Ο τουρκικός Τύπος φέρει ικανό μέρος των ευθυνών για τα Σεπτεμβριανά. Ήταν ο φορέας μέσω του οποίου αναμοχλεύτηκε το μένος της τουρκικής κοινής γνώμης κατά των Ελλήνων της Πόλης. Ο ιδρυτής και ιδιοκτήτης της Χουριέτ Σεντάντ Σιμαβί (1896-1953) μπορεί να μνημονευθεί ως ο πρόδρομος της φανατικής γραμμής στο Κυπριακό και του ανθελληνικού μένους, παρασύροντας την κοινή γνώμη και τελικά την κυβέρνηση, προφανώς με την προτροπή των αγγλικών υπηρεσιών.
Στην τελευταία προ των συμβάντων περίοδο, ο τουρκικός Τύπος δημοσίευε συστηματικά και επί μέρες, ψευδή ή παραποιημένα νέα.
Δείγματα αυτών των δημοσιευμάτων είναι: η παρουσίαση του Πατριαρχείου ως φορέα που εισάγει λαθραία συνάλλαγμα από το εξωτερικό και υποστηρίζει οικονομικά τις ελληνικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Κύπρο, ιδίως «κατά των Τούρκων» (Ντουνγιά 28/8)· ειδήσεις όπου κάποιοι (ανώνυμοι ή αναφερόμενοι αορίστως μόνο με κάποιο όνομα χωρίς επώνυμο) Ρωμιοί εμφανίζονται να καταστρέφουν συνθήματα Τούρκων υπέρ της «τουρκικής Κύπρου», να εξαπολύουν ύβρεις κατά του «τουρκισμού» (Βατάν 4/7, Μιλιέτ 4/7), να γράφουν αντιτουρκικά συνθήματα, να βρίζουν στρατό, προέδρους και πρωθυπουργούς (Γενί Σαμπάχ 6/7), και να τραγουδούν προκλητικά δημοσίως ελληνικά τραγούδια (Βατάν 6/7). Οι ειδήσεις σχεδόν πάντοτε περιλάμβαναν παρουσίαση της «δίκαιης αγανάκτησης» των Τούρκων πολιτών οι οποίοι αντιδρούσαν βίαια, σαν να επικροτείτο η αυτοδικία.
Τίτλος-σύνθημα
Η εφημερίδα Εξπρές με την απογευματινή δεύτερη έκδοση της 6 Σεπτεμβρίου, η οποία αστραπιαία διανεμήθηκε στις μεγάλες πόλεις, συνέβαλε άμεσα στο ξεκίνημα των βιαιοπραγιών. Ο κραυγαλέος τίτλος που διαλαλούσε τη «μισητή πράξη» του «βομβαρδισμού του σπιτιού του Ατατούρκ μας» στη Θεσσαλονίκη, λειτούργησε ως σύνθημα. Η ίδια εφημερίδα τη δεύτερη μέρα παρουσίαζε στην πρώτη σελίδα δέκα φωτογραφίες των βιαιοπραγιών, χαμηλώνοντας τους τόνους.
Στις 7 Σεπτεμβρίου επιβλήθηκε στρατιωτικός νόμος και λογοκρισία στον Τύπο. Επίσημα οι ευθύνες των γεγονότων αποδόθηκαν σε συνωμοσία των κομμουνιστών και στον αυθορμητισμό των «διαδηλωτών». Περίπου πενήντα γνωστοί Τούρκοι αριστεροί συνελήφθησαν και παρέμειναν στις φυλακές έως και πέντε μήνες (τελικά αθωώθηκαν δικαστικώς). Ο Τύπος αναφερόταν σ’ αυτούς, στη σύλληψη 2.300 ατόμων (9/7), στην παραίτηση του υπουργού Εσωτερικών (11/7). Δύο γνωστοί δημοσιογράφοι, ο Αχμέτ Εμίν Γιαλμάν και ο Πεγιαμί Σαφά ήταν οι ένθερμοι υποστηρικτές της θεωρίας του «κομμουνιστικού δακτύλου». Ο Τύπος γενικά περιορίστηκε σε «ουδέτερες» τοποθετήσεις με εκφράσεις όπως «εθνική συμφορά», «ιστορική νύχτα», «τραγικά συμβάντα», και με τη δημοσίευση των επίσημων ανακοινωθέντων των πολιτικών και στρατιωτικών Αρχών. Η λογοκρισία απαγόρεψε την εισαγωγή του ξένου Τύπου στη χώρα. Μερικές εφημερίδες παρουσίασαν την France Soir να θεωρεί την Ελλάδα υπαίτιο των γεγονότων (10/7 Γενί Σαμπάχ και Εξπρές). Η Γενί Σαμπάχ αφήνει υπόνοιες για τις ευθύνες των Αθιγγάνων (11/7).
