Πολύς κόσμος τον θεωρεί ζωντανό θρύλο της ποντιακής μουσικής παράδοσης. Το γεγονός αυτό το δικαιολογούν και τα 42 χρόνια συνεχούς παρουσίας του στο ποντιακό τραγούδι (ενώ η αρχική πορεία του, επί μια πενταετία, συνδέεται με τα δημοτικά). Ο Γιάννης Κουρτίδης είναι ένα από τα τελευταία γνήσια κύτταρα της αυθεντικής ποντιακής παράδοσης. Έχει απόψεις και εκφέρει λόγια που ταράσουν τα νερά, αλλά και μια μνήμη πολύ δυνατή, καθώς θυμάται αναλυτικά ημερομηνίες σημαντικές στη ζωή του και κατ’ επέκταση, στην μουσική μας ιστορία. Η πορεία του θα ξεκινήσει γι’ αυτόν περίπου στα δεκατέσσερά του χρόνια, όταν θα φύγει από το χωριό και θα πάρει τη ζωή στα χέρια του. Λυράρης ταυτόχρονα, και ίσως είναι από τις λίγες φορές που θα τον δει κανείς να παίζει. Μεγάλωσε με ιστορίες από πρόσφυγες πρώτης γενιάς που ο ίδιος δεν θέλησε να εξωτερικεύσει στη συνέντευξη. Τέλος, αν και έχει συνεργαστεί με όλους τους μεγάλους καλλιτέχνες, δεν κατάφερε να συνυπάρξει στο πάλκο με τον Γιάννη Βλασταρίδη (Τσανάκαλη).
Ο Γιάννης Κουρτίδης γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1954 στην Αρετή Θεσσαλονίκης από γονείς με καταγωγή από τη Μούζενα Αργυρούπολης από την πλευρά του πατέρα του, και από το Αργαλί Τραπεζούντας από την πλευρά της μητέρας του.
Αν και είναι ο μικρότερος από έξι αδέλφια, κανείς πέρα από αυτόν δεν ασχολήθηκε με τη μουσική. Όπως μας τονίζει, ποτέ δεν ρώτησε την οικογένειά του αλλά και ποτέ δεν του υπέδειξαν τι θα ακολουθήσει στη ζωή του.
Μουχαπέτ’ με τον «Επιστήμονα» (Μιχάλη Ιωσηφίδη) στη λύρα
Μεγάλωσε σε ένα χωριό αμιγώς ποντιακό, όπου, όπως και στην οικογένειά του άλλωστε, το μέσο έκφρασης όλων ήταν η ποντιακή διάλεκτος. Με αυτήν επικοινωνούσαν, με αυτήν έκλαιγαν και χόρευαν και αγαπούσαν. «Η πρώτη γλώσσα που μαθαίναμε ήταν τα ποντιακά. […] Έχω τελειώσει με το ζόρι το Δημοτικό. Δεν συναντήθηκα πουθενά με τα γράμματα. Αλλού πήγαιναν τα γράμματα, αλλού εγώ», μας λέει χαρακτηριστικά για τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Τσοπανόπουλο ο ίδιος, μεγάλωσε στο χωριό. Στην ηλικία των δώδεκα ετών έρχεται ανεπίσημα σε επαφή με το τραγούδι. Σε έναν γάμο στο χωριό, θυμάται, τον έβαλαν και τραγούδησε, κι εκεί πήρε το πρώτο του μεροκάματο, 5 δραχμές! Στη συνέχεια, όπως μας λέει, ένας συγχωριανός του τον έφερε σε επαφή με τον Θανάση Μπέλλο (λαογράφο και τραγουδιστή δημοτικών), ο οποίος του έδειξε μια πόρτα ώστε να ξεκινήσει την καλλιτεχνική του πορεία.
27 Ιανουαρίου του 1971 έκανε την πρώτη του δημόσια εμφάνιση ως τραγουδιστής.
Ήταν η ημερομηνία που ήρθε επίσημα σε επαφή με το τραγούδι για πρώτη φορά. Ξεκίνησε από το δημοτικό τραγούδι για πέντε χρόνια, και ύστερα «μπήκα στον κύκλο του Πόντου, αυστηρά ελεγχόμενος στην παράδοση», όπως μας αναφέρει. «Η ταυτότητά μου ήταν ο Χρύσανθος Θεοδωρίδης ο μέγιστος, ο Γεωργούλης Κουγιουμτζίδης, ο Γώγος Πετρίδης», με τους οποίους έχει συνεργαστεί και τους λατρεύει. «Ναι μεν μπορεί να “έφυγαν”, αλλά είναι ατελείωτοι», λέει. Πάνω σε αυτό το γεγονός έρχεται να προσθέσει ότι καθοριστικό ρόλο για την πορεία του είχε και η επαφή του με τους πρόσφυγες της πρώτης γενιάς.
