ίδια την ιστορία. Το προ διετίας άρθρο του τότε υπουργού Εθνικής Παιδείας Ν. Φίλη με το οποίο αμφισβητούσε ευθέως το γεγονός της Γενοκτονίας, αναμασούσε επιχειρήματα και θέσεις που χρησιμοποιούν οι Τούρκοι κεμαλιστές και προσέβαλλε τους εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και τους ξεριζωμένους Έλληνες της Ανατολής, αποδεικνύει ότι το σχέδιο δεν έχει εγκαταλειφθεί.
Το ζητούμενο βέβαια πάντοτε είναι τι πράττουμε εμείς οι άλλοι απέναντι σε αυτό το σχέδιο, οι πολιτικές δυνάμεις που θεωρούμε την πατρίδα ιδανικό το οποίο αποτελεί συνταγματικό θεμέλιο του έθνους και του κράτους μας.
Παρόλο που βρισκόμαστε σε μια συγκυρία άσχημη, που τον κάθε πολίτη αυτής τη χώρας απασχολεί πώς θα επιβιώσει και πώς θα αντεπεξέλθει στους υπερβολικούς και άδικους φόρους, θα είναι τεράστιο λάθος εάν βάλουμε σε δεύτερη μοίρα ζητήματα ιστορικής μνήμης και εθνικής ταυτότητας. Αυτή τη μνήμη που έγκαιρα ο νομπελίστας ποιητής μας Γ. Σεφέρης είχε προτρέψει να μην απαρνηθούμε, ιδίως «τώρα που ο τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάνει τρόφιμους ενός οικουμενικού πανδοχείου». Γι’ αυτό και η πολιτεία οφείλει να μεριμνήσει να διδάσκεται διεξοδικά στα σχολεία η ιστορία της καταπάτησης των ελληνικών δικαίων στην Ανατολή. Για να μαθαίνουν όλα τα ελληνόπουλα τι συνέβη στις αρχές του 20ού αιώνα στη γη της Μικρασίας, της Θράκης και του Πόντου.
Όσοι παίρνουν στα χέρια τους τη μεγάλη ευθύνη της εξωτερικής μας πολιτικής, επομένως της υπεράσπισης των εθνικών μας δικαίων, ας έχουν υπόψη ότι η ιστορία δεν επιτρέπει ελαστική και χαλαρή συνείδηση στα θέματα μνήμης. Και ότι καμία ευημερία και καμία πρόοδος δεν μπορεί να υπάρξει για κανένα έθνος που δεν γνωρίζει και δεν σέβεται την ιστορία του.
Τη Μικρασία λοιπόν, τη Θράκη, τον Πόντο, την Κύπρο και τη Βόρεια Ήπειρο δεν πρέπει να τις ξεχνάμε ποτέ.
Αυτό είναι το ελάχιστο ηθικό μας χρέος απέναντι στους νεκρούς και τους αγέννητους. Όμως δεν πρέπει να τις ξεχνάμε ποτέ και για έναν ακόμη λόγο: Διότι η Ιστορία είναι σαν τη μητέρα φύση: όταν αδικείται, εκδικείται γιατί μένει ανοιχτή πληγή που κάποια στιγμή κακοφορμίζει. Και τότε οι συνέπειες είναι απρόβλεπτες.
Σάββας Αναστασιάδης
Αν. Τομεάρχης Εξωτερικών ΝΔ, Απόδημου Ελληνισμού, Βουλευτής Β΄ Θεσσαλονίκης