Η προσπάθεια για την εξεύρεση κάποιου αποδιοπομπαίου τράγου είναι προφανής.
Μετά το πρώτο σοκ, οι εφημερίδες –και ειδικά αυτές που υποστήριζαν την αντιπολίτευση– άρχισαν να θέτουν ερωτήματα σχετικά με τις ευθύνες της κυβέρνησης και των Αρχών. Στη Βουλή (12/7) ο αρχηγός της αντιπολίτευσης Ισμέτ Ινονού εξέφρασε μεταξύ άλλων τη γνωστή του φράση με την οποία εμμέσως πλην σαφώς αναγνώριζε την ευθύνη των Αρχών: «Το λυπηρό είναι ότι τα γεγονότα δεν εξελίχθηκαν με τον αυθορμητισμό των επιτεθέντων αλλά σχεδόν έδειχναν άνεση στις προσπάθειές τους καθώς δεν αντιμετώπιζαν καμία αντίσταση (από τις Αρχές)». Ο Μπουλέντ Ετζεβίτ έγραψε μια σειρά άρθρων στο επίσημο όργανο της αντιπολίτευσης Ουλούς (του Λαϊκού Κόμματος) στο πνεύμα αυτής της δήλωσης. Απαγορεύτηκε για δύο εβδομάδες η κυκλοφορία των εφημερίδων Χουριέτ, Τερτζουμάν και Χεργκούν οι οποίες αναμετέδωσαν αυτή την ομιλία, η δε εφημερίδα Ουλούς έκλεισε επί αορίστου χρόνου.
Σταδιακά οι τόνοι έπεσαν. Το ενδιαφέρον μειώθηκε. Ακόμα και η αντιπολίτευση μετρίασε την κριτική και έπαψε να ψάχνει για τους πραγματικούς υπαίτιους, προφανώς για «εθνικούς» λόγους.
Ο τουρκικός Τύπος τα επόμενα χρόνια αντιμετώπισε τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου σύμφωνα με το απόφθεγμα του Ερνέστ Ρενάν, ο οποίος παρατηρεί ότι είναι πολλά τα κοινά των μελών ενός έθνους και ένα από αυτά είναι ότι θέλουν να ξεχνούν ορισμένα ιστορικά γεγονότα. Οι Γάλλος διανοούμενος στην περίπτωση των συμπολιτών του αναφέρεται στη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου.
Η «ξεχασμένη νύχτα» βγήκε στο προσκήνιο με το στρατιωτικό πραξικόπημα που ανέτρεψε την κυβέρνηση του Αντνάν Μεντερές το 1960. Στις δίκες που ακολούθησαν στο ειδικό δικαστήριο τα γεγονότα ήρθαν πάλι στην επικαιρότητα. Οι καταγγελίες του εισαγγελέως και οι ακροάσεις παρουσιάστηκαν στον Τύπο και μάλιστα με εκτενέστατα σχόλια (βλ. π.χ. εφημερίδες της περιόδου Οκτ.-Δεκ. 1960). Ο Τύπος σ’ αυτήν την περίπτωση στάθηκε στο ύψος του. Αλλά όχι οι πρωταγωνιστές των δικών. Οι δικαστές δεν θέλησαν ή δεν τόλμησαν να κάνουν έρευνα σε βάθος και να φθάσουν στα αίτια. Κάποια στιγμή ο κατηγορούμενος δήμαρχος της Σμύρνης ενέπλεξε στα γεγονότα και τον Τζεμάλ Γκιουρσέλ, τον πρωτεργάτη του πραξικοπήματος και Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Η δίκη έκτοτε πήρε το δρόμο της συγκάλυψης. Δεν γνωρίζουμε ποιοι ήταν οι λόγοι που υποχρέωσαν ακόμη και τον ομογενή βουλευτή Αλέξανδρο Χατζόπουλο που τη νύχτα εκείνη πλήρωσε όντως ακριβά το τίμημα του αξιώματός του, αλλά και τον Οικουμενικό Πατριάρχη να αποφανθούν κατά τη διάρκεια των δικών ότι προσωπικά δεν εγνώριζαν αν τα γεγονότα υπήρξαν εκ των προτέρων οργανωμένα από τους κρατούντες.