Ζει την κάθε μέρα της ζωής του σαν να είναι ξεχωριστή
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης θυμόταν με απίστευτη ευχέρεια σημαντικές ημερομηνίες στη ζωή του. «Η κάθε μέρα στη ζωή μου, στη δουλειά μου, ήταν ξεχωριστή. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω καμία μέρα, πέρασα καλά. Είμαι πολύ ευχαριστημένος από τη δουλειά μου, από όλα τα μαγαζιά που δούλεψα», μας λέει, και συμπληρώνει: «Αν και, ξέρεις, από πολλά εισπράξαμε και πίκρες στο τέλος, αλλά δεν βαριέσαι, μέσα σε τόσα καλά, τα ξεχνάμε».
Ο Γιάννης Κουρτίδης άνοιξε γύρω στο 1993 το κέντρο διασκεδάσεως «Παρακάθ’», με τον Αχιλλέα Βασιλειάδη και τον Κώστα Σιαμίδη, στην αερογέφυρα της Σταυρούπολης. Ο «ναός των Ποντίων», όπως το αποκαλεί, ομόρφυνε την καθημερινότητα των Θεσσαλονικιών για περίπου δέκα χρόνια. Έκλεισε πολύ πριν από την οικονομική κρίση. «Μέχρι που έφτασα, μέχρι πριν από μερικά χρόνια, στην Αυλαία [ποντιακό κέντρο διασκέδασης στη Θεσσαλονίκη] και είπα, κάπου εδώ σταματάει η καριέρα μου στα μαγαζιά. Δεν ξαναπάω σε μαγαζί», μας αναφέρει απογοητευμένος. Από τότε πηγαίνει μόνο σε εκδηλώσεις. Κουράστηκε, μας λέει. «Όταν είσαι ένας συνειδητός εργάτης, το βλέμμα σου είναι συνέχεια στην πόρτα. Θα έχει κόσμο; Δεν θα έχει κόσμο; Τι θα γίνει; Όλα αυτά σε κουράζουν», αναφέρει.
Ο ίδιος δεν θα πήγαινε επ’ ουδενί σήμερα σε κάποιο μαγαζί να τραγουδήσει. «Εγώ δεν θα πήγαινα, αλλά είναι πολλά παιδιά που θα πήγαιναν», αναφέρει. «Τι φταίει;», αναρωτιέται για τα μαγαζιά, «γιατί κλείσανε;». «Πώς να μην κλείσουν; Όταν πας σε ένα καλό λαϊκό όνομα και δίνεις 110€, πας και σε ένα ποντιακό, υποτίθεται οικογενειακό μαγαζί, και δίνεις τα ίδια χρήματα». Αυτός ήταν κατά την άποψή του ο λόγος που έκλεισαν τα μαγαζιά. «Καθαρά οι τιμές», τονίζει. «Κλείσανε όλα τα μαγαζιά και τώρα περιμένουν πότε θα πάει σε κανένα μπαράκι να κάνουν τη βραδιά για να πάρει ο τραγουδιστής 100-150€, που δεν πάω εγώ σε τέτοια μαγαζιά. Καλύτερα να κάθομαι παρά να πηγαίνω με τέτοια μεροκάματα και να αλλοιώνομαι. Δόξα τω Θεώ», λέει, «ακόμα έχει χορούς», εννοώντας τους ετήσιους χορούς των συλλόγων.
Σεμνός και ταπεινός ο Γιάννης Κουρτίδης. Όταν τον αποκαλούν ζωντανό θρύλο, ντρέπεται.
«Περάσανε από τη δουλειά μέσα ογκόλιθοι, βίσωνες, όπως ο Χρύσανθος», αναφέρει. «Με ρωτάνε καμιά φορά ποιος είναι ο καλύτερος λυράρης. Λέω, ρε παιδιά, ο καλός ο λυράρης πέθανε. Για μένα ήταν ο Γιωργούλης ο Κουγιουμτζίδης, δεν αλλάζει». Ο λόγος είναι πως «πρώτα απ’ όλα σεβόταν το τραγούδι. Έβγαλε κάποιος ένα τραγούδι, το ‘παιζε όπως το έβγαλε. Αν μπορούσε να το παίξει πιο γλυκά –γιατί είχε φοβερό δάχτυλο–, ναι, θα το έπαιζε, αλλά δεν το άλλαζε· δεν το παραποιούσε, δεν το μοντερνοποιούσε. Ύστερα σεβόταν τον τραγουδιστή. Όταν ο τραγουδιστής τραγουδούσε, αυτός από πίσω με τη λύρα έλεγε λόγια. Ακολουθούσε πάντα τον τραγουδιστή», αναφέρει για τον πιο μελωδικό λυράρη κατά την κρίση του.
