Το 1935, σε ένα από τα πολλά ταξίδια που πραγματοποίησε στην πολυτάραχη ζωή του, ο Νίκος Καζαντζάκης βρέθηκε στην Ιαπωνία – το χρονικό εκείνου του ταξιδιού δημοσιεύτηκε σε μια πρώτη μορφή στην εφημερίδα Ακρόπολις· ελάχιστοι Δυτικοί συγγραφείς έχουν παρουσιάσει την Κίνα και την Ιαπωνία εκείνης της εποχής με τόση ποιητικότητα και τόση διαύγεια.
Μέσα από τον Καζαντζάκη, λοιπόν, η Ελλάδα ενώνεται με την Ιαπωνία, «την γκέισα των εθνών» κατά τον Έλληνα συγγραφέα, με ένα αόρατο νήμα.
Άλλωστε στο ταξίδι εκείνο μεταξύ των λέξεων που έμαθε ήταν και η «φουντάσιν», που δεν υπάρχει σε καμία άλλη γλώσσα και σημαίνει να κρατάς την καρδιά σου ασάλευτη, και μπροστά στην ευτυχία και μπροστά στη δυστυχία – είναι μια λέξη που ταίριαξε απόλυτα με την καζαντζακική κοσμοθεωρία.
Το έργο του Νίκου Καζαντζάκη αποτέλεσε έμπνευση για έναν σύγχρονο Ιάπωνα, ο οποίος γνώρισε την αρχαία ελληνική γλώσσα κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Πανεπιστήμιο του Κιότο. Ο Κόσουκε Φουκούντα είναι διδακτορικός φοιτητής, και μελετητής στο Japan Society for the Promotion of Science. Αν και οι βασικές σπουδές του ήταν πάνω στην ευρωπαϊκή φιλοσοφία, και ιδιαίτερα στον Σπινόζα, εντούτοις σήμερα ειδικεύεται στη νεοελληνική λογοτεχνία, και συγκεκριμένα στον Καζαντζάκη.
«Σπουδάζω τη ρωμιοσύνη και την ελληνικότητα στα έργα του Καζαντζάκη», λέει στο pontosnews.gr.
Τον περασμένο Μάρτιο παρουσίασε αποσπάσματα της έρευνάς του σε μελετητές της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Το παρών έδωσαν και άνθρωποι που αν και δεν είναι φοιτητές, εντούτοις ενδιαφέρονται πολύ για τη σύγχρονη Ελλάδα. Άλλωστε και ο 26χρονος Κόσουκε Φουκούντα, όπως και πολλοί συμπατριώτες του, πρώτα γνώρισε τον Πλάτωνα, τον Αριστοφάνη και την ελληνική μυθολογία, και στη συνέχεια τη σύγχρονη Ελλάδα. «Στην Ιαπωνία Ελλάδα σημαίνει αρχαία Ελλάδα», σημειώνει.
Για τον ίδιο αφορμή για να γνωρίσει και να ενδιαφερθεί για τη σύγχρονη Ελλάδα ήταν το έργο Ο Χριστός ξανασταυρώνεται. «Το διάβασα περίπου το 2013», μας λέει, και τονίζει ότι η πρώτη του σκέψη μόλις τελείωσε το βιβλίο ήταν ότι αν στρέψει το ενδιαφέρον του στη σύγχρονη Ελλάδα τότε θα αλλάξει η θεώρησή του και για την αρχαία, αλλά και η θεώρησή του για την Ευρώπη. «Με αυτό το σκεπτικό ξεκίνησα να διαβάζω Καζαντζάκη», προσθέτει.
Το καλοκαίρι του 2016 βρέθηκε στη χώρα μας για τουρισμό, για να αγοράσει βιβλία και για να κάνει εξάσκηση στα ελληνικά του, και μέχρι τον Νοέμβριο έμεινε στη Θεσσαλονίκη όπου παρακολούθησε μαθήματα ελληνικών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Και φέτος το καλοκαίρι επέστρεψε στην Ελλάδα, «μοιρασμένος» ανάμεσα στη σύγχρονη και την αρχαία Ελλάδα.
Ωστόσο εκείνο που τον εντυπωσιάζει περισσότερο (και αποτελεί και τον πυρήνα της έρευνάς του) είναι πώς στο έργο του ενσωματώνονται «η ρωμιοσύνη και η ελληνικότητα».
Με θεματικές από τον ελληνικό μύθο και την Αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονή του εποχή, ο Καζαντζάκης, σημειώνει ο 26χρονος μελετητής, σκιαγράφησε τους σύγχρονους Έλληνες και ειδικά τους πρόσφυγες «που δεν παραιτούνται».
«Ομολογώ ότι δεν γνωρίζω άλλον συγγραφέα που να έχει κάνει καλύτερη περιγραφή των Ποντίων», εξηγεί, και τονίζει ότι από τη μελέτη του προκύπτει ότι η συνάντηση του συγγραφέα με τους Πόντιους το 1919 ήταν γεγονός καταλυτικής σημασίας. «Αναλύοντας τις εκφράσεις για τη ρωμιοσύνη και την ελληνικότητα έβλεπα παντού την επίδραση των Ποντίων», υπογραμμίζει ο ερευνητής.
Τον Ιούλιο του 1919 η κυβέρνηση Βενιζέλου ενέκρινε πίστωση 20 εκατ. δραχμών για την περίθαλψη και τη σταδιακή μεταφορά των προσφύγων στην Ελλάδα.
Γενικός διευθυντής της Ειδικής Επιτροπής του υπουργείου Περιθάλψεως είχε ήδη τοποθετηθεί από τον Μάιο του ίδιου έτους ο Νίκος Καζαντζάκης, ο οποίος ανέλαβε αφενός το τιτάνιο έργο επαναπατρισμού 150.000 Ελλήνων του Πόντου, και αφετέρου την εγκατάστασή τους στη Μακεδονία και τη Θράκη. Μαζί του πήρε και τον Γιώργη Ζορμπά, τον μυθιστορηματικό Αλέξη Ζορμπά. «Δέχτηκα και για έναν άλλο λόγο∙ πόνεσα την αιώνια σταυρωμένη ράτσα μου που κιντύνευε πάλι στο προμηθεϊκό βουνό του Καυκάσου. Δεν ήταν ο Προμηθέας, ήταν η Ελλάδα καρφωμένη πάλι από το κράτος και τη βία και φωνάζει. Φωνάζει όχι τους θεούς, φωνάζει τους ανθρώπους, τα παιδιά της να τη σώσουν», γράφει ο μεγάλος συγγραφέας στο έργο του Αναφορά στον Γκρέκο.
Κατά τον Κόσουκε Φουκούντα εάν ο Καζαντζάκης δεν είχε συναντήσει τους Πόντιους δεν θα μπορούσε να έχει περιγράψει ακριβώς τους σύγχρονους Έλληνες και τους Έλληνες πρόσφυγες. Χαρακτηριστικά, όπως σημειώνει, είναι τα έργα Ο Χριστός ξανασταυρώνεται και Αδερφοφάδες. Μάλιστα, θεωρεί ότι η ιστορία των Ποντίων στο τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τα γεγονότα της Γενοκτονίας έχουν παγκόσμια ιστορική σημασία.
Στόχος του στο μέλλον είναι να μελετήσει τα έργα του Φίλωνα Κτενίδη, να αναλύσει την «ελληνικότητα και την ποντιακότητά τους», και να τα συγκρίνει με έργα άλλων συγγραφέων.