Η πρώτη και η τελευταία σελίδα της Milliyet στις 8/10/1055
Τα γεγονότα ήρθαν στο φως της επικαιρότητας εκ νέου το 1965, με τη νέα ένταση στο θέμα της Κύπρου, όταν ο τότε πρωθυπουργός Σουάτ Χαϊρί Ουργουπλού απείλησε με ωμότητα ότι ενδεχομένως δεν θα μπορέσει να αποτρέψει την επανάληψη των «γεγονότων» στην Κωνσταντινούπολη εάν στην Κύπρο δολοφονηθούν Τούρκοι (όλος ο Τύπος, 17/10). Ο γράφων, φοιτητής τότε στην Κωνσταντινούπολη, δημοσίευσε μια ανοιχτή επιστολή όπου κατέκρινε τον πρωθυπουργό, ο οποίος δημοσίως παρουσίαζε ορισμένους πολίτες –και συγκεκριμένα τους Ρωμιούς της Κωνσταντινούπολης– να προσφέρονται σε ένα καθεστώς ομηρίας για την εκτόνωση της λαϊκής οργής: «Εκείνη η νύχτα της ντροπής ήταν η νευρική κρίση ορισμένων αποτυχημένων πολιτικών. Ο πρωθυπουργός έπρεπε να είχε δηλώσει: “δεν έχουμε ομήρους εντός των συνόρων της Τουρκίας για να εκδικηθούμε”» (Τζουμχουριέτ 26/10). Αυτή η κριτική σχετικά με τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου υπήρξε μια σπάνια, ίσως και η μοναδική που εκφράστηκε επώνυμα από ομογενή στον τουρκόφωνο Τύπο.1 Κριτική στις δηλώσεις του πρωθυπουργού άσκησαν και ορισμένοι Τούρκοι διανοούμενοι και αρθρογράφοι.
Μετά το 1970, και ιδίως μετά το 1980, βλέπουμε αρκετές δημοσιεύσεις οι οποίες παρεκκλίνουν από την «επίσημη» πρακτική και γραμμή.
Τρεις από τους κομμουνιστές που είχαν συλληφθεί τότε ως οι υποκινητές των γεγονότων, οι συγγραφείς Χασάν Ιζετίν Ντιναμό το 1971 και Αζίζ Νεσίν το 1987, όπως και ο γιατρός Xουλουσί Ντόσντογρου το 1993 εξέδωσαν τα απομνημονεύματά τους σχετικά με τα γεγονότα. Ο Ντόσντογρου χαρακτηρίζει τα γεγονότα ως «μια εγκληματική προμελετημένη πράξη που εφαρμόσθηκε μέχρι την τελευταία της λεπτομέρεια». Αξίζει να μνημονευτεί το ιστορικό περιοδικό Ταρίχ βε Τοπλούμ (Ιστορία και Κοινωνία) και η προσπάθεια του εκδότη του Μετέ Τουντζάι για το «Φάκελο των Σεπτεμβριανών», όπου για πρώτη φορά γίνεται προσπάθεια για μια αντικειμενική προσέγγιση (9/1986). Ο ποινικολόγος Ζαφέρ Ουσκούλ στο περιοδικό Γκιορούς (Άποψη) (2/1989) εξέδωσε τη μελέτη του σχετικά με τον τρόπο που επιβλήθηκε ο στρατιωτικός νόμος στις 7 Σεπτεμβρίου και για τον ένοχο πανικό της κυβέρνησης. Ο εκδότης του περιοδικού Τσ. Αναντόλ στο ίδιο τεύχος, με τίτλο «Οι αναμνήσεις ενός δεκάχρονου παιδιού» αφηγείται με πικρία πώς παιδιά διαφόρων εθνοτήτων κάποτε έπαιζαν μαζί, πώς παρακολούθησε τρομοκρατημένος τη λεηλασία των σπιτιών των φίλων του και τη σταδιακή αποχώρηση των Ρωμιών από την Πόλη: «Τελικά οι Τούρκοι κατάκτησαν την Πόλη» θα καταλήξει ειρωνικά.