«Την πατρίδα μ’ έχασα» τραγουδά ο Γιάννης Κουρτίδης στο CD «Μαυροθάλασσα»
Πάνω σε αυτό δεν διστάζει να γίνει οξύς και σκληρός. «Από το να κάθεται να ανάβει τσιγάρο πάνω στο πάλκο και να φλυαρεί με οτιδήποτε άλλο, είναι καλύτερα να ασχολείται εκείνη την ώρα με τον τραγουδιστή. Να τον ακολουθεί και να τον γεμίζει», αναφέρει. Έτσι θεωρεί πως πρέπει να κάνει ο σωστός λυράρης: να συμμετέχει, όσο μπορεί, από πίσω, να προσπαθεί να παίρνει μέρος στο τραγούδι.
Για τον Γιάννη Κουρτίδη, η προσωπική δισκογραφία είναι αδιάφορη
«Σήμερα σε κάθε εκδήλωση γράφουν είκοσι κάμερες. Έχουν να δείξουν, έχουν να πάρουν, έχουν να ακούσουν», λέει για τον κόσμο που ενδιαφέρεται να τον ακούει. Άφησε μεγάλη παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές και μας παρέπεμψε στο διαδίκτυο, όπου υπάρχει ποικίλο υλικό που δεν σβήνεται. «Δεν είμαι της δισκογραφικής δουλειάς. Δέχτηκα πολλές πιέσεις πολλές φορές από κάποια άτομα, αλλά δεν με ενδιέφερε», λέει. Παρ’ όλα αυτά, ένα από τα τραγούδια που ξεχωρίζει ανάμεσα στις δουλειές που έχει συμμετάσχει, είναι το «Την πατρίδα μ’ έχασα» (CD Μαυροθάλασσα): «θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό και δεν βρίσκω λόγια να πω, που με εμπιστεύτηκε ο Χρήστος Αντωνιάδης να το πω εγώ», αναφέρει ο τραγουδιστής.
Γιάννης Κουρτίδης: Όχι στη μοντερνοποίηση της παράδοσης.
Από τις λίγες φορές που ο Γιάννης Κουρτίδης παίζει λύρα
Σκληρή κριτική ασκεί και σε όσους μοντερνοποιούν την ποντιακή μουσική. «Όσο μπορούμε σταματάμε πίσω στην παράδοση, δεν προχωράμε. Δεν το μοντερνοποιούμε. Δεν εμπορευματοποιούμε τα “πιστεύω” των γονιών μας και των παππούδων μας». Παρ’ όλα αυτά, λέει, κάποιοι δεν καταλαβαίνουν τίποτα. «Τώρα άμα ακούμε [ποντιακά τραγούδια] για Εξάρχεια, για κουκουλοφόρους, τ’ ακούει ο πατέρας μου και τρίζουν τα κόκαλά του στο μνήμα. Τι είναι αυτά; Είναι εξευτελισμός», μας λέει για μερίδα καλλιτεχνών που αρέσκονται σε… επίκαιρους στίχους, και συμπληρώνει πως τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κακώς τα προβάλλουν. Γι’ αυτόν είναι πράγματα τα οποία δεν χωρούν στην ποντιακή μουσική. «Υπάρχει τρόπος να το επιβάλλεις και να σταματήσει», αναφέρει ο καλλιτέχνης δίνοντας ένα παράδειγμα: Να παίζει κάποιος μόνο παραδοσιακά, και σε περίπτωση που ξεφύγει, «βγαίνει το βύσμα από την πρίζα και φεύγεις». Παρατηρήσεις που, όπως μας λέει, έχει κάνει σε αρκετούς. «Νεοποντιακό τραγούδι δεν θα με ακούσεις να πω», αναφέρει, τονίζοντας πως κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν θα σωθεί η διάλεκτος. Δεν διστάζει μάλιστα να χαρακτηρίσει τέτοιου είδους τραγούδια «αίσχος» και «αηδίες».
Επίσης, για τον Κουρτίδη απαγορεύεται αυστηρώς και διά ροπάλου ο καλλιτέχνη να παίζει και να έχει τσιγάρο στο χέρι του. «Πρέπει να είσαι ένα με τον κόσμο, να το γλεντάς», μας λέει. «Εγώ πάω μια βραδιά και παίρνω ένα μηνιάτικο καλό. Είμαι υποχρεωμένος να είμαι άψογος στη δουλειά μου, τέλειος. Να κάνω το παν για να περάσει μέχρι και το τελευταίο άτομο καλά. Αν δεν το κάνω, δεν πρέπει να ανέβω στην πίστα», καταλήγει.
Όταν τον ρωτήσαμε εάν έχει άγχος όταν βγαίνει να τραγουδήσει, μας είπε πως «αυτό συμβαίνει σε κάθε εκδήλωση. Είμαι από τους τραγουδιστές, όπως ήταν κι ο Θόδωρος Παυλίδης, που πριν βγούμε στο πάλκο, από το άγχος πολλές φορές δεν με κρατούν τα πόδια μου, τρέμω. Έμαθα να σέβομαι τη δουλειά μου και να εκτιμώ τον κόσμο που έχω μπροστά μου. Βέβαια, το άγχος κρατάει για πέντε λεπτά».
Η σχέση του με τον Ζώρα Μελισσανίδη
Το 1978 σε έναν γάμο στον Άραχο Ημαθίας ο Γιάννης Κουρτίδης γνωρίζει τον αείμνηστο Ζώρα Μελισσανίδη. Από τότε η φιλία τους γίνεται φλογερή και δυνατή, καθώς ο Γιάννης τον επισκεπτόταν συχνά στο σπίτι του στην Καστανιά Ημαθίας. «Πήγαινα Μεγάλη Εβδομάδα κι έφευγα τέλη Σεπτεμβρίου», μας αναφέρει ο Πόντιος καλλιτέχνης. «Έμενα στη Σουμελά, στο σπίτι του Μελισσανίδη, για δέκα χρόνια», λέει. Μέχρι που πέθανε ο Ζώρας.
Από τη μεριά του Ζώρα, η σχέση ήταν περισσότερο πατρική. Ο Γιάννης Κουρτίδης δεν διστάζει να μας μεταφέρει στην περίοδο που παντρευόταν για δεύτερη φορά. Τον γάμο που τον έκανε ο Ζώρας στη Σουμελά. «Αυτός έκανε το κουμάντο. Εγώ τίποτα, δεν ανακατεύτηκα πουθενά. Τη θέση του πατέρα μου πήρε. Τα έκανε όλα αυτός. Του έδωσα τα λεφτά. Του λέω: “Kάνε κουμάντο. Όπου φτάσω-φτάσω, όπου δεν φτάσω, συμπληρώνεις”», τονίζοντας πως όλα ο Ζώρας τα κανόνισε εκείνη την ημέρα. «Όλη η ζωή του είναι μια ιστορία», αναφέρει για εκείνον. «Αυτός που δεν τον ήξερε τον Ζώρα, δεν ήξερε για ποιον μιλάει. Κάθε στιγμή του ήταν διαφορετική», αναφέρει. «Κρίμα σ’ αυτόν που δεν γνώρισε τον Ζώρα από κοντά», καταλήγει, ενώ δηλώνει πως διατηρεί άριστες σχέσεις με την οικογένεια Μελισσανίδη.
Μια ιστορία από τα παλιά
«Είχα την τύχη και μεγάλωσα με 18 παλικαράκια που ήρθαν από τον Πόντο. Εγώ τους γνώρισα παππούδες», μας λέει, και πηγαίνει στο χθες, να μοιραστεί μαζί μας μια ιστορία από την πατρίδα, την περίοδο της Γενοκτονίας. Όταν γίνονταν οι εξορίες στον Πόντο, ο πατέρας του (σε παιδική ηλικία) βοσκούσε σε ένα βουνό την αγελάδα, δίχως οι δικοί του να ξέρουν πού ακριβώς βρίσκεται. Έτσι έφυγαν δίχως αυτόν. Στη συνέχεια, το επόμενο χωριό που εξοριζόταν, είδε τον πατέρα του να παίζει με την αγελάδα, αφού είχε δέσει στο σκοινί ένα κομμάτι ξύλο και το έσερνε, και οι χωρικοί τον πήραν μαζί τους. «Χαθήκανε όλοι από το σόι του πατέρα μου, δεν βρήκαμε κανέναν. Δεν ξέρουμε αν σκοτώθηκαν ή όχι. Χαθήκαν όλοι», μας λέει.
Από πανηγύρι στην Αετοράχη Λάρισας, το 2014
Ο Γιάννης Κουρτίδης, που κάποτε είχε δικό του κρεοπωλείο, σήμερα ασχολείται αποκλειστικά με το τραγούδι. «Δεν μου αρέσει να κάθομαι», λέει.
Και η συνέντευξη κλείνει με ένα από τα πολλά στιχάκια που εμπνεύστηκε ο ίδιος ο τραγουδιστής, σε μια από τις εμφανίσεις του: «Πλακίν ντο κείσαι κατωθύρ’, ‘ς εγάπ’ς -ι- μ’ το πορτόπον, εσύ ελέπ’ς ατέν χαίρεσαι κι εγώ τρώω το ψυόπο μ’».
Βασίλης Καρυοφυλλίδης