Στο βιβλίο του Φατίχ Γκουλάπογλου καταγράφεται η ομολογία στρατηγού που υπερήφανα χαρακτηρίζει τα γεγονότα σαν «επιτυχημένο έργο καταπληκτικής οργάνωσης μυστικών υπηρεσιών». Ο Τύπος αναδημοσίευσε την όντως αφελέστατη αυτή ομολογία (Μιλιέτ 1/6/1991). Το περιοδικό Ακτουέλ (9/9/1992) και η εφημερίδα Γκιουντέμ (6/9/1992) με εκτενέστατα κείμενα καυτηριάζουν τα γεγονότα με βαριές κατηγορίες κατά των τότε Αρχών και γενικά κατά του τρόπου αντιμετώπισης των Ρωμιών της Πόλης. Η Γκιουντέμ π.χ. αναφέρει ότι «μετά από 37 χρόνια (και βλέποντας τις επιχειρήσεις στο Κουρδιστάν) ερμηνεύουμε τα γεγονότα σαν μια παραδοσιακή πρακτική της πολιτικής εξουσίας».
Μετά το πέρασμα μιας τεσσαρακονταετίας τα γεγονότα έχουν την τάση να μετατρέπονται από πολιτικά σε ιστορικά. Πάντως οι Τούρκοι ιστορικοί και η νέα γενιά που προσπαθεί να ανακαλύψει το παρελθόν της δεν κατέληξε σε ομόφωνη γνώμη σχετικά με την «ξεχασμένη νύχτα» τους. Ο Γιλμάζ Καρακογιουνλού εξέδωσε ένα μυθιστόρημα σχετικά με τα γεγονότα. Εδώ βλέπουμε μια προσπάθεια εξωραϊσμού της συμπεριφοράς των Τούρκων, π.χ. να πασχίζουν να προστατεύσουν τους Ρωμιούς στη διάρκεια των γεγονότων. Ασκήθηκε όμως και κριτική στο έργο του, καθώς δεν φαίνεται ο συγγραφέας να καταβάλλει ιδιαίτερη προσπάθεια στο να εμβαθύνει και να αναφερθεί στην ψυχολογία και το μένος του πλήθους (βλ. Ηρ. Μήλλας, Τοπλουμσάλ ταρίχ, Απρ. 1994).
Δύο μελέτες σχετικά με τα Σεπτεμβριανά θα εκδοθούν μάλλον μέχρι το τέλος του έτους. Η μια από τον Μ. Αρίφ Ντεμιρέρ για λογαριασμό του κόμματος του γιου του Α. Μεντερές, του Δημοκρατικού Κόμματος, με σκοπό να απαγκιστρωθεί ο πρώην πρωθυπουργός από τις ευθύνες των γεγονότων, και μια από τους Ρ. Ακάρ και X. Ντεμίρ οι οποίοι κινούνται τολμηρά για μια αντικειμενικότερη προσέγγιση. Οι τελευταίοι είναι γνωστοί και από το βιβλίο τους σχετικά με τις απελάσεις των Ελλήνων από την Κωνσταντινούπολη (βλ. Καθημερινή 11/12/1994). Γεγονός πάντως είναι ότι η «νύχτα» εκείνη δεν διαλευκάνθηκε ακόμη στην Τουρκία.
____
1. Ακολούθησε η αυθαίρετη αφαίρεση του δικαιώματος του γράφοντος να εκτίσει την θητεία τον ως έφεδρος αξιωματικός, δικαίωμα όλων των αποφοίτων πανεπιστημίου, ένας αποτυχημένος δικαστικός αγώνας στο Συμβούλιο Επικράτειας και η δεκαοκτάμηνη παραμονή του σε ειδικό «σύνταγμα εξόριστων» σαν απλός οπλίτης, στην νοτιοανατολική Ανατολία και κάτω από αυστηρή επιτήρηση.
Ηρακλής Μήλλας
- Αναδημοσίευση από το ένθετο Επτά Ημέρες της εφ. Καθημερινή (10/9/